Άντανδρος
Συντεταγμένες: 39°34′33″N 26°47′26″E / 39.57583°N 26.79056°E
Η Άντανδρος ήταν ελληνική πόλη ευρισκόμενη επί του βορείου τμήματος του Κόλπου του Αδραμυττίου στην περιοχή της Τρωάδος. Η γύρω περιοχή ήταν γνωστή ως Ἀντανδρία[3] και περιελάμβανε τις πόλεις Ασπονεύς στην ακτή και τα Άστυρα προς τα ανατολικά. Πάνω από την πόλη ήταν το όρος Ίδη της Φρυγίας. Τοποθετείται στον λόφο Ντεβρέν, μεταξύ του σημερινού χωριού Αβτσιλάρ[4] και της πόλεως Αλτινολούκ[5].
Άντανδρος | |
---|---|
Άντανδρος | |
Είδος | οικισμός, αρχαιολογική θέση, αρχαία πόλη και πόλις[1] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 39°34′33″N 26°47′26″E |
Διοικητική υπαγωγή | Αλτινολούκ και Επαρχία Μπαλικεσίρ |
Τοποθεσία | Τρωάδα |
Χώρα | Τουρκία[2] |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η πρώτη ένδειξη που οδήγησε στην εκ νέου ανακάλυψη της στη σύγχρονη εποχή έγινε από τον Γερμανό γεωγράφο και μελετητή της κλασικής ιστορίας Χάινριχ Κίπερτ το 1842. Βρήκε μια επιγραφή που αφορούσε την Άντανδρο στον τοίχο ενός τζαμιού στο Αβτσιλάρ. Επιστρέφοντας το 1888, βρήκε μια περαιτέρω επιγραφή στο ίδιο χωριό και, λόγω της ανακάλυψης από κατοίκους της περιοχής πολλών ελληνικών, ρωμαϊκών και βυζαντινών νομισμάτων της εποχής που βρίσκονταν σε ένα κοντινό λόφο που ονομάζεται Ντεβρέν, εντόπισε την ακρόπολη της πόλεως εκεί. Ο Βρετανός αρχαιολόγος Τζον Κουκ που ερεύνησε το χώρο το 1959 και το 1968 ανακάλυψε περαιτέρω στοιχεία ενός ελληνικού οικισμού.
Ως προς τους οικιστές της πόλεως, οι αρχαίοι Έλληνες παρουσίαζαν διαφορετικές απόψεις: τόσο ο ποιητής Αλκαίος[6] (7ος αι. π.Χ.), όσο και ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.), υποστήριξαν ότι η Άντανδρος ιδρύθηκε από τα παλαιότατα πρωτοελληνικά φύλα των Πελασγών[7] και Λελέγων στην προϊστορία. Λίγο αργότερα ο Θουκυδίδης (5ος αι. π.Χ.) και ο Στέφανος ο Βυζάντιος (6ος αι. π.Χ.) διατράνωσαν την άποψη ότι ήταν αποικία των Αιολέων [8]. Από την άλλη, ο Αριστοτέλης προσθέτει ότι η πόλη λεγόταν αλλιώς Ἠδωνίς και Κιμμερίς, όπως διασώζει ο Στέφανος ο Βυζάντιος [9].
Αντίθετα προς όλους, ο γραμματικός Δημήτριος από την Σκήψιν (205 -130 π.Χ.) τόνιζε ότι η Άντανδρος κατοικήθηκε από τους Κίλικες της πεδιάδας της Θήβης (βορείως του Αδραμυττίου)[6]. Τελικά ο μυθιστοριογράφος Κόνων -την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου- έδωσε μιαν άλλη ερμηνεία για την προέλευση της πόλεως, ετυμολογώντας την από την πρόθεση ἀντί και Ἄνδρος, είτε από ίδιο πρώτο συνθετικό και την λέξη ἀνήρ. Βάσει της πρώτης εικασίας, η Άντανδρος μπορεί να ιδρύθηκε από εξόριστους από την Άνδρο, κτίζοντας έτσι μιαν αποικία στην θέση της Άνδρου (ἀντ 'Ἄνδρου). Με βάση την δεύτερη εκδοχή, ο υιός του Αινεία, Ασκάνιος, ήταν κυβερνήτης της πόλεως, μέχρι που αιχμαλωτίστηκε από τους γείτονες Πελασγούς. Τα λύτρα που απαίτησαν οι Πελασγοί για την ελευθέρωσή του, ήταν να τους παραδοθεί η πόλη. Έτσι ἀντί ἀνδρός (δηλ. του Ασκανίου), η πόλη δόθηκε στους Πελασγούς.
Μέχρι προσφάτως δεν είχαν πραγματοποιηθεί ουσιαστικές ανασκαφές στον χώρο της Αντάνδρου. Ωστόσο από κάποιες ανασκαφές της τουρκικής αρχαιολογικής υπηρεσίας, ήλθαν στο φως κεραμικά του 8ου -7ου αι. π.Χ. και αποδεικνύουν τον υλικό πλούτο της ελληνικής αυτής πόλης, καθώς και το εμπόριο που ανέπτυξε με τις γύρω ελληνικές αποικίες.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο, οι Αιολείς κατείχαν τμήματα της Τρωάδος, γεγονός που έκανε τον Αλκαίο να υποθέσει ότι ήταν αποικία των συμπατριωτών του η Άντανδρος. Φαίνεται όμως ότι ο ιθαγενής μικρασιατικός (πελασγικός) πληθυσμός ήταν ανεξάρτητος από τους Μυτιληναίους αποίκους έως και τον 6ο αι. π.Χ. Το πρώτο γεγονός στο οποίο πληροφορούμαστε για την Άντανδρο, είναι όταν το 512 π.Χ. ο Οτάνης, ένας Πέρσης σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας, κατέλαβε την πόλη, ενώ υπέτασσε την βορειοδυτική Μικρά Ασία[10]. Η Άντανδρος είχε πρόσβαση σε μεγάλες ποσότητες ξυλείας που προέρχονταν από το όρος Ίδη, καθώς και πίσσα, γεγονός που την καθιστούσε ιδανική τοποθεσία για την κατασκευή μεγάλων στόλων, δίνοντας στην πόλη στρατηγική σημασία.
Το 424 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν η πόλη είχε καταληφθεί από Μυτιληναίους εξόριστους, ο ιστορικός Θουκυδίδης αναφέρει ότι:
Το σχέδιό τους ήταν να απελευθερώσουν τις άλλες πόλεις, επίσης, οι οποίες είναι γνωστές ως πόλεις Ακταίες, οι οποίες ήταν παλιά υπό την κατοχή της Μυτιλήνης, αλλά τώρα κατέχονται από την Αθήνα, και έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην Άντανδρο. Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν εκεί θα ήταν εύκολο γι' αυτούς να κατασκευάσουν πλοία, δεδομένου ότι υπήρχε ξυλεία σε εκείνο το μέρος, και η Ίδα ήταν τόσο κοντά. Άλλες προμήθειες θα είναι επίσης διαθέσιμες και με αυτή τη βάση στα χέρια τους, θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν επιδρομές στη Λέσβο, η οποία δεν ήταν μακριά, και να υποτάξουν τις αιολικές πόλεις στην ηπειρωτική χώρα.
Η σημασία της Αντάνδρου πιστοποιείται αργότερα από τον Ξενοφώντα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, το 409 και το 405 π.Χ., και αναφέρεται στην Αινειάδα του Βιργίλιου[11], ως το μέρος όπου ο Αινείας χτίζει τον στόλο του πριν ξεκινήσει για την Ιταλία. Όντας μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας το 425 π.Χ., η Άντανδρος εμφανίζεται για πρώτη φορά στις αθηναϊκές φορολογικές λίστες το 421 / 0 π.Χ., έχει μια αξιολόγηση των 8 ταλάντων, αναφέροντας εκ νέου την σχετική ευημερία της πόλης.
Το 411/10 π.Χ. η πόλη απέλασε την περσική φρουρά της, με τη βοήθεια των Πελοποννησιακών στρατευμάτων που στάθμευαν στην Άβυδο. Έχοντας σύντομα κέρδισε την ελευθερία της, γρήγορα επανήλθε στον περσικό έλεγχο, και το 409 π.Χ. ο Φαρνάβαζος κατασκεύασε στόλο για τους Πελοποννήσιους χρησιμοποιώντας την άφθονη ξυλεία του όρους Ίδη. Την ίδια χρονιά οι Συρακούσιοι είχαν κερδίσει την φιλία των Αντανδρίων, συμβάλλοντας στην ανοικοδόμηση των οχυρώσεών τους, γεγονός που υποδηλώνει ότι μια πολιορκία είχε πραγματοποιηθεί κατά το προηγούμενο έτος. Το καλοκαίρι του 399 π.Χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντος πέρασαν από εκεί στον δρόμο της επιστροφής τους. Ο Ξενοφών στα Ελληνικά του τόνισε την στρατηγική σημασία της πόλης κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου (395-387 π.Χ.)[12].
Μετά την κλασική περίοδο, οι αναφορές για την Άντανδρο σπανίζουν. Την συναντά κανείς στα 200 π.Χ. όταν ήταν στον δρόμο ταξιδιού των Δελφικών θεαροδοκών. Από μια επιγραφή του 2ου αι. π.Χ. μαθαίνουμε ότι η πόλη έστειλε δικαστές στις Πέλτες της Φρυγίας, για να διαιτητεύσουν σε μια διαφορά. Κατά την περίοδο 440-284 π.Χ., η Άντανδρος έκοβε δικό της νόμισμα[13], αυτό άρχισε και πάλι επί του αυτοκράτορος Τίτου (79-81 μ.Χ.) και συνεχίστηκε μέχρι τη βασιλεία του Ηλιογάβαλου (218 - 222 μ.Χ.)[14]. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, η Άντανδρος ήταν έδρα επισκοπής υπαγομένη στην μητρόπολη της Εφέσου. Τέλος στα τέλη του 14ου αιώνα μ.Χ. ένας Οθωμανός ναύαρχος χρησιμοποίησε την ξυλεία της Αντάνδρου για την κατασκευή μερικών εκατοντάδων πλοίων.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «An Inventory of Archaic and Classical Poleis». (Αγγλικά) Inventory of Archaic and Classical Poleis. 2004.
- ↑ (Αγγλικά) GeoNames. 2005. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2015.
- ↑ Καὶ ἐν τῇ Ἀντανδρίᾳ δὲ δύο ποταμοί εἰσιν, ὧν ὁ μὲν λευκὰ ὁ δὲ μέλανα ποιεῖ τὰ πρόβατα. Αριστοτέλης, Των Περί τα Ζώα Ιστοριών, Βιβλίο Γ', κεφ. 12 (519a16)
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2007.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2008.
- ↑ 6,0 6,1 [...]τὴν δὲ Ἄντανδρον Ἀλκαῖος μὲν καλεῖ Λελέγων πόλιν “πρῶτα μὲν Ἄντανδρος Λελέγων πόλις.” ὁ δὲ Σκήψιος ἐν ταῖς παρακειμέναις τίθησιν, ὥστ᾽ ἐκπίπτοι ἂν εἰς τὴν τῶν Κιλίκων[...] Στράβων, Γεωγραφία, 13.1.51
- ↑ [...]ἀπὸ δὲ ταύτης διὰ Θήβης πεδίου ἐπορεύετο, Ἀδραμύττειόν τε πόλιν καὶ Ἄντανδρον τὴν Πελασγίδα παραμειβόμενος. Ηροδότου Ιστορίαι, Βιβλίο Ζ' (Πολύμνια), κεφ. 42
- ↑ ...ἀπὸ Ἀντάνδρου τοῦ στρατηγοῦ Αἰολέων...
- ↑ Ἀριστοτέλης φησὶ ταύτην ὠνομάσθαι Ἠδωνίδα διὰ τὸ Θρᾷκας Ἠδωνοὺς ὄντας οἰκῆσαι, καὶ Κιμμερίδα Κιμμερίων ἐνοικούντων ἑκατὸν ἔτη.
- ↑ οὗτος ὦν ὁ Ὀτάνης ὁ ἐγκατιζόμενος ἐς τοῦτον τὸν θρόνον, τότε διάδοχος γενόμενος Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, Βυζαντίους τε εἷλε καὶ Καλχηδονίους, εἷλε δὲ Ἄντανδρον τὴν ἐν τῇ Τρῳάδι γῇ[...] Ηροδότου Ιστορίαι, Βιβλίο Ε' (Τερψιχόρη), κεφ. 26
- ↑ [...]Antandro et Phrygiae molimur montibus Idae[...] Βιργίλιος, Αινειάδα, Βιβλίο Γ', στ.6
- ↑ [...]καὶ συγκαλέσας τούς τε ἀπὸ τῶν πόλεων στρατηγοὺς καὶ τριηράρχους ἐκέλευε ναυπηγεῖσθαι τριήρεις ἐν Ἀντάνδρῳ ὅσας ἕκαστοι ἀπώλεσαν, χρήματά τε διδοὺς καὶ ὕλην ἐκ τῆς Ἴδης κομίζεσθαι φράζων. 26 ναυπηγουμένων δὲ οἱ Συρακόσιοι ἅμα τοῖς Ἀντανδρίοις τοῦ τείχους τι ἐπετέλεσαν, καὶ ἐν τῇ φρουρᾷ ἤρεσαν πάντων μάλιστα. διὰ ταῦτα δὲ εὐεργεσία τε καὶ πολιτεία Συρακοσίοις ἐν Ἀντάνδρῳ ἐστί. Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Α', κεφ. 1.25-26
- ↑ Coin collection
- ↑ B.V. Head, Historia Numorum 447, W. Wroth, BMC Troad, Aeolis and Lesbos XXXVI-XXXVII.