Με τον όρο Ίβηρες του Καυκάσου ονομάζονται από τους Έλληνες, Λατίνους και Βυζαντινούς συγγραφείς οι πληθυσμοί της Καυκασιακής Ιβηρίας, που μιλούσαν μια γεωργιανή-καρτβελιανή γλώσσα. Επεκτείνονταν στην σημερινή ανατολική Γεωργία, έχοντας ως σύνορα στα δυτικά την έταιρη καρτεβελιανή χώρα της Κολχίδας-Λαζικής, στα ανατολικά την Αλβανία του Καυκάσου, στα νότια την Αρμενία και στα βόρεια τις διάφορες φυλές του Καυκάσου όπως τους Οσέτιους.

Τα γεωργικά βασίλεια του Καυκάσου κατά την κλασική περίοδο.

Καταγωγή και ονομασία Επεξεργασία

Οι Ίβηρες ήταν ένας ιθαγενής λαός του Καυκάσου που μιλούσε μια κοινή γλώσσα, την πρόγονο των σημερινών Ιβηρο-Καυκασιακών γλωσσών. Η παρουσία των καυκάσιων αυτών φύλλων στην περιοχή ανάγεται τουλάχιστον στον 2000 π.Χ. και θεωρείται σχετικά σταθερή, χωρίς να έχουν παρουσιάστεί ιδιαίτερες προσμίξεις με άλλους λαούς.[1] Όσον αφορά την ονομασία τους, μια θεωρία αναφέρει ότι προέρχεται από το όνομα της φυλής των Τιβαρηνών. Το εθνικό επίθετο Ίβηρ εμφανίζεται στους αρχαίους έλληνες συγγραφείς, που περιέκλειαν σε αυτό τις πρώιμες γεωργιανές-καρτβελιανές φυλές.[2]

Η αναλογία που υπάρχει μεταξύ του ονόματός τους και του ονόματος των Ιβήρων της Ιβηρικής Χερσονήσου δεν είναι μοναδικό φαινόμενο στον αρχαίο κόσμο.[3] Μια θεωρία αναφέρει πως το όνομα Ιβηρία προήλθε από τη φυλή των Σασπείρων, που ταυτίζονται με τους Ίβηρες από τον Ηρόδοτο.[4][5] Οι Ίβηρες ονόμαζαν την χώρα τους Κάρτλι, ονομασία που προερχόταν από το όνομα ενός μυθικού ήρωα, του Κάρτλος, αδερφού του Γκάος, μυθικού γενάρχη των Αρμενίων, γιοι και οι δύο του εγγονού του Νώε, Τογκάρ.[6]

Ιστορία Επεξεργασία

Η ίδρυση του βασιλείου Επεξεργασία

Η περιοχή της Ιβηρίας του Καυκάσου κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή από διάφορες φυλές. Γύρω στον 6ο αι. π.Χ. ωστόσο, οι γεωργιανικές φυλές Μόσχοι και Τίβαλοι μετακινήθηκαν από τα νότια προς την κοιλάδα του ποταμού Κύρου και διαμόρφωσαν τον πυρήνα του βασιλείου της Ιβηρίας.[7] Πρωτεύουσά του από το 300 π.Χ. μέχρι και το 500 μ.Χ. υπήρξε η Μισκέτα[8], σημαντικό αστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της Τρανσκαυκασίας.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Μόσχοι και οι Τιβαρηνοί εντάχθηκαν στη 19η σατραπεία της Περσικής Αυτοκρατορίας.[9] Αντίθετα, η Κολχίδα παρέμεινε προτεκτοράτο. Κατά τη διάρκεια της περσικής κυριαρχίας, εισήλθαν στον ιβηρικό πολιτισμό πολλά περσικά στοιχεία. Η τοπική ελίτ κατοικούσε σε οχυρές πόλεις όπως την Uplistsikhe, το Urbnisi και το Kaspi· οι τάφοι των τοπικών αρχόντων ήταν γεμάτοι με όπλα και πολυτελή αντικείμενα.[10] Ο Ξενοφώντας, στην Κύρου Ανάβαση, αναφέρει ότι την περίοδο της επιστροφής των ελλήνων μισθοφόρων, οι Εσπερίτες (που μάλλον ταυτίζονται με τους Σασπέριους-Ίβηρες)[10]  βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία του Τιρίβαζου, Πέρση σατράπη της Αρμενίας.[11]

Το μεσαιωνικό γεωργιανικό χρονικό που είναι γνωστό ως τα Γεωργιανικά Χρονικά αναφέρει ότι ένας από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά τη διάρκεια της εκστρατείας κατέκτησε την Ιβηρία και κατέσφαξε την  τοπική ηγεσία. Ωστόσο, στα τέλη του 4ου αιώνα ηττήθηκε από τον πρίγκιπα Φαρνάβαζο, ο οποίος έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ιβηρίας (299 - 234 π.Χ.),[12] κατέκτησε μεγάλο μέρος της σημερινής Γεωργίας, συμπεριλαμβανομένης και της Κολχίδας. Το ενοποιημένο Ιβηρικό βασίλειο, που ενσωμάτωνε πολλά άλλα έθνη όπως οι Οσσέτιοι και οι Εβραίοι, κατέρρευσε κάτω από την αυξανόμενη δύναμη της Αρμενίας και του Πόντου.

Συνυπάρχοντας με τη Ρώμη και την Περσία Επεξεργασία

Η πρώτη ρωμαϊκή εισβολή στην Ιβηρία έλαβε χώρα το 65 π.Χ., όταν ο Πομπήιος με το τέλος του Τρίτου Μιθριδατικού Πολέμου εισέβαλε στην περιοχή, με σκοπό να εγκαταστήσει τη ρωμαϊκή εξουσία. Οι Ίβηρες είχαν πολεμήσει στο πλευρό του κύριου συμμάχου του Μιθριδάτη, Τιγράνη Β΄ του Μέγα της Αρμενίας.[13] και δεν άργησαν να παραδοθούν στους Ρωμαίους. Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, το 36 π.Χ., οι Ρωμαίοι υποχρέωσαν τον βασιλιά Φαρνάβαζο Β΄ να τους συνοδεύσει ως σύμμαχος εναντίον των Αλβανών του Καυκάσου. Σε αντίθεση με το έτερο γεωργιανικό βασίλειο της Κολχίδας που αποτέλεσε μια ρωμαϊκή επαρχία, η Ιβηρία αυτοβούλως αποδέχθηκε την ρωμαϊκή αυτοκρατορική προστασία και έγινε σύμμαχός της. Έπαιξε για τους Ρωμαίους τον ρόλο του φύλακα των περασμάτων του Καύκασου, ενώ παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει την εχθρικότητα των Πάρθιων και των Αρμένιων.

Η Ιβηρία συνέχισε να υφίσταται ως αυτόνομο βασίλειο-σύμμαχος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι που στα μέσα του 3ου αιώνα δέχθηκε επίθεση από τη Σασσανιδική Αυτοκρατορία· η περσική επιρροή αυξήθηκε και το βασίλειο συμμετείχε ως σύμμαχος των Περσών στους πόλεμούς τους εναντίον της Ρώμης μέχρι το 298. Η συνθήκη της Νισίβης του ίδιου έτους άλλαξε εκ νέου τις ισορροπίες και επανέφερε τους Ίβηρες στην σφαίρα επιρροής της αυτοκρατορίας και άνοιξε τον δρόμο για τον εκχριστιανισμό τους.[14]

Ο εκχριστιανισμός Επεξεργασία

Ο ίβηρας βασιλιάς Μιριανός Γ΄ υιοθέτησε το χριστιανισμό ως κρατική θρησκεία το 327 μ.Χ. και το βασίλειο συμμάχησε με τον Κωνσταντίνο τον Μέγα. Ο χριστιανισμός δημιούργησε στενά δεσμά μεταξύ της Ρωμαϊκής-Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Ιβηρίας και επηρέασε βαθύτατα την ιβηρική κουλτούρα και κοινωνία. Εν τούτοις, μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του αυτοκράτορα Ιουλιανού στην Περσία το 363, η αυτοκρατορία παραχώρησε τον έλεγχο της Ιβηρίας στην Περσία.

Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Βαχτάνγκ Γκοργκασάλι (447-522) υπήρξαν περίοδος ανασυγκρότησης της Ιβηρίας.[15]  Έθεσε υπό τον έλεγχό του τις ορεινές φυλές του Καυκάσου και τις παρακείμενες περιοχές της νότιας και δυτικής Γεωργίας, ίδρυσε το αυτοκέφαλο πατριαρχείο στη Μτσχέτα και έκανε την Τιφλίδα την πρωτεύουσά του. Από το 482 και μέχρι τον θάνατό του το 502, πολέμησε για την ανεξαρτησία του βασιλείου του εναντίον των Περσών χωρίς αποτέλεσμα. Από το 570 η Ιβηρία έπαψε να θεωρείται βασίλειο και ενσωματώθηκε, μαζί με την Αρμενία και την Αλβανία του Καυκάσου, στην παραμεθόριο της Περσικής Αυτοκρατορίας.[16] Λίγα χρόνια αργότερα, το Ιβηρικό βασίλειο αναγεννήθηκε με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Εκατό χρόνια αργότερα έπεσε στα χέρια του Χαλιφάτου της Βαγδάτης· έζησε μεγάλες καταστροφές κατά τη διάρκεια των αραβικών πολέμων με τους Χαζάρους και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Suny 1994: 4.
  2. Suny 1994: 3.
  3. Rayfield 2012:12.
  4. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 1.104.1.
  5. Rayfield 2012: 18.
  6. Rayfield 2012: 15.
  7. Suny 1994: 8
  8. Rayfield 2012: 12.
  9. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 3.94.2.
  10. 10,0 10,1 Rayfield 2012: 20.
  11. Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, 7.8.25.
  12. Rayfield 2012: 23.
  13. Rayfield 2012: 26.
  14. Rayfield 2012: 38.
  15. Rayfield 2012: 43.
  16. Rayfield 2012: 50.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Rayfield, Donald (2012), Edge of Empires, A History of Georgia, Reaktion books, Λονδίνο.
  • Suny, Ronald Grigor (1994), The Making of the Georgian Nation. 2η έκδοση. Indiana University Press, Ιντιάνα.