Αγγλοαυστριακή Συμμαχία

Η Αγγλο-Αυστριακή Συμμαχία προσέδεσε το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και την Αψβουργική Μοναρχία, κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του Βρετανού πολιτικού Τόμας Πέλαμ Χολς, 1ου Δούκα του Νιούκασλ, ο οποίος θεώρησε μια συμμαχία με την Αυστρία κρίσιμη για να αποτρέψει την περαιτέρω επέκταση της Γαλλικής ισχύος.

Ο Δούκας του Μάρλμπορο χαιρετάει τον Ευγένιο της Σαβοΐας μετά τη νίκη τους στο Μπλενχάιμ το 1704, μια πολεμική σύγκρουση στην οποία οι Βρετανοί και οι Αυστριακοί πολέμησαν ως σύμμαχοι.

Η συμμαχία διήρκεσε από το 1731 έως το 1756 και αποτελούσε μέρος των λεγόμενων «μεγαλοπρεπών καντρίλιων», με τις οποίες οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης άλλαζαν συνεχώς τις συμμαχίες τους για να προσπαθήσουν να διατηρήσουν μία ισορροπία δυνάμεων. Η κατάρρευση της συμμαχίας κατά τη διάρκεια της Διπλωματικής Επανάστασης οδήγησε τελικά στον Επταετή Πόλεμο.

Υπόβαθρο Επεξεργασία

 
Ο Τόμας Πέλαμ Χολς, 1ος Δούκας του Νιούκασλ, ήταν ένας εξέχων αυστρόφιλος και ένας από τους αρχιτέκτονες της Αγγλο-Αυστριακής Συμμαχίας.

Το 1725 η Αυστρία υπέγραψε τη Συνθήκη της Βιέννης, προσφέροντας υλική υποστήριξη στους Ισπανούς που προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν το Γιβραλτάρ από τους Βρετανούς.[1] Η Βρετανία τότε συμμάχησε με τη Γαλλία, όμως η σχέση αυτή σιγά-σιγά ασθένησε και μέχρι το 1731, Γαλλία και Αγγλία θεωρούνταν και πάλι εχθροί.[2] Όταν, το 1727, οι Ισπανοί πολιόρκησαν το Γιβραλτάρ, κατά τη διάρκεια του Αγγλο-Ισπανικού Πολέμου, Βρετανοί διπλωμάτες έπεισαν τους Αυστριακούς να μην συνδράμουν τους Ισπανούς προσφέροντας τους μια σειρά από ανταλλάγματα. Η ταπεινωμένη Ισπανία αναγκάστηκε να διακόψει την πολιορκία και να συνάψει συνθήκη ειρήνης.[3]

Για κάποιο χρονικό διάστημα, μια σειρά Βρετανών πολιτικών υποστήριζαν μια συμμαχία με την Αυστρία, καθώς η τελευταία θεωρούνταν η μόνη χώρα με χερσαίες δυνάμεις που θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν με τους Γάλλους στην Ευρώπη. Οι αυστρόφιλοι ενθαρρύνθηκαν όταν ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Αυστρίας, Τσαρλς Τάουνσεντ, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το αξίωμά του το 1730. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για μια σημαντική προσέγγιση μεταξύ Λονδίνου και Βιέννης και έδωσε στον Τόμας Πέλαμ Χολς, 1ο Δούκα του Νιούκασλ, μεγαλύτερο έλεγχο στη βρετανική εξωτερική πολιτική. Ο Τόμας Πέλαμ Χολς ήταν ιδιαίτερα πεπεισμένος ότι μια συμμαχία με την Αυστρία ήταν απαραίτητη.

Συμμαχία Επεξεργασία

Περαιτέρω πληροφορίες: Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής
 
Η Ευρώπη κατά τα χρόνια μετά τη Συνθήκη του Αΐξ-λα-Σαπέλ (1748).

Το 1727 οι Αυστριακοί συμφώνησαν να αναστείλουν την λειτουργία της Εταιρείας της Οστένδης, της οποίας το εξωτερικό εμπόριο προκαλούσε ένταση με τους Βρετανούς. Αυτό έθεσε τις βάσεις για τη Συνθήκη της Βιέννης (1731), η οποία καθιέρωσε μια επίσημη συμμαχία μεταξύ των δύο δυνάμεων. Υπογράφηκε στις 16 Μαρτίου του 1731 από τον Πρίγκιπα Ευγένιο της Σαβοΐας, τον Φίλιππος Λούντβιχ Βένζελ φον Σίνζεντορφ, τον Γκούντακερ Τόμας Στάρχμπεργκ και τον Βρετανό απεσταλμένο Φίλιπ Στάνχοπ, 4ο Κόμη του Τσέστερφιλντ. Ένα άμεσο αποτέλεσμα ήταν η πλήρης διάλυση της Εταιρείας της Οστάνδης, κάτι που χαροποίησε τη βρετανική κυβέρνηση. Η Βρετανία και η Αυστρία εγγυήθηκαν την αμοιβαία παύση της επιθετικότητας.[4]

Οι Βρετανοί παρείχαν υλική υποστήριξη στους Αυστριακούς στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής, αποστέλλοντας στρατεύματα και παρέχοντας μεγάλες οικονομικές επιδοτήσεις, που επέτρεψαν στη Μαρία Θηρεσία να εξασφαλίσει τον αυστριακό θρόνο, παρά τα όσα όριζε ο Σαλικός Νόμος. Γύρω στο 1745, η Αυστρία φαινόταν να βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο να διαμελιστεί από την Πρωσία και τη Γαλλία, αλλά η βρετανική εκστρατεία κατά των Γάλλων στη Φλάνδρα επέτρεψε στους Αυστριακούς να ανασυνταχθούν.

Οι Βρετανοί άσκησαν διπλωματική πίεση στον [Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας|Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας]], προκειμένου να τον πείσουν να συνομολογήσει ειρήνη στην Συνθήκη της Δρέσδης, ώστε η Αυστρία να μπορέσει να στρέψει πλήρως την προσοχή της εναντίον των Γάλλων.[5]

Η Αγγλο-Αυστριακή Συμμαχία κινδύνευσε να τερματιστεί σε διάφορες περιστάσεις. Οι Αυστριακοί πίστευαν ότι οι Βρετανοί δεν είχαν πράξει αρκετά για να αποτρέψουν τη Γαλλία από την κατάληψη των Βρυξελλών το 1746, γεγονός που οδήγησε σε περαιτέρω αύξηση των συγκρούσεων. Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Μπρέντα, που στόχο είχε τον τερματισμό του πολέμου και οδήγησε στην τελική διευθέτηση της Συνθήκη του Αΐξ-λα-Σαπέλ, οι Βρετανοί ενοχλήθηκαν από την καθυστερημένη πρόοδο των διαπραγματεύσεων εξαιτίας της κωλυσιεργίας της Αυστρίας. Απείλησαν μάλιστα να υπογράψουν τη συνθήκη μονομερώς εάν η Αυστρία δεν συμφωνούσε σε αυτήν εντός τριών εβδομάδων.[6] Η Αυστρία υπέγραψε απρόθυμα τη συνθήκη. Ενοχλήθηκε ιδιαίτερα για τα μικρά κέρδη που αποκόμιζε, ενώ οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι οι όροι που έθεσαν οι Γάλλοι ήταν πολύ γενναιόδωροι.

Πέρα από τα ανωτέρω, η συμμαχία φαινόταν ότι θα διατηρούνταν. Οι Αυστριακοί είχαν έναν ενθουσιώδη υποστηρικτή στο πρόσωπο του Τόμας Πέλαμ Χολς και δεν είχαν κανέναν άλλο σημαντικό σύμμαχο για να στραφούν.[7] Οι Βρετανοί θεωρούσαν τη συμμαχία, μεταξύ της Βρετανίας, του Αννοβέρου, της Αυστρίας και της Ολλανδικής Δημοκρατίας, σημαντική για να διατηρηθεί η εδαφική ακεραιότητα της Γερμανίας.

Κατάργηση Επεξεργασία

Στην Αυστρία εξακολουθούσε να πιστεύει ότι οι Βρετανοί δεν ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στη συμμαχία. Η απουσία της Βρετανίας από τον Πόλεμο της Πολωνικής Διαδοχής και η αποτυχία της να επιμείνει στην επιστροφή της Σιλεσίας στην Αυστρία κατά τη Συνθήκη του Αΐξ-λα-Σαπέλ επισημάνθηκαν ως σημάδια κακής πίστης. Ουσιαστικά, θεωρούνταν ότι η Βρετανία ενδιαφέρεται για τη συμμαχία μόνο όταν ταίριαζε στους δικούς της στόχους. Μία από τις κορυφαίες αντιβρετανικές μορφές ήταν ο Βενζέλ Αντόν Γκραφ Κάουνιτς, ο οποίος έγινε υπουργός εξωτερικών το 1753.

 
Η Αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας. Η βρετανική υποστήριξη προς εκείνη της επέτρεψε να διατηρήσει τον θρόνο της κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής.

Το 1756, υποψιαζόμενη ότι η Πρωσία επρόκειτο να εισβάλει στη Βοημία και φοβούμενη ότι οι Βρετανοί δεν θα έκαναν τίποτα για να τους βοηθήσουν, η Αυστρία σύναψε συμμαχία με τον παραδοσιακό εχθρό της Βρετανίας, τη Γαλλία. Η Βρετανία ως απάντηση υπέγραψε μια βιαστική συμμαχία με την Πρωσία, ελπίζοντας ότι η νέα ισορροπία δυνάμεων θα απέτρεπε τον πόλεμο.[8]

Η Βρετανία στάθηκε ανίκανη να ελέγξει τον Πρώσο σύμμαχό της, Μέγα Φρειδερίκο, ο οποίος επιτέθηκε στην Αυστρία το 1756. Παρά το γεγονός ότι η Βρετανία και η Αυστρία δεν κήρυξαν πόλεμο η μία εναντίον της άλλης, ήταν πλέον ευθυγραμμισμένες σε αντιτιθέμενους συνασπισμούς δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια της κατάληψης του Έμντεν το 1758, οι βρετανικές και αυστριακές δυνάμεις έφτασαν κοντά σε σημείο να συγκρουστούν. Παρά τις προσπάθειές της κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Αυστρία τελικά δεν μπόρεσε να ανακαταλάβει την Σιλεσία και το 1763 στη Συνθήκη του Παρισιού αναγνώρισε τον έλεγχό της από την Πρωσία.

Επακόλουθα Επεξεργασία

Περαιτέρω πληροφορίες: Επταετής Πόλεμος

Η Βρετανία έγινε όλο και λιγότερο ευνοϊκή απέναντι στην Αυστρία και οι αυστροφόφιλοι στη Βρετανία είδαν την επιρροή τους να μειώνεται κατά τη διάρκεια και μετά τον Επταετή Πόλεμο. Η Αυστρία θεωρούνταν πλέον ως μία περισσότερο απολυταρχική δύναμη και δυσανεκτική στην εξάπλωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Το 1778, όταν η Γαλλία εισήλθε στον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας για να βοηθήσει τους Αμερικανούς αποίκους να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, η Βρετανία προσπάθησε να κερδίσει την αυστριακή υποστήριξη στις προσπάθειές της να καταπνίξει την επανάσταση. Η είσοδος της Αυστρίας στον πόλεμο, θεωρείται, ότι θα είχε αποσύρει τα γαλλικά στρατεύματα που στάλθηκαν στην Αμερική. Ωστόσο, η Αυστρία αρνήθηκε να εξετάσει την βρετανική πρόταση.

Η Βρετανία και η Αυστρία έγιναν ξανά σύμμαχοι κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, όμως ήταν και οι δύο μέρος ενός ευρύτερου αντιγαλλικού συνασπισμού. Η σχέση τους δεν έγινε ποτέ τόσο στενή όσο ήταν κατά την εποχή της Αγγλο-Αυστριακής Συμμαχίας.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Browning p.48
  2. Simms p.215-221
  3. Browning p.55
  4. Simms p.219
  5. Simms p.338
  6. Browning p.154
  7. Browning p.56
  8. Anderson p.128-29

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Anderson, Fred. Crucible of War: The Seven Years' War and the Fate of Empire in British North America, 1754-1766. Faber and Faber, 2001
  • Browning, Reed. The Duke of Newcastle. Yale University Press, 1975.
  • McLynn, Frank. 1759: The Year Britain Became Master of the World. Pimlico, 2005.
  • Murphy, Orvile T. Charles Gravier: Comete de Vergennes: French Diplomacy in the Age of Revolution. New York Press, 1982.
  • Simms, Brendan. Three Victories and a Defeat: The Rise and Fall of the First British Empire. Penguin Books, 2008.
  • Whiteley, Peter. Lord North: The Prime Minister who lost America. The Hambledon Press, 1996.