Οροσειρά του Λιβάνου
Συντεταγμένες: 34°18′N 36°07′E / 34.300°N 36.117°E
Το όρος Λίβανος ή οροσειρά του Λιβάνου (αραβικά: جبل لبنان; Jabal Lubnān, συριακά: ܛܘܪ ܠܒܢܢ; ṭūr lébnon) είναι οροσειρά στο Λίβανο. Έχει μέσο ύψος 2.200 μέτρα και η ψηλότερη κορυφή είναι το Κουρνάτ ας Σαουντά, το οποίο με ύψος 3.088 μέτρα είναι το ψηλότερο σημείο του Λιβάνου και του Λεβάντε.[1] Πάνω στην οροσειρά βρίσκεται το τελευταίο αναπομείναν δάσος κέδρων του Λιβάνου, το δάσος των Κέδρων του Θεού, το οποίο έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Γεωγραφία
ΕπεξεργασίαΗ οροσειρά του Λιβάνου εκτείνεται κατά μήκος ολόκληρης της χώρας για περίπου 170 χιλιόμετρα, παράλληλα στις ακτές της Μεσογείου. Η ψηλότερη κορυφή είναι το Κουρνάτ ας Σαουντά, με ύψος 3.088 μέτρα. Η οροσειρά λαμβάνει αρκετές κατακρημνίσεις, συμπεριλαμβανομένου χιονιού, το οποίο έχει κατά μέσο όρος βάθος 4 μέτρα.[2]
Το όνομα Λίβανος προέρχεται από τη σιμιτική ρίζα lbn, που σημαίνει «λευκός», πιθανότατα αναφερόμενο στα χιονοσκεπή βουνά.[3]
Ο Λίβανος χαρακτηρίζεται ιστορικά από αυτά τα βουνά, τα οποία προσέφεραν προστασία στους ντόπιους πληθυσμούς. Στο βουνό φύονται δρυς και πεύκα, καθώς και οι διάσημοι κέδροι του Λιβάνου. Οι Φοίνικες χρησιμοποιούσαν στα δάση του Λιβάνου για να φτιάξουν το στόλο τους και να εμπορεύονται με τους γείτονές τους. Οι Φοίνικες και μετέπειτα κυρίαρχοι ξαναφύτευαν την οροσειρά και έτσι ακόμη και τον 16ο αιώνα, η έκταση των δασών ήταν σημαντική.[4]
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΤο όρος Λίβανος αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη αρκετές φορές. Ο βασιλιάς Χιράμ Α΄ της Τύρου έστειλε μηχανικούς με ξύλο κέδρου το οποίο ήταν άφθονο στο όρος Λίβανος, να φτιάξουν τον Εβραϊκό Ναό της Ιερουσαλήμ. Οι Φοίνικες χρησιμοποιούσαν τους κέδρους για να κατασκευάσουν πλοία τα οποία έπλεαν στη Μεσόγειο, και έτσι έγιναν οι πρώτοι που ίδρυσαν χωριά στο όρος Λίβανος και ζούσαν από την υλοτομία και τη μεταφορά του ξύλου στην ακτή.[4]
Μετά τον 5ο αιώνα, Χριστιανοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούσαν έναν ερημίτη ο οποίος ονομαζόταν Μάρων έφτασαν από την κοιλάδα του Ορόντη στη βόρεια Συρία και άρχισαν να μεταδίδουν τη θρησκεία τους στους κατοίκους των βορειότερων τμημάτων της οροσειράς. Στο τέλος του 8ου αιώνα, μια ομάδα η οποία ονομαζόταν Μαρδαΐτες εγκαταστάθηκαν στο βόρειο Λίβανο ύστερα από εντολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, ώστε να κάνουν επιδρομές στις ισλαμικές περιοχές της Συρίας. Συγχωνεύθηκαν με τους ντόπιους πληθυσμούς, αρνούμενοι να φύγουν μετά από συνθήκη που υπέγραψε ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας και ο Χαλίφης της Δαμασκού, και έτσι έγινε τμήμα της κοινότητας των Μαρωνιτών. Το 1291, μετά την πτώση της Άκρα, το τελευταίο σταυροφορικό φυλάκιο στο Λεβάντε, οι Ευρωπαίοι που κατάφεραν να ξεφύγουν από τους Μαμελούκους εγκαταστάθηκαν στο βόρειο Λίβανο και έγιναν τμήμα της κοινότητας των Μαρωνιτών.
Τον 9ο αιώνα, φυλές από την περιοχή Τζαμπάλ ελ Σουμάκ βόρεια του Χαλέπι στη Συρία άρχισαν να εγκαθίστανται στο νότιο μισό της οροσειράς. Αυτές οι φυλές ήταν γνωστές ως Τανουκχιγιούν και τον 11ο αιώνα έγιναν Δρούζοι και κυριαρχούσαν στις περιοχές της οροσειράς από το Μετν στο βορρά μέχρι το Τζεζίν στο νότο. Όλη αυτή η περιοχή έγινε γνωστή ως Τζαμπάλ αντ-Ντουρούζ. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο εμίρης Φαχρ-αλ-Ντιν Β΄ ανέβηκε στο θρόνο των Δρούζων, στη περιοχή γνωστή ως Τσουφ, και προσπάθησε να ενώσει Μαρωνίτες και Δρούζους.[4]
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και τον 19ο αιώνα, όλο και περισσότεροι Μαρωνίτες εγκαταστάθηκαν στις περιοχές των Δρούζων στο βουνό. Οι Δρούζοι θεωρούσαν τους οικισμούς των Μαρωνιτών επικίνδυνους για την εξουσία τους στο Λίβανο και με μια σειρά συγκρούσρων τη δεκαετίου του 1840 και του 1860 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος οδήγησε στη σφαγή χιλιάδων Χριστιανών.[5] Οι Δρούζοι νίκησαν στρατιωτικά, αλλά όχι πολιτικά, επειδή οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις παρενεύησαν εκ μέρους των Μαρωνιτών και χώρισαν το βουνό στα δύο. Βλέποντας την εξουσία τους να φθίνει στο όρος Λίβανος, οι λίγοι Λιβανοί Δρούζοι άρχισαν να μεταναστεύουν στο νέο Τζαμπάλ αν-Ντουρούζ στη νότια Συρία. Το 1861, η αυτόνομη περιοχή «όρος Λίβανος» δημιουργήθηκε από τους Οθωμανούς, με διεθνή εγγύηση.[4]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Qurnat al-Sawdāʾ». Britannica Online Encyclopedia. Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2011.
- ↑ Jin and Krothe. Hydrogeology: Proceedings of the 30th International Geological Congress, page 170
- ↑ Room, Adrian (2006). Placenames of the World: Origins and Meanings of the Names for 6,600 Countries, Cities, Territories, Natural Features and Historic Sites (2nd έκδοση). McFarland. σελίδες 214–215. ISBN 978-0-7864-2248-7.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 An Occasion for War, Civil Conflict in Lebanon and Damascus in 1860, Leila Tarazi Fawaz. ISBN 0-520-20086-1
- ↑ United Nations Decade on Human Rights Education, 1995-2005
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Mount Lebanon στο Wikimedia Commons