Μαυρίκιος (αυτοκράτορας)
Ο Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος Αύγουστος (λατινικά: Flavius Mauricius Tiberius Augustus, 539 - 27 Νοεμβρίου 602) ήταν αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και ηγεμόνευσε στον Βυζαντινό θρόνο από το 582 έως το 602. Θεωρείται ο πρώτος Βυζαντινός Αυτοκράτορας με πλήρη Ελληνική καταγωγή.[1][2]
Μαυρίκιος | |
---|---|
Αύγουστος | |
Αυτοκράτορας των Ρωμαίων | |
Περίοδος | 582 - 602 |
Προκάτοχος | Τιβέριος Β΄ |
Διάδοχος | Φωκάς |
Γέννηση | 539 Αραβισσός Καππαδοκίας |
Θάνατος | 27 Νοεμβρίου 602 Χαλκηδόνα |
Σύζυγος | Κωνσταντίνα (κόρη Τιβερίου Β΄) |
Πλήρες όνομα | |
Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος | |
Οίκος | Δυναστεία του Ιουστινιανού |
Πατέρας | Παύλος |
Θρησκεία | Χριστιανισμός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Πρώτα χρόνια
ΕπεξεργασίαΟ Μαυρίκιος γεννήθηκε στην Αραβισσό της Καππαδοκίας το έτος 539, από ντόπιους Έλληνες γονείς.[1][2] Ο πατέρας του ονομαζόταν Παύλος και ο ίδιος είχε τρία αδέλφια, τον Πέτρο κουροπαλάτη, τη Θεοκτίστη και τη Γορδία, σύζυγο του Φιλιππικού κόμη των Εξκουβιτόρων.[3]
Η εκστρατεία στην Κτησιφών
ΕπεξεργασίαΟ Μαυρίκιος διορίστηκε στα τέλη του 577 αρχιστράτηγος στην Διοίκηση Ανατολής, διαδέχθηκε τον στρατηγό Ιουστινιανό την εποχή που ξέσπασε ο Βυζαντινο-Σασανιδικός Πόλεμος 572-591 με την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Την ίδια εποχή πήρε τον τίτλο του Πατρίκιου, του ανώτατου τιτλούχου αξιωματούχου στην αυτοκρατορία που περιοριζόταν σε πολύ λίγους. Μετά από μια προσωρινή ειρήνη (578) οι Πέρσες ξεκίνησαν επιδρομές στην Μεσοποταμία, ο Μαυρίκιος προχώρησε σε εκστρατεία στον Τίγρη, κατέλαβε το φρούριο του Αφούμονα και λεηλάτησε τη Σίνγαρα. Ο κορυφαίος βασιλεύς των Σασσανιδών Χοσρόης Α΄ της Περσίας ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για ειρήνη (579) αλλά πέθανε πριν ολοκληρωθούν, ο διάδοχος του Ορμίσδας Δ΄ της Περσίας τις διέκοψε.[4] Οι Άραβες σύμμαχοι των Ρωμαίων Γασσανίδες νίκησαν κατόπιν (580) τους Άραβες συμμάχους των Σασσανιδών Λαχμίδες, αυτό επέτρεψε στους Ρωμαίους να συνεχίσουν τις επιθέσεις ανατολικότερα του Δούναβη. Την ίδια εποχή ο μελλοντικός Χοσρόης Β΄ της Περσίας διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής της Αρμενίας έπεισε τους περισσότερους Άραβες αποστάτες να επανέλθουν μαζί του και υπάκουσαν, μόνο οι Άραβες της Ιβηρίας παρέμειναν σύμμαχοι των Ρωμαίων.[5] Την επόμενη χρονιά ο Μαυρίκιος με τον σύμμαχο του Αλαμούνδαρο Γ΄ των Λαχμιδών προχώρησαν σε κοινή εκστρατεία με στόχο να κατακτήσουν την πρωτεύουσα των Σασσανιδών Κτησιφών. Οι δυνάμεις τους υπό την συνοδεία ενός στόλου πλοίων διέσχισαν τον Ευφράτη, έφτασαν στην Ασοριστάν στο κέντρο της Μεσοποταμίας κοντά στην Κτησιφών, εκεί βρήκαν ωστόσο την γέφυρα κατεστραμμένη από τους Πέρσες.[6] Ο Σασσανίδης στρατηγός Αδααρμάνης σε απάντηση προχώρησε σε επιχείρηση στην βόρεια Μεσοποταμία με στόχο να διακόψει τον ανεφοδιασμό των Ρωμαίων.[7] Ο Αδααρμάνης λεηλάτησε την Οσροηνή και κατέλαβε με επιτυχία την πρωτεύουσα της Έδεσσα Μεσοποταμίας, στην συνέχεια βάδισε προς το Καλλίνικον του Ευφράτη με στόχο να αναγκάσει τον Μαυρίκιο να δραπετεύσει από την Κτησιφών. Ο Ρωμαϊκός στρατός εξαντλημένος δραπέτευσε με τους συμμάχους του, ο Μαυρίκιος και ο Αλαμούνδαρος κατηγόρησαν ο ένας τον άλλον για την αποτυχία. Οι δύο άνδρες συμμάχησαν ξανά ωστόσο και νίκησαν τον Αδααρμάνη στο Καλλίνικον.[8]
Οι κατηγορίες ανάμεσα στον Μαυρίκιο και τον Αλαμούνδαρο δεν σταμάτησαν εκεί, ο τελευταίος κατηγορήθηκε στην εκστρατεία για προδοσία και ισχυρίστηκε ότι αποκάλυψε το σχέδιο του στους Πέρσες με αποτέλεσμα να καταστρέψουν την γέφυρα του Ευφράτη. Ο χρονικογράφος Ιωάννης της Εφέσου θεωρεί την κατηγορία αυτή ψέμα αφού οι Πέρσες διοικητές γνώριζαν τις προθέσεις των Βυζαντινών από πριν.[9][10] Ο αυτοκράτορας Τιβέριος Β΄ έστειλε επιστολή με την οποία προσπάθησε να τους συμφιλιώσει αλλά ο Μαυρίκιος πήγε ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη και έπεισε τον αυτοκράτορα για την ενοχή του Αλαμούνδαρου.[11] Η κατηγορία της προδοσίας απορρίπτεται ωστόσο από τους ιστορικούς, ο Ίρφαν Σαχίντ σημειώνει ότι αιτία ήταν το προσωπικό μίσος του Μαυρίκιου προς τον πετυχημένο πρώην σύμμαχο του Άραβα ηγεμόνα. Οι Βυζαντινοί συνήθιζαν εκείνη την εποχή να έχουν "έντονες υποψίες" απέναντι σε όλους τους Άραβες, ειδικά τον Αλαμούνδαρο που ήταν Μονοφυσίτης.[12] Ο Αλαμούνδαρος συνελήφθη την επόμενη χρονιά με την κατηγορία της προδοσίας, με τον τρόπο αυτό πυροδότησε τον πόλεμο ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Γασσανίδες, επέφερε την λήξη της κυριαρχίας των Γασσανιδών.[13]
Άνοδος στον θρόνο
ΕπεξεργασίαΤον Ιούνιο του 582 ο Μαυρίκιος προχώρησε σε αποφασιστική νίκη εναντίον του Αδααρμάνη κοντά στην Αντιόχεια την Αραβική. Ο Αδααρμάνης πρόλαβε την τελευταία στιγμή να δραπετεύσει από το πεδίο της μάχης ενώ ο υποστράτηγος του βρήκε τον θάνατο.[14][15] Την ίδια χρονιά (582) ο αυτοκράτορας Τιβέριος χτυπήθηκε από ασθένεια που θα τον οδηγήσει σε λίγο στον θάνατο, αποφάσισε να ορίσει τους κληρονόμους του. Ο Μαυρίκιος αρραβωνιάστηκε την Κωνσταντίνα και ο ανεψιός του κορυφαίου αυτοκράτορα Ιουστινιανού Καίσαρας Γερμανός παντρεύτηκε την Χαρίτο. Το σχέδιο του Τιβέριου φαίνεται ότι ήταν να διανείμει την αυτοκρατορία στα δύο με τον Μαυρίκιο να κυβερνάει το ανατολικό τμήμα και τον Γερμανό το δυτικό.[16] Ο Ιωάννης Νικίου έγραψε ότι ο εκλεκτός διάδοχος του Τιβέριου ήταν αρχικά ο Γερμανός αλλά εκείνος το αρνήθηκε λόγω ταπεινοφροσύνης.[17] Ο Τιβέριος Β΄ βρισκόταν στο νεκροκρέβατο του (5 Αυγούστου 582) και όλοι οι αξιωματούχοι σίγουροι για τον θάνατο του περίμεναν να ορίσει τον διάδοχο, διάλεξε τον Μαυρίκιο, τον υιοθέτησε και τον όρισε Καίσαρα. Ο Μαυρίκιος στέφτηκε αυτοκράτορας αμέσως μετά (13 Αυγούστου 582).[18][19] Ο Τιβέριος Β΄ προετοίμασε ομιλία για την διαδοχή αλλά δεν το έκανε λόγω λεκτικής αδυναμίας, την ανάγνωσε ο ανώτερος δικαστικός διοικητής, η ομιλία όρισε διάδοχο τον Μαυρίκιο. Ο Τιβέριος Β΄ πέθανε (14 Αυγούστου 582) με τελευταία λόγια στον διάδοχο του "ας σου παραδοθεί η κυριαρχία μου σε αυτό το κορίτσι, να έχεις πάντα στο μυαλό σου να τηρείς την ισότητα και την δικαιοσύνη". Ο Μαυρίκιος έμεινε μοναδικός αυτοκράτορας και παντρεύτηκε την Κωνσταντίνα το φθινόπωρο του 582.[20] Λίγο μετά την άνοδο του στον θρόνο το πλεονέκτημα που είχε με τους Πέρσες χάθηκε αφού ο διάδοχος του στρατηγός Ιωάννης Μυστάκων έχασε στο Καρδάριγαν από τον Σασσανίδη στρατηγό Νύμφιο.[21] Η κατάσταση ήταν απελπιστική, η χρεωκοπημένη αυτοκρατορία βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο με τους Πέρσες, απέδιδε στους Άβαρους 80.000 χρυσά Σόλιδος ετησίως και οι Σλάβοι λεηλατούσαν όλα τα Βαλκάνια.[22]
H Αιώνια ειρήνη με τους Πέρσες
ΕπεξεργασίαΟ Μαυρίκιος, ικανός ηγέτης και διπλωμάτης, γρήγορα αντελήφθη την ανάγκη για ειρήνη με τους Πέρσες ύστερα από σχεδόν δύο δεκαετίες εξαντλητικού πολέμου στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των Σασσανιδών της Περσίας, τα στρατεύματα του τους νίκησαν στην "μάχη του Σολάχωνος" νότια της Δάρας (586). Μια ανταρσία των απλήρωτων Ρωμαϊκών στρατευμάτων απέναντι στον νέο διοικητή Πρίσκο έδωσε την ευκαιρία στους Πέρσες να ξεκινήσουν την αντεπίθεση (588), ηττήθηκαν ωστόσο από τους ίδιους τους στασιαστές.[23] Την ίδια χρονιά οι Ρωμαίοι πέτυχαν στην Μαρτυρόπολις σημαντική νίκη απέναντι στους Πέρσες. Ο Σασσανίδης διοικητής Μαρούζας σκοτώθηκε, πολλοί Πέρσες διοικητές μαζί με 3.000 άνδρες αιχμαλωτίστηκαν. Οι Ρωμαίοι συνέλεξαν πολλά λάφυρα και άρματα μάχης των Περσών, τα έστειλαν μαζί με το κεφάλι του Μαρούζα στον Μαυρίκιο που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ορμίσδας Δ΄ ανατράπηκε από δύο Πάρθους αδελφούς (590), τον αντικατέστησε στον θρόνο ο γιος του Χοσρόης Β΄. Ο επιφανής Πέρσης στρατηγός Μπαχράμ Τσουμπίν που είχε επαναστατήσει παλιότερα και εναντίον του Ορμίσδα Δ΄ ανέτρεψε τον Χοσρόη Β΄ και σφετερίστηκε τον θρόνο. Ο Χοσρόης Β΄ και οι δύο Πάρθοι που τον ανέβασαν στον θρόνο κατέφυγαν για βοήθεια στην αυλή του Μαυρίκιου στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μαυρίκιος το δέχτηκε παρά το γεγονός ότι η Ρωμαική Γερουσία το αρνήθηκε, έστειλε τον Χοσρόη Β΄ με έναν βοηθητικό στρατό 35.000 ανδρών για να ανακτήσει τον θρόνο, νίκησε τις δυνάμεις του Μπαχράμ Τσουμπίν κοντά στην Γάζακα. Η νίκη ήταν αποφασιστική με αποτέλεσμα ο Χοσρόης Β΄ να ανατρέψει τον σφετεριστή και να ανακτήσει τον θρόνο.[24][25]
Ο Χοσρόης Β΄ υιοθετήθηκε κατόπιν από τον Μαυρίκιο σε μια τελετή χριστιανικού τύπου, η συμμαχία μεταξύ τους επιβεβαιώθηκε μόνιμα.[26] Οι Βυζαντινοί επίσκοποι προσπάθησαν να προσηλυτίσουν και τον ίδιο τον Χοσρόη Β΄ στον χριστιανισμό αλλά απέτυχαν σε όλες τις προσπάθειες.[27] Ο Χοσρόης Β΄ έδωσε ως ανταμοιβή στον Μαυρίκιο την δυτική Αρμενία από την Λίμνη Βαν μέχρι την Λίμνη Σεβάν με μεγάλες πόλεις όπως η Μαρτυρόπολις, η Τιγρανόκερτα, η Μαλαζγκίρτ, η Ανί και η Γερεβάν. Τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έφτασαν στην μέγιστη επέκταση της περισσότερο όσο ποτέ, η "αιώνια ειρήνη" απήλλαξε τους Ρωμαίους επίσης από φόρους εκατομμυρίων Σόλιδος.[28] Επί των ημερών του, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Ιωάννης Δ΄, ο επονομαζόμενος Νηστευτής. Αυτός για πρώτη φορά στην ιστορία θα υιοθετήσει τον τίτλο «Οικουμενικός», γεγονός που θα πυροδοτήσει το μένος του Πάπα Γρηγορίου Α΄ του Μεγάλου. Ο Ιωάννης Δ΄ όμως, υποστηριζόμενος από τον Αυτοκράτορα, δεν υποχωρούσε μπροστά στις αντιδράσεις του Πάπα, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να προχωρήσει ένα σημαντικό βήμα προς το Σχίσμα, που έμελλε να οριστικοποιηθεί το 1054.
Βαλκανικοί πόλεμοι και συντριβή των Αβάρων
ΕπεξεργασίαΟι Άβαροι έφτασαν στην Πεδιάδα της Παννονίας (568) και ξεκίνησαν εκστρατεία στην Βυζαντινή πρωτεύουσα των Βαλκανίων Σίρμιο αλλά αποκρούστηκαν, τότε έστειλαν 10.000 Κουτρίγουρους Ούννους να λεηλατήσουν το Θέμα Δαλματίας. Την επίθεση αυτή ακολούθησε συμβιβασμός με τον οποίο θα πλήρωναν οι Βυζαντινοί 80.000 Σόλιδος τον χρόνο ως φόρο, σε αντάλλαγμα οι Άβαροι δεν θα τους ενοχλούσαν με τις επιδρομές του. Ο Τιβέριος Β΄ ωστόσο σταμάτησε να πληρώνει τον φόρο στους Άβαρους επειδή τα αυτοκρατορικό ταμεία άδειασαν χάρη στα έξοδα για τις εκστρατείες του (579).[29] Οι Άβαροι απάντησαν με αντεπίθεση, το αποτέλεσμα ήταν η Πολιορκία του Σιρμίου (579-582) και η πτώση της πόλης (581).[30] Μετά την Άλωση του Σιρμίου οι Άβαροι ανέβασαν το ετήσιο χαράτσι από τα 80.000 στα 100.000 Σόλιδος.[31] Οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν με αποτέλεσμα να καταστρέψουν οι Άβαροι το Σίρμιο και κατόπιν όλα τα οχυρά κατά μήκος του Δούναβη.[32] Οι Σλάβοι με την σειρά τους ξεκίνησαν με προτροπή των Αβάρων να εποικίζουν ομαδικά από τις αρχές της δεκαετίας του 580 τα Βαλκάνια και την ηπειρωτική Ελλάδα.[33][34] Οι Σλάβοι έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο απείλησαν ακόμα και την ίδια την Κωνσταντινούπολη (584), οι Άβαροι με την σειρά τους πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη (586).[35] Μετά την νίκη του στα ανατολικά και την σύναψη ειρήνης με τους Πέρσες ο Μαυρίκιος αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα Βαλκάνια, στην αντιμετώπιση των Αβάρων και των Σλάβων (591). Την άνοιξη του 593 ο Μαυρίκιος διόρισε ξανά τον ικανότατο Πρίσκο γενικό διοικητή του στρατού εναντίον των Σλάβων στην Θράκη, βάδισε στην Σιλίστρα και τους αντιμετώπισε με επιτυχία, οι δυο αρχηγοί τους εξοντώθηκαν. Ο Πρίσκος συγκρούστηκε ταυτόχρονα με τους άντρες του σχετικά με το θέμα της διανομής των λαφύρων, οι στρατιώτες τελικά υποτάχτηκαν και δέχτηκαν να αποσταλούν τα λάφυρα στην βασιλική αυλή της Κωνσταντινούπολης.[36][37] Ο Μαυρίκιος διέταξε τον στρατό του να περάσει τον χειμώνα στην βόρεια όχθη του Δούναβη, ο Πρίσκος αγνόησε ωστόσο τις αυτοκρατορικές εντολές και οδήγησε τον στρατό στα νότια του ποταμού.[38]
Το φθινόπωρο του 593 ο Πρίσκος αντικαταστάθηκε στην ηγεσία του στρατού από τον αδελφό του Πέτρο. Μετά την βαριά ήττα του Πέτρου από τους Σλάβους ο Πρίσκος επανήλθε στην διοίκηση του στρατού της Θράκης (594), παρέμεινε σε αυτήν πολλά χρόνια. Την εποχή που διέσχιζε τον Δούναβη (595) έμαθε ότι οι Άβαροι κατέλαβαν την Σιγγηδόνα, μετά από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τον Χαγάνο έστειλε τον ταξιάρχη Γκοντουίν να την ανακαταλάβει. Οι Άβαροι οι οποίοι είχαν ισοπεδώσει τα τείχη της πόλης όταν έφτασε ο Βυζαντινός στρατός την εγκατέλειψαν.[39] Οι Άβαροι επιτέθηκαν κατόπιν στην Δαλματία, ο Γκοντουίν απεστάλη να τους αντιμετωπίσει με 2.000 άνδρες, τους έστησε ενέδρα την ώρα που κουβαλούσαν τα λάφυρα, τους τα πήρε και τα έστειλε στον Πρίσκο. Ο Χαγάνος των Αβάρων μετά τις ήττες από τους Βυζαντινούς στράφηκε προς τα δυτικά τους Βαυαρούς και τους Φράγκους, τα Βυζαντινά εδάφη παρέμειναν μέχρι το καλοκαίρι του 597 ανενόχλητα. Ο Πρίσκος με τον στρατό παρέμειναν ωστόσο το διάστημα αυτό σε αγρυπνία και στρατοπέδευσαν κατά μήκος του Δούναβη.[40] Μετά από μια νέα αποτυχημένη επίθεση των Αβάρων στην Κωνσταντινούπολη όπου τους θέρισε η πανούκλα οι Βυζαντινοί αναδιοργάνωσαν τον στρατό τους και ξεκίνησαν νέα εκστρατεία εναντίον των Αβάρων υπό την ηγεσία του Πρίσκου (599). Ο στρατός πέρασε τον Δούναβη, ακολούθησαν οι τρεις διαδοχικές Μάχες του Βιμινάκιου με τις οποίες μέσα σε 10 μέρες ο στρατός του Πρίσκου συνέτριψε τους Άβαρους. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης καταγράφει τον αριθμό των νεκρών βαρβάρων στους 20.000, ανάμεσα τους και μερικοί γιοι του ίδιου του Χαγάνου. Οι Άβαροι υποχώρησαν κατόπιν στην έδρα τους Παννονία όπου ηττήθηκαν ξανά από τους Ρωμαίους κοντά στον ποταμό Τίσα σε τέταρτη μάχη. Ο Πρίσκος επιτέθηκε κατόπιν σε τρεις οικισμούς των Γέπιδων, σύμφωνα με τον Σιμοκάττα 30.000 σκοτώθηκαν και πολλοί αιχμαλωτίστηκαν. Η τελική μάχη δόθηκε σε 19 μέρες πάλι στις όχθες του Τίσα με οριστική συντριβή των Αβάρων και των συμμάχων τους Σλάβων, σύμφωνα με τον Σιμοκκάτα αιχμαλωτίστηκαν 3.000 Άβαροι, 8.000 Σλάβοι και 6.200 άλλοι βάρβαροι που πουλήθηκαν ως δούλοι.
Ιταλική πολιτική
ΕπεξεργασίαΣτην δύση ο Μαυρίκιος οργάνωσε τις Βυζαντινές επαρχίες της Ιταλίας στο Εξαρχάτο της Ραβέννας. Το διοικητικό σύστημα των Ρωμαίων είχε προβλέψει να υπάρχει διάκριση εξουσίας ανάμεσα στον πολιτικό τομέα που διοικούσε ο Έπαρχος του Πραιτωρίου και στον στρατιωτικό τομέα που διοικούσε ο Μάγιστρος του Στρατού με στόχο να αποφύγουν τις υπερεξουσίες. Το Εξαρχάτο της Ραβένας κατόρθωσε να επιβραδύνει την επέλαση των Λομβαρδών στην Ιταλία. Ο Μαυρίκιος διοργάνωσε επίσης το Εξαρχάτο της Αφρικής στην Βυζαντινή Βόρεια Αφρική με το ίδιο διοικητικό σύστημα (591).[41] Ο ασθενής Μαυρίκιος έγραψε την διαθήκη του (597) στην οποία είχε περιγράψει αναλυτικά την διοίκηση της αυτοκρατορίας ανάμεσα στους γιους του. Ο μεγαλύτερος γιος του Θεοδόσιος θα διοικούσε τις ανατολικές επαρχίες από την Κωνσταντινούπολη και ο δεύτερος γιος του Τιβέριος τις δυτικές επαρχίες από την Ρώμη. Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι είχε στόχο να κυβερνήσουν και οι μικρότεροι γιοι του από την Αλεξάνδρεια, την Καρχηδόνα και την Αντιόχεια σύμφωνα με την Τετραρχία του Διοκλητιανού τις οποίες επανίδρυσε ο Ιουστινιανός Α´. Ο βίαιος θάνατος ωστόσο του ίδιου και των γιων του από τον επόμενο αυτοκράτορα Φωκά εμπόδισε τα σχέδια του να πραγματοποιηθούν.[42] Στα θρησκευτικά θέματα ο Μαυρίκιος στάθηκε ανεχτικός απέναντι στον Μονοφυσιτισμό παρά το γεγονός ότι ήταν φανατικός οπαδός της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ ήρθε μαζί του σε σύγκρουση σχετικά με το θέμα της υπεράσπισης της Ρώμης από τους Λομβαρδούς.[43][44] Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα Μαυρίκιου να εδραιώσει την αυτοκρατορία πέτυχαν ιδιαίτερα μετά την ειρήνη που έκλεισε με τον βασιλιά της Περσίας Χοσρόη Β΄.
Ανατροπή και δολοφονία
ΕπεξεργασίαΤα έξοδα των εκστρατειών έφεραν μεγάλα οικονομικά προβλήματα στον Μαυρίκιο, σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να εξοικονομήσει χρήματα από το δημόσιο ταμείο καθώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα λόγω του μακρόχρονου πολέμου. Έτσι έλαβε σειρά αντιλαϊκών μέτρων, όπως η μείωση του μισθού των στρατιωτών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός κατά το οποίο αρνήθηκε την εξαγορά με λύτρα 12.000 αιχμαλώτων βυζαντινών στρατιωτών από τους Αβάρους, με αποτέλεσμα τη θανάτωσή τους. Το 602 διέταξε τα στρατεύματά του να παραμείνουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα στα φυλάκιά τους βόρεια του Δούναβη, προκειμένου να εξοικονομήσει τα έξοδα της επιστροφής τους στην Κωνσταντινούπολη. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει ανταρσία στις τάξεις του στρατεύματος με την ηγεσία ενός χαμηλόβαθμου αξιωματικού (εκατόνταρχου) ονόματι Φωκά. Ο Φωκάς βάδισε κατά της πρωτεύουσας, όπου κατάφερε να συλλάβει τον Μαυρίκιο και τα άρρενα τέκνα του και να τους θανατώσει. Ο Μαυρίκιος είναι επίσης γνωστός για τη συγγραφή ενός εξαιρετικού εγχειριδίου στρατιωτικής τακτικής, του Στρατηγικού, που αποτέλεσε τη βάση της βυζαντινής στρατιωτικής μηχανής μέχρι και τον 11ο αιώνα.
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΝυμφεύτηκε την Κωνσταντίνα, κόρη του Τιβερίου Β΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και είχε τέκνα:
Αναφορές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Stark, Freya (2012). Rome on the Euphrates: The Story of a Frontier. Tauris Parke Paperbacks. σελ. 390. ISBN 978-1-84885-314-0.
Byzantium reverted to Greek (Maurice, born in Cappadocia, was its first Greek emperor); and trade and diplomacy were honored from the very founding of the Imperial city as never in Rome before.
- ↑ 2,0 2,1 Corradini, Richard (2006). Texts and identities in the early Middle Ages. Verl. der Österr. Akad. der Wiss. σελ. 57. ISBN 978-3-7001-3747-4.
Emperor Maurice who is said to be the first emperor "from the race of the Greeks," ex Graecorum genere.
- ↑ Martindale, Jones & Morris (1992), p. 855
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σσ. 160–162
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σσ. 162–163
- ↑ Shahîd 1995, σσ. 413–419; Greatrex & Lieu 2002, σσ. 163–165
- ↑ Shahîd 1995, σ. 414
- ↑ Shahîd 1995, σ. 416; Greatrex & Lieu 2002, σ. 165
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σ. 164
- ↑ Shahîd 1995, σσ. 439–443
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σ. 164
- ↑ Shahîd 1995, σσ. 444–455
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σσ. 163–166
- ↑ Martindale, Jones & Morris 1992, σσ. 859, 1215
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σ. 166
- ↑ Treadgold 1997, σ. 226
- ↑ https://web.archive.org/web/20110109164225/http://tertullian.org/fathers/nikiu2_chronicle.htm
- ↑ https://archive.org/details/chronicon-p/page/139/mode/1up
- ↑ Martindale, Jones & Morris 1992, σσ. 859–860
- ↑ https://web.archive.org/web/20170730071222/http://www.roman-emperors.org/sophia.htm
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σσ. 166–167
- ↑ Petersen 2013, σ. 379
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σ. 170
- ↑ Ostrogorsky 1956, σ. 73
- ↑ Norwich 1988, σσ. 273–274
- ↑ Payne 2015, σ. 164
- ↑ Payne 2015, σ. 164
- ↑ Norwich 1988, σ. 273
- ↑ Mitchell 2007, σ. 405
- ↑ Petersen 2013, σσ. 378–379
- ↑ Mitchell 2007, σ. 406
- ↑ Petersen 2013, σ. 379
- ↑ Ostrogorsky 1956, σσ. 74–75
- ↑ Petersen 2013, σσ. 378–379
- ↑ Norwich 1988, σ. 274
- ↑ Martindale 1992, σ. 1054
- ↑ Whitby & Whitby 1986, σσ. 167–173; Curta 2001, σσ. 100–102
- ↑ Curta 2001, σ. 103; Whitby & Whitby 1986, σ. 173
- ↑ Martindale 1992, σσ. 1054–1055; Whitby & Whitby 1986, σσ. 186–188, 193–194
- ↑ Martindale 1992, σ. 1055; Whitby & Whitby 1986, σσ. 194–196
- ↑ Ostrogorsky 1956, σ. 74
- ↑ Ostrogorsky 1956, σ. 74
- ↑ Fortescuen, Adrian (1911). "Maurice" . In Herbermann, Charles (ed.). Catholic Encyclopedia. Τομ. 10. New York: Robert Appleton Company
- ↑ Ostrogorsky 1956, σ. 76
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Αναστάσιος Κ. Σινάκος, Η επίδραση των λοιμών και των φυσικών καταστροφών του τέλους του 6ου και των αρχών του 7ου αιώνα στη διαμόρφωση της πολιτικής του αυτοκράτορα Μαυρικίου, Εώα και Εσπερία, τόμ. 6 (2004-2006), σελ. 97-119
- Alcock, Anthony (2018). "Maurice the Emperor: A Short Syriac Text". Academia.edu.
- Baum, Wilhelm (2004). Christian, queen, myth of love, a woman of late antiquity, historical reality and literary effect. Gorgias Press LLC.
- Brock, Sebastian P. (1976). "Syriac Sources for Seventh-Century History". Byzantine and Modern Greek Studies. 2 (1): 17–36.
- Bury, J.B. (1889). A History of the Later Roman Empire from Arcadius to Irene, 395 A.D. to 800 A.D. Τομ. 2, MacMillan & Co.
- Corradini, Richard (2006). Texts and identities in the early Middle Ages. Wien: Verl. der Österr. Akad. der Wiss.
- Davis, Leo Donald (1990). The first seven ecumenical councils (325–787): their history and theology. Liturgical Press.
- Greatrex, Geoffrey; Lieu, Samuel N. C. (2002). The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars (Part II, 363–630 AD). New York, London: Routledge (Taylor & Francis).
- Howard-Johnston, James (2021). The Last Great War of Antiquity. Oxford: Oxford University Press.
- Jenkins, Romilly James Heald (1987). Byzantium: The Imperial Centuries, AD 610-1071. University of Toronto Press.
- Kazhdan, Alexander, ed. (1991). "Maurice". Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford: Oxford University Press. σ. 1318.
- Martindale, J.R.; Jones, A.H.M.; Morris, J., eds. (1992). The Prosopography of the Later Roman Empire, Volume III: A.D. 527–641. Cambridge University Press.
- Mitchell, Stephen (2007). A History of the Later Roman Empire. Oxford: Blackwell Publishing.
- Norwich, John (1988). Byzantium: The Early Centuries. London: Viking.
- Ostrogorsky, George (1956). History of The Byzantine State. New Brunswick: Rutgers University Press.
- Paul the Deacon (2011). Peters, Edward (ed.). History of the Lombards. University of Pennsylvania Press.
- Payne, Richard E. (2015). A State of Mixture: Christians, Zoroastrians, and Iranian Political Culture in Late Antiquity. Univ of California Press.
- Petersen, Leif Inge Ree (2013). Siege Warfare and Military Organization in the Successor States (400–800 AD) Byzantium, the West and Islam. Leiden: Brill.
- Pohl, Walter (2002). The Avars: a Steppe People in Central Europe, 567–822 AD (in German). Munich: Beck.
- Previté-Orton, Charles William (1952). The shorter Cambridge medieval history. Cambridge: University Press.
- Rösch, Gerhard (1978). Onoma Basileias: Studien zum offiziellen Gebrauch der Kaisertitel in spätantiker und frühbyzantinischer Zeit. Byzantina et Neograeca Vindobonensia (in German). Verlag der österreichischen Akademie der Wissenschaften.
- Rosser, John H. (2011). Historical Dictionary of Byzantium. Boston: Scarecrow Press.
- Shahîd, Irfan (1995). Byzantium and the Arabs in the Sixth Century, Volume 1. Washington, District of Columbia: Dumbarton Oaks.
- Stark, Freya (2012). Rome on the Euphrates: The Story of a Frontier. London: Tauris Parke Paperbacks.
- Treadgold, Warren T. (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, CA: Stanford University Press.
- Walford, Edward, transl. (1846) The Ecclesiastical History of Evagrius: A History of the Church from AD 431 to AD 594, Reprinted 2008. Evolution Publishing, Merchantville, NJ
- Whitby, Michael (1988). The Emperor Maurice and his Historian – Theophylact Simocatta on Persian and Balkan Warfare. Oxford: Oxford University Press.
- Wortley, J. (1980). "The legend of the Emperor Maurice". Actes du XVe Congrès International d'Etudes byzantines, Athènes, 1976. Τομ. 4. Athens. σσ. 382–391.
Προηγούμενος Τιβέριος Β΄ |
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου συναυτοκράτορας: Τιβέριος Β΄ (582) 582-602 |
Επόμενος Φωκάς |