Το Βοεβοδάτο Σερβίας ή και Σερβική Βοϊβοντίνα (σερβικά: Српска Војводина) ήταν μια βραχύβια αυτοανακηρυχθείσα Σερβική αυτόνομη επαρχία εντός της Αυστριακής Αυτοκρατορίας κατά τις Επαναστάσεις του 1848, που επέζησε έτσι μέχρι το 1849, οπότε μετατράπηκε στη νέα (επίσημη) Αυστριακή επαρχία με την ονομασία : Βοεβοδάτο Σερβίας και Βανάτο Τέμεσβαρ.

Χάρτης της περιοχής
Ο Σέρβος πατριάρχης Ιωσήφ Ράγιατσιτς ευλογεί το στρατό της Σερβικής Βοϊβοντίνα το 1848

Κατά την Επανάσταση του 1848 οι Ούγγροι απαίτησαν την ανεξαρτησία τους από την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Ωστόσο δεν αναγνώρισαν τα εθνικά δικαιώματα των άλλων εθνοτήτων που ζούσαν στα εδάφη του Βασιλείου της Ουγγαρίας, έτσι και οι Σέρβοι της Βοϊβοντίνα ξεσηκώθηκαν για να αποσχιστούν από το Βασίλειο της Ουγγαρίας (που εκείνη την περίοδο ανήκε στην Αυστρία των Αψβούργων.

Επιθυμώντας να εκφράσουν την εθνική τους ταυτότητα και να αντιμετωπίσουν τις νέες ουγγρικές αρχές, οι Σέρβοι διακήρυξαν το Σύνταγμα της Σερβικής Βοϊβοδίνας (Σερβικό Δουκάτο) στη Συνέλευση του Μαΐου στο Σρέμσκι Καρλόβτσι (13-15 Μαΐου 1848). Η Σερβική Βοϊβοντίνα αποτελείτο από τις περιοχές Σρεμ (Σύρμια), Μπάτσκα, Βανάτο και Μπαράνια (Μπρανάου).

Οι Σέρβοι σχημάτισαν επίσης μια πολιτική συμμαχία με το Βασίλειο της Κροατίας "βασισμένη στην ελευθερία και την πλήρηισότητα". Αναγνώρισαν επίσης τη Ρουμανική εθνότητα. Ο Μητροπολίτης του Σρέμσκι Καρλόβτσι, Ιωσήφ Ράγιατσιτς, εξελέγη πατριάρχης, ενώ ο Στέβαν Σούπλικατς πρώτος δούκας (βοεβόδας). Δημιουργήθηκε μια Εθνική επιτροπή ως νέα κυβέρνηση της Σερβικής Βοϊβοντίνας. Σε αντικατάσταση του παλιού φεουδαρχικού καθεστώτος ιδρύθηκε μια νέα ηγεμονία με βάση τις εθνικές επιτροπές με την προεδρία της Επικεφαλής Σερβικής Εθνικής Επιτροπής.

Με στοιχεία του 1840 οι Σέρβοι αποτελούσαν σχετική πλειοψηφία με 49,1% στη Βοϊβοντίνα (έναντι απόλυτης πλειοψηφίας 51,1% το 1828). Εκτός από τους Σέρβους στις περιοχές αυτές κατοικούνταν και άλλες εθνοτικές ομάδες όπως οι Ούγγροι, οι Γερμανοί, οι Ρουμάνοι και οι Κροάτες. Η νέα ουγγρική κυβέρνηση απάντησε στις πολιτικές ενέργειες των Σέρβων με τη χρήση βίας: Στις 12 Ιουνίου 1848 ξεκίνησε πόλεμος μεταξύ Σέρβων και Ούγγρων. Η Αυστρία τάχθηκε στο πλευρό του το Βασίλειου της Ουγγαρίας, ενώ τους Σέρβους βοήθησαν εθελοντές από την Ηγεμονία της Σερβίας. Συνέπεια αυτού του πολέμου ήταν η επικράτηση των συντηρητικών παρατάξεων.

Στις αρχές του 1849, όταν ο αυστριακός στρατός ηττήθηκε από τους Ούγγρους ουσάρους, οι ευγενείς και ο κλήρος της Βοϊβοντίνα σχημάτισε συμμαχία με την Αυστρία. Σερβικά στρατεύματα από τη Βοϊβοντίνα εντάχθηκαν στη συνέχεια στο στρατό των Αψβούργων και βοήθησαν στην καταστολή της επανάστασης στην Ουγγαρία. Με τη βοήθεια της Αυτοκρατορικής Ρωσίας οι αντιδραστικές κατέπνιξαν την επανάσταση το καλοκαίρι του 1849, νικώντας το Ουγγρικό εθνικό κίνημα της μοναρχίας των Αψβούργων.

Μετά την ήττα της Ουγγρικής επανάστασης, με απόφαση του Αυστριακού αυτοκράτορα, το Νοέμβριο του 1849 ιδρύθηκε μια χώρα του Αυστριακού στέμματος, γνωστή ως Βοεβοδάτο Σερβίας και Βανάτο Τέμεσβαρ, ως διάδοχο της Σερβικής Βοϊβοντίνα. Ωστόσο οι Σέρβοι δεν ήταν πλήρως ικανοποιημένοι με το νέο βοεβοδάτο, που ήταν εθνοτικά πιο ανομοιογενές και περιλάμβανε εθνοτικά Ρουμανικές ανατολικές περιοχές του Βανάτου, αλλά απέκλεισε ορισμένες περιοχές με Σερβική πλειοψηφία.

Πρώτη πρωτεύουσα της Σερβικής Βοϊβοντίνα ήταν το Σρέμσκι Καρλόβτσι. Αργότερα έγινε το Ζέμουν, το Βέλικι Μπέτσκερεκ (σήμερα γνωστό ως Ζρένιανιν κσι το Tέμισβαρ (Τιμισοάρα).

Κυβερνήτες

Επεξεργασία
  • Στέβαν Σούπλικατς, πρώτος βοεβόδας (δούκας) της Σερβικής Βοϊβοντίνα (1848).
  • Ιωσήφ Ράγιατσιτς, διοικητής της Σερβικής Βοϊβοντίνα (1848-1849).
  • Dušan J. Popović, Srbi u Vojvodini, knjiga 3, Novi Sad, 1990.
  • Sima M. Ćirkovi], Srbi među evropskim narodima, Beograd, 2004.
  • Lazo M. Kostić, Srpska Vojvodina i njene manjine, Novi Sad, 1999.
  • Drago Njegovan, Prisajedinjenje Vojvodine Srbiji, Novi Sad, 2004.
  • Dejan Mikavica, Srpska Vojvodina u Habsburškoj Monarhiji 1690-1920, Novi Sad, 2005.
  • Vasilije Krestić, Iz prošlosti Srema, Bačke i Banata, Beograd, 2003.
  • Milan Tutorov, Banatska rapsodija, Novi Sad, 2001.