Το αλλάγιον είναι ένας βυζαντινός στρατιωτικός όρος, που ορίζει μία στρατιωτική μονάδα. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά από τα μέσα έως τα τέλη του 10ου αι., και μέχρι τον 13ο αι. είχε γίνει ο πιο συχνός όρος, που χρησιμοποιόταν για τα μόνιμα συντάγματα του Ρωμαϊκού στρατού· συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 14ου αι.

Προέλευση του όρου

Επεξεργασία

Ο όρος σημαίνει "εναλλαγή καθηκόντων" [1] [2] και εμφανίζεται για πρώτη φορά στα Τακτικά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού στις αρχές του 10ου αι. για ένα γενικό σώμα στρατευμάτων. [3] Σε μία πιο τεχνική χρήση, χρησιμοποιήθηκε ως εναλλακτικός όρος για ένα ιππικό βάνδον, που αριθμούσε μεταξύ 50 και 400 ανδρών. [4] Τον 10ο και τον 11ο αι. τα επαρχιακά αλλάγια είχαν περίπου 50-150 άντρες, ενώ εκείνοι του κεντρικού Αυτοκρατορικού στρατού ήταν πιο κοντά στο ανώτερο όριο, με περίπου 320-400 άνδρες. [5]

Τα αλλάγια στα τέλη της Υστερορωμαϊκής εποχής

Επεξεργασία

Από τα τέλη του 11ου αι., όπως αποδεικνύεται στα γραπτά του Μιχαήλ Ατταλιάτη, ο όρος άρχισε επίσης να χρησιμοποιείται με πιο συγκεκριμένη έννοια για τους στρατιώτες της Αυτοκρατορικής σωματοφυλακής. [3] Μέχρι τα τέλη του 13ου αι., ο όρος είχε αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό το παλαιότερο τάγμα στην καθομιλουμένη και την τεχνική χρήση (αν και όχι εξ ολοκλήρου στη λογοτεχνική), για να ορίσει οποιοδήποτε μόνιμο σύνταγμα. Κάθε αλλάγιον είχε επικεφαλής έναν ἀλλαγάτωρα. [5] [6]

Ο συγγραφέας Ψευδο-Κωδινός στα μέσα του 14ου αι. αναφέρει επίσης ένα Αυλικό αξίωμα, αυτό του ἄρχοντος τοῦ ἀλλαγίου, το οποίο εμφανίστηκε προφανώς το 1250 υπό τον Θεόδωρο Β΄ Βατάτζη και στην εποχή του Ψευδο-Κωδινού κατέλαβε την 53η θέση στην ιεραρχία των ανακτόρων. Ο άρχων του αλλαγίου υπηρετούσε ως ο δεύτερος διοικητής της Αυτοκρατορικής συνοδείας. Η στολή του περιελάμβανε έναν πίλο (σκιάδιον) διακοσμημένο με χρυσό σύρμα, ένα σαν καφτάνι καββάδιον από μετάξι «όπως χρησιμοποιείται συνήθως», ένα με βελούδο καλυμμένο σκαρακίνικον με μία κόκκινη φούντα στην κορυφή και μία ράβδο του αξιώματός του από απλό λείο ξύλο. [6] Το αλλάγιον του Αυτοκράτορα (δηλ. η στρατιωτική του ακολουθία) φαίνεται ότι αντικαταστάθηκε από δύο τμήματα τού μάλλον ασαφούς σώματος των Παραμονών: του τμήματος του πεζικού και αυτού του ιππικού. Αυτά ωστόσο εξακολουθούσαν να διοικούνται, σύμφωνα με τον Ψευδο-Κωδινό, από έναν αλλαγάτορα το καθένα, ενώ ο πρωταλλαγάτωρ πιθανότατα θα διέταζε το σώμα ως σύνολο. [5] [7] Σύμφωνα με τον Ψευδο-Κωδινό, ο πρωταλλαγάτωρ κατελάμβανε την 54η θέση στην ιεραρχία των ανακτόρων. Οδηγούσε την οπισθοφυλακή της συνοδείας του Αυτοκράτορα, αναγκάζοντας τους λιποτάκτες να βιαστούν και να διατηρήσουν τον σχηματισμό. Η περιβολή του ήταν πανομοιότυπη με εκείνη τού προϊσταμένου του, τού άρχοντος του αλλαγίου, εκτός από το ότι αντί μίας ράβδου έφερε μία αργυρή επίχρυση ράβδο (ματσούκα), του οποίου η λαβή ήταν καλυμμένη με κόκκινο μετάξι, με επιχρυσωμένο άκρο στην κορυφή και επιχρυσωμένη αλυσίδα το κέντρο. Τόσο ο άρχων του αλλαγίου, όσο και ο πρωτοαλλαγάτωρ, ήταν υπό την επίβλεψη τού μεγάλου πριμμικηρίου. [8] Πολύ λίγοι κάτοχοι τού αξιώματος τού άρχοντος τού αλλαγίου ή τού (πρωτ)αλλαγάτορος αναφέρονται στις πηγές. [7]

Τα αλλάγια του επαρχιακού στρατού ήταν χωρισμένα σε δύο ξεχωριστές ομάδες: τα «αυτοκρατορικά αλλάγια» (βασιλικά ἀλλάγια) και τα «μεγάλα αλλάγια». Τα πρώτα βρίσκονταν στη Ρωμαϊκή Μ. Ασία, ενώ τα δεύτερα μόνο στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Με τη σταδιακή πτώση της Μ. Ασίας στους Σελτζούκους στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. τα «αυτοκρατορικά αλλάγια» τελικά εξαφανίστηκαν. Τα «μεγάλα αλλάγια», από τα οποία τρία είναι γνωστά με το όνομά τους: της Θεσσαλονίκης (μέγα ἀλλάγιον Θεσσαλονικαῖων), των Σερρών (Σερριωτικόν μέγα ἀλλάγιον) και αυτό της Βιζύης (Βιζυητεικόν μέγα ἀλλάγιον)-, πιστοποιούνται για πρώτη φορά το 1286 και συνεχίζουν να αναφέρονται μέχρι το 1355. Σχεδόν σίγουρα, ωστόσο, χρονολογούνται τουλάχιστον στη βασιλεία του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (β. 1259–1282) και ίσως ακόμη και πριν από αυτόν στους Αυτοκράτορες της Νίκαιας, που ανέκτησαν αυτά τα εδάφη. Εξαφανίστηκαν και αυτά, καθώς οι επαρχίες τους έπεσαν στους Σέρβους και τους Οθωμανούς. [9]

Ο ακριβής ρόλος, η φύση και η δομή των ευρωπαϊκών μεγάλων αλλαγίων δεν είναι απολύτως σαφής. Καθώς η δικαιοδοσία τους περιελάμβανε τις περιοχές γύρω από αυτές τις πόλεις, σύμφωνα με τα παλιά θέματα της Θεσσαλονίκης, του Στρυμόνα και της Θράκης αντίστοιχα, μπορεί να αντιπροσωπεύουν μία προσπάθεια συγκεντρωτικού ελέγχου των επαρχιακών στρατιωτικών δυνάμεων, σε μια εποχή που ο πολιτικός έλεγχος αποκλίνει ολοένα και περισσότερο από την πρωτεύουσα στην περιφέρεια. [9] Πόσο εκτεταμένη ήταν ωστόσο η επικράτειά τους, είναι συζητήσιμο. Είναι γνωστό ότι οι δυνάμεις τους περιλάμβαναν και τα μεθοριακά στρατεύματα που παρείχαν φρουρές για φρούρια, καθώς και πρόνοιες ιππικού. Επιπλέον, μπορεί να είχαν συμπεριλάβει μικρούς γαιοκτήμονες και μισθοφόρους. [10] Όπως σχολιάζει ο Μάρκος Μπαρτούσης σχετικά με τις διάφορες προσπάθειες να εξηγηθεί ο ρόλος τους, "στο ένα άκρο τα μεγάλα αλλάγια ήταν το κεντρικό στοιχείο του ύστερου Ρωμαϊκού στρατού. Κάθε στρατιώτης που ζούσε στις επαρχίες και είχε στρατιωτική υποχρέωση [.. .] ήταν μεγαλοαλλαγίτης ... ", που σημαίνει ότι αντιπροσώπευαν έναν γενικό στρατιωτικό οργανισμό, που εμπλέκεται στη στρατολόγηση και τη συντήρηση όλων των επαρχιακών δυνάμεων, από τον οποίο πρέπει να αποκλειστούν μόνο οι Αυτοκρατορικοί φρουροί και οι προσωπικοί ακόλουθοι των τοπικών κυβερνητών. Στο άλλο άκρο, τα μεγάλα αλλάγια μπορεί να ήταν μόνο μία μερική πτυχή του ύστερου Ρωμαϊκού στρατιωτικού συστήματος και να περιορίζονταν μόνο σε ορισμένες επαρχίες, από τις οποίες πιθανότατα είχαν αποκλειστεί ξένοι μισθοφόροι. [11] Το γραφείο του τζαουσίου εμφανίζεται επίσης στις αρχές του 14ου αι. στο πλαίσιο των μεγάλων αλλαγίων της περιοχής της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο οι ακριβείς λειτουργίες του σε αυτές τις μονάδες είναι άγνωστες [12]

Το μέγεθος του αλλαγίου ήταν προφανώς ισοδύναμο με το παλαιό βάνδον σε περίπου 300-500 στρατιώτες. Έτσι το Χρονικόν του Μωρέως καταγράφει ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε μία δύναμη 18 αλλαγίων ή 6.000 στρατιωτών ιππικού, κατά τη διοίκησή του στον Μωρέα στις αρχές της δεκαετίας του 1260. [5]

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  1. Haldon 1999, σελ. 116.
  2. On proposals by earlier scholars on the meaning of the term, cf. Guilland 1960
  3. 3,0 3,1 Guilland 1960, σελ. 84.
  4. Haldon 1984.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Kazhdan 1991.
  6. 6,0 6,1 Guilland 1960, σελ. 85.
  7. 7,0 7,1 Guilland 1960.
  8. Guilland 1960, σελ. 86.
  9. 9,0 9,1 Bartusis 1997.
  10. Bartusis 1997, σελ. 193.
  11. Bartusis 1997, σελ. 196.
  12. Bartusis 1997, σελ. 194.