Άνθιμος Ιεροσολύμων

Πατριάρχης Ιεροσολύμων

Ο Άνθιμος (1717 / 1718 - Κωνσταντινούπολη, 10 Νοεμβρίου 1808) διετέλεσε Πατριάρχης Ιεροσολύμων για 20 χρόνια, από το 1788 ως το 1808.

Άνθιμος Ιεροσολύμων
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1717
Μεσοποταμία
Θάνατος10  Νοεμβρίου 1808
Κωνσταντινούπολη
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμοναχός
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΠατριάρχης Ιεροσολύμων

Βιογραφικά στοιχεία Επεξεργασία

Γεννήθηκε το 1717 (ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1718) σε μια αραβική οικογένεια στη Μεσοποταμία. Στην παιδική ηλικία του πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου μεγάλωσε στην Αδελφότητα του Παναγίου Τάφου. Έλαβε εξαιρετική εκπαίδευση στη Θεολογική Σχολή των Ιεροσολύμων υπό την καθοδήγηση του Μητροπολίτη Ιακώβου Πάτμιου και του Μητροπολίτη Πτολεμαΐδος και μετέπειτα Πατριάρχη Σωφρονίου. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά, αραβικά, τουρκικά και περσικά.

Ήταν διακεκριμένος κληρικός, λόγω των αρετών και της παιδείας του. Διετέλεσε γραμματέας της Αδελφότητας του Παναγίου Τάφου, από το 1765 διηύθυνε την Σχολή των Ιεροσολύμων και κατείχε την θέση του πρωτοσυγκέλου του Πατριαρχείου. Εργάστηκε πολύ υπέρ της παιδείας εκδίδοντας συγγράμματα, ενισχύοντας το κήρυγμα και συντηρώντας ήδη υφιστάμενες σχολές ή ιδρύοντας νέες. Σημαντικά ενίσχυσε τη Σχολή των Ιεροσολύμων, η οποία λειτουργούσε από των ημερών του πατριάρχου Παρθενίου[1].

Το 1774 εξελέγη Μητροπολίτης Σκυθοπόλεως και το 1787 Μητροπολίτης Καισαρείας.

Στις 4 Νοεμβρίου 1788 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων μετά την παραίτηση του ηλικιωμένου Πατριάρχη Προκοπίου υπέρ του. Κατά την διάρκεια της Πατριαρχείας του, κατά την συνήθεια της εποχής, έζησε κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πατριάρχης Άνθιμος απολάμβανε την ιδιαίτερη εύνοια του Σουλτάνου Σελίμ Γ΄ (1789-1807), ο οποίος ενίσχυσε σημαντικά τη θέση των Ορθοδόξων στον αγώνα για την κατοχή των ιερών της Παλαιστίνης.

Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, έγινε συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας και αναγνωρίστηκε και πάλι η Ρωσία ως προστάτρια των χριστιανών της Ανατολής[1]. Το 1795, εκμεταλλευόμενος την σχετική οικονομική ευημερία του Πατριαρχείου, ο Άνθιμος οργάνωσε την αναπαλαίωση ερειπωμένων μοναστηριών της Ιερουσαλήμ, του Πατριαρχείου, της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Ευθυμίου, διακόσμησε τον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Στα αμέσως επόμενα χρόνια, 1797-1781, έγινε η εκστρατεία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην Αίγυπτο. Η αναγνώριση της Ρωσίας ως προστάτριας των χριστιανών και η εισβολή του Ναπολέοντα στην Παλαιστίνη εξόργισαν τους μουσουλμάνους και επιδείνωσαν απότοματην θέση των Παλαιστινίων Χριστιανών[1]. Ξέσπασαν επιδρομές εναντίον των χριστιανών σε διάφορες πόλεις και κυρίως στη Ρέμλη με σφαγές, λητείες και αιχμαλωσίες χριστιανών. Οι Οθωμανικές αρχές της Ιερουσαλήμ συγκέντρωσαν στον Ναό της Αναστάσεως μια ομάδα επισκόπων όλων των χριστιανικών ομολογιών, συμπεριλαμβανομένων 30 Ορθόδοξων, με επικεφαλής τον Πατριαρχικό επίτροπο, Μητροπολίτη Αρσένιο. Οι όμηροι πέρασαν εκεί 108 ημέρες περιμένοντας να εκτελεστούν, έως ότου απελευθερώθηκαν με εντολή του σουλτάνου. Το 1799, ο Ναπολέων κατέλαβε τις πόλεις της Παλαιστίνης, Γάζα, Ιόππη και Ρέμλη, χωρίς να προχωρήσει μέχρι τα Ιεροσόλυμα[1]. Οι Τούρκοι έκλεισαν ξανά χίλιους χριστιανούς στο ναό (αρκετές εκατοντάδες από κάθε ομολογία) και τους απελευθέρωσαν μόνο αφού οι Γάλλοι υποχώρησαν.

Ο Άνθιμος αντιμετώπισε και προσκυνηματικά ζητήματα, όπως τις απόπειρες των Αρμενίων να καταλάβουν το Γολγοθά, το σπήλαιο της Βηθλεέμ και το ναό της Γεσθημανής, όπως και απόπειρα των Λατίνων να καταλάβουν το Ναό της Γεσθημανής, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του πλησίον σπηλαίου. Το 1799-1800 και το 1803, οι Έλληνες της Ιερουσαλήμ συγκρούστηκαν με τους Αρμένιους και το 1804 με τους Καθολικούς, συγκρούσεις που οδήγησαν στον εμπρησμό του Ναού της Αναστάσεως στις 30 Σεπτεμβρίου 1808 (κατά τους Έλληνες, την φωτιά έβαλαν οι Αρμένιοι). Η φωτιά άρχισε από το παρεκκλήσιο των κατηχουμένων των Αρμενίων και διαδόθηκε σε όλα σχεδόν τα μέρη του Ναού. Οι μοναχοί και των τριών κοινοτήτων εγκατέλειψαν το Ναό, όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να περιορίσουν την πυρκαγιά. Η φωτιά έφτασε στον μολυβδένιο θόλο του ναού και τον κατέρριψε. Βρίσκοντας εύφλεκτες ύλες πέρασε στα εικονοστάσια του Ναού, στο ιερό βήμα του καθολικού και στο Γολγοθά. Επί δύο ημερονύκτια μαινόταν στο Ναό και τον μετέβαλε σε ερείπια. Άμφια και ιερά σκεύη κατακάηκαν. Διασώθηκαν το κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου και η ξύλινη πόρτα του, το σπήλαιο της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού, το παρεκκλήσιο των κλαπών και το μεγάλο Σκευοφυλάκιο με τα κειμήλια και τα άγια λείψανα[1].

Φαίνεται πως η είδηση της πυρκαγιάς δεν πρόλαβε να φτάσει στον Άνθιμο, ο οποίος πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1808 στην Κωνσταντινούπολη. Πριν από το θάνατό του, μπόρεσε να διαπραγματευτεί με τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ την εξασφάλιση των προγονικών δικαιωμάτων των Ελλήνων στην Παλαιστίνη, όπως αυτά επιβεβαιώθηκαν από τους προκατόχους του.

Παραπομπές Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Προκόπιος Α΄
Πατριάρχης Ιεροσολύμων
1788-1808
Διάδοχος
Πολύκαρπος