Η Αρκάδια ήταν μία λογοτεχνική Ακαδημία, που ιδρύθηκε στη Ρώμη στις 5 Οκτωβρίου 1690 από τους Τζιαν Βιντσέντζο Γκραβίνα και Τζοβάνι Μάριο Κρεσιμπένι, που βοηθήθηκαν στο εγχείρημά τους από τον Πάολο Κοάρντι από το Τορίνο. Η ίδρυση έγινε με την ευκαιρία της συνάντησης στο μοναστήρι, που βρίσκεται μέσα στον Ναό του Αγίου Πέτρου στο Μοντόριο, δεκατεσσάρων μελετητών που ανήκαν στον κύκλο της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας, μεταξύ των οποίων και των κατοίκων της Ούμπρια Τζουζέπε Παολούτσι εκ Σπέλλου, Βιντσέντζο Λεόνιο εκ Σπολέτου και Πάολο Αντόνιο Βίτι εξ Ορβιέτου, των Σίλβιο Σταμπίλια και Τζάκοπο Βιτσινέλλι εκ Ρώμης, των γενουατών Πομπέο Φιγκάρι και Πάολο Αντόνιο ντελ Νέρο, των τοσκανών Μελχιόρ Μάτζιο εκ Φλωρεντίας και Αυγουστίνου Μαρία Τάια  εκ Σιένας, του Τζανμπατίστα Φελίτσε Τζάππι εξ Ίμολας, και του καρδιναλίου Κάρλο Τομάζο Μαγιάρντ εκ Τουρνόν της Νίκαιας.[1] Η Αρκάδια θεωρείται όχι μόνο μία σχολή σκέψης, αλλά ένα πραγματικό λογοτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε σε όλη την Ιταλία κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, ως απάντηση σε αυτό που θεωρήθηκε η κακογουστιά του Μπαρόκ.

Το έμβλημα της Ακαδημίας

Στην ορολογία και σημειολογία της ανακαλεί την παράδοση των βοσκών-ποιητών της μυθικής περιοχής της Αρκαδίας στην Πελοπόννησο και το όνομα επινοήθηκε από τον Τάια κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης στο Πράτι ντι Καστέλλο, που εκείνο τον καιρό ήταν ένα ποιμενικό τοπίο.[2] Εκτός από το όνομα της Αρκάδιας, που είναι χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη, επιλέχθηκε, βάσει αυτής της τάσης, επίσης, το όνομα του τόπου, μια βίλα στον λόφο της οδού Γκαριμπάλντι στις πλαγιές του Τζανίκολου: το '' Μπόσκο Παρράσιο". Τα μέλη της ονομάστηκαν Βοσκοί Και ο Ιησούς-βρέφος (που λατρεύτηκε αρχικά από τους βοσκούς) επιλέχθηκε ως προστάτης της. Όπως διδάσκεται, επιλέχθηκε και η σύριγγα του θεού Πάνα, που περιβάλλεται από κλάδους δάφνης και πεύκου, και κάθε συμμετέχων έπρεπε να φέρει, ως ψευδώνυμο, ένα όνομα εμπνευσμένο από την ελληνική βουκολική ζωή.

Το θέμα της έδρας Επεξεργασία

 
Το Μπόσκο Παρράσιο

Οι αρκαδικοί άρχισαν να συγκεντρώνονται στους κήπους του Δούκα του Παγκανίκα στο Σαν Πιέτρο του Βίνκολι, όπου καθισμένοι στο έδαφος ή επάνω σε πέτρες άρχιζαν να απαγγέλλουν τους στίχους τους.

Από τις 27 Μαΐου 1691 μεταφέρθηκαν στον κήπο του Παλάτσο Ριάριο, την πρώην κατοικία της Χριστίνας της Σουηδίας, όπου είχαν στη διάθεσή τους ένα είδος στρογγυλής τάφρου, που ωστόσο έδινε την εντύπωση ενός θεάτρου. Το 1693 μεταφέρθηκαν ξανά, αυτή τη φορά πλησίον του Δούκα της Πάρμα στο Όρτι Παλατίνι, ο οποίος τους παραχώρησε την άδεια να χτίσουν ένα υπαίθριο θέατρο σε κυκλικό σχήμα και με δύο σειρές καθισμάτων από ξύλο και χώμα, καλυμμένο μπροστά με κλαδιά δάφνης.

Το 1699 μετακόμισαν και πάλι, αυτή τη φορά στον κήπο του δούκα Δον Αντόνιο Σαλβιάτι, που είχε σκάψει σε ένα λόφο ένα θέατρο σαν τα ρωμαϊκά, αλλά με τον θάνατο του δούκα τον Ιανουάριο του 1704, εκδιώχθηκαν από τους κληρονόμους, και έτσι τον Ιούλιο του 1705, για να γιορτάσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έπρεπε να καταφύγουν στην φιλοξενία του πρίγκιπα Δον Βιντσέντζο Τζουστινιάνι.

Στη συνέχεια, από τις 11 Σεπτεμβρίου του 1707, ο Φραντσέσκο Μαρία Ρούσπολι, πρίγκιπας του Τσερβέτερι, έθεσε στη διάθεσή τους ένα πάρκο του στο Εσκουιλίνο, με την προσδοκία ότι θα ήταν έτοιμο ένα αμφιθέατρο σε μια άλλη βίλα του πρίγκιπα, αλλά στο Αβεντίνο που έγινε η μόνιμη έδρα των συνεδριάσεων μέχρι το 1725.

Τέλος, χάρη σε μια δωρεά 4000 σκούδων Πορτογαλίας του Ιωάννη του Ε΄ της Πορτογαλίας, που ήταν και αυτός αρκαδικός, η Ακαδημία μπόρεσε να αγοράσει μία έδρα ιδιόκτητη, συγκεκριμένα στο Όρτο ντέι Λίβι, στους πρόποδες του Τζανίκολου, που ο αρχιτέκτονας και αρκαδικός Αντόνιο Κανεβάρι μετέτρεψε στο Μπόσκο Παρράσιο. Ο Κανεβάρι διάρθρωσε τον κήπο σε τρία επίπεδα, που συνδεόταν με δύο σκάλες. Στον πρώτο πλακόστρωτο χώρο χτίστηκε ένα θέατρο σε ωοειδές σχήμα, με τρεις σειρές καθισμάτων και ένα αναλόγιο από μάρμαρο. Στο δεύτερο επίπεδο υπάρχει μία ψεύτικη αρκαδική σπηλιά και στο τρίτο ένα κτίσμα αναμνηστικό για να υπενθυμίζει τη δωρεά του βασιλιά Ιωάννη Ε΄. Η Δεξαμενή, δηλαδή το κτίριο που χρησίμευε για την αρχειοθέτηση και τη γραμματεία, τελικά αποκαταστάθηκε με την σημερινή του μορφή από τον Τζοβάνι Ατζούρι το 1838, ο οποίος του έδωσε μια πρόσοψη σαν εξέδρα.

Κριτήρια και μέθοδοι για την εισαγωγή Επεξεργασία

Για να εισαχθεί κανείς στην Ακαδημία, η οποία ήταν κλειστή, ήταν απαραίτητο να πληροί τρεις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα: να είναι κατ' ελάχιστο 24 ετών[3], να έχει φήμη και προσωπική ιστορία αντάξια για να αναγνωρίζεται αντικειμενικά ως εμπειρογνώμονας σε κάποιο πεδίο γνώσης, και, αν επρόκειτο για άνδρα, ήταν επίσης υποχρεωτική η δεξιότητά του σε έναν τομέα της λογοτεχνίας.

Η είσοδος στην ακαδημία γινόταν με 5 διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τους υποψηφίους:

  1. Δια βοής. Προοριζόταν για καρδιναλίους, πρίγκιπες, αντιβασιλείς και πρέσβεις. Στην πρόταση του ονόματος του υποψήφιου, ο κάθε αρκαδικός έδινε την έγκρισή του ή την άρνησή του φανερά κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης που  τελούνταν κεκλεισμένων των θυρών.
  2. Δια της συμπερίληψης. Προοριζόταν για τις κυρίες. Το σώμα των αντιεπιβλεπόντων πρότεινε στη συνέλευση τους υποψηφίους, και τα μέλη -κεκλεισμένων των θυρών, αλλά φανερά- αποφάσιζαν υπέρ ή κατά.
  3. Δια της εκπροσώπησης. Προοριζόταν για τους νέους ευγενείς. Η συνέλευση ανέθετε σε μια ολιγομελή επιτροπή να την εκπροσωπήσει και να αποφασίσει στη θέση της σχετικά με την αποδοχή ή όχι των υποψηφίων.
  4. Δια της υποκατάστασης. Προοριζόταν για όλους τους άλλους. Για να αντικατασταθούν οι κενές θέσεις, λόγω θανάτου ή ασθένειας, από άλλους αρκαδικούς, η συνέλευση αποφάσιζε για τους υποψηφίους, αλλά με μυστική ψηφοφορία.
  5. Με σκοπό. Συμπληρωματικά με τα προηγούμενα. Όντας δύσκολο να κρατηθεί ο ακριβής αριθμός όλων των αρκαδικών που έλειπαν, για να μην αποκλειστούν για πολύ καιρό άνθρωποι, με τη μυστική ψηφοφορία της συνέλευσης, δινόταν το πράσινο φως στο σύλλογο για τα νέα μέλη, δίνοντάς τους ένα  αρκαδικό όνομα. Εκείνοι που ονομαζόταν με αυτόν τον τρόπο, γινόταν τακτικά μέλη, δηλαδή μπορούσαν να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις, μόνο όταν ο Επιβλέπων, αφού λάμβανε αξιόπιστες πληροφορίες για τον θάνατο ενός από τα παλαιά μέλη, τους καλούσε, και προχωρούσε στον επίσημο διορισμό τους.

Κατά την είσοδο, ο μυηθείς θα λάμβανε από τη συνέλευση ένα νέο όνομα, με το οποίο θα γινόταν γνωστός στην Αρκάδια. Το αρκαδικό του όνομα σχηματιζόταν από δύο μέρη: το πρώτο επιλεγόταν μετά από κλήρωση, ενώ η επωνυμία επιλεγόταν από τον υποψήφιο, με την επιφύλαξη της έγκρισης από τη συνεδρίαση, υπό την προϋπόθεση ότι έκανε αναφορά είτε σε ένα μέρος της μυθολογικής ή της γεωγραφικής Αρκαδίας, είτε ότι θα ήταν ακόμη συνδεδεμένοι.


Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Ibid. σελ. 5
  2. "Le muse", De Agostini, Novara, 1964, Τομ.
  3. Υπήρχαν, ωστόσο, εξαιρέσεις στην περίπτωση των νέων ταλέντων, όπως ο Τζούλιο Κάρλο Φανιάνι (1682-1766), μαθηματικός και ποιητής, που εισήχθη στην Αρκαδία όταν ήταν μόνο δεκαέξι ετών (Giuseppe Mamiani, Elogi storici di Federico Commandino, G. Ubaldo del Monte, Giulio Carlo Fagnani, Pesaro, Nobili, 1828, σελ. 95

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Isidoro Carini, L'Arcadia dal 1690-1890: memorie storiche. Roma, 1891.
  • Empty citation (βοήθεια) 
  • Giovanni Mario Crescimbeni, Storia dell'Accademia degli Arcadi istituita in Roma l'anno 1690, Londra, 1804.
  • Maria Teresa Graziosi, L'Arcadia: trecento anni di storia, Palombi, 1991. ISBN 88-7621-113-6