Το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 ή Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας ή Βαλκανικό Σύμφωνο Συνενόησης (σερβικά : Балкански пакт, τουρκικά : Balkan Antantı, ρουμανικά : Înțelegerea Balcanică) ήταν μια συνθήκη που υπογράφηκε από την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία, στις 9 Φεβρουαρίου 1934[1], στην Αθήνα,[2] με στόχο τη διατήρηση του γεωπολιτικού στάτους κβο στην περιοχή μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Οι χώρες του Συμφώνου ή Βαλκανική Αντάντ

Τα τέσσερα μέρη συμφώνησαν να αναστείλουν όλες τις τοπικές διαφορές και εδαφικές αξιώσεις εναντίον του άλλου και τους άμεσους γείτονές τους μετά τον πόλεμο.[3] Άλλα έθνη στην περιοχή που είχαν εμπλακεί σε σχετική διπλωματία αρνήθηκαν να υπογράψουν το σύμφωνο συμπεριλαμβανομένων της Ιταλίας, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Το Σύμφωνο τέθηκε σε ισχύ από την ημέρα υπογραφής της σύμβασης και καταχωρήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1934.[4]

Το Βαλκανικό Σύμφωνο βοήθησε να εξασφαλιστεί η ειρήνη μεταξύ της Τουρκίας και των ανεξάρτητων χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που ήταν πρωτύτερα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά απέτυχε να ανακόψει τις περιφερειακές μηχανορραφίες. Οι χώρες του Συμφώνου περικύκλωναν τη Βουλγαρία, αλλά, στις 31 Ιουλίου 1938, υπέγραψαν συμφωνία με αυτή στη Θεσσαλονίκη, καταργώντας τις ρήτρες της Συνθήκης του Νεϊγύ και της Συνθήκης της Λωζάννης, που όριζαν αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες στα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας-Τουρκίας και επιτρέποντας στη Βουλγαρία να επανεξοπλισθεί.

Παραπομπές

Επεξεργασία