Βοεβόδας (ή βοϊβόδας) είναι τίτλος που έφεραν στρατιωτικοί και πολιτικοί διοικητές επαρχιών στις σλαβικές χώρες και την Ευρωπαϊκή Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο όρος βοεβόδας είναι σλαβικής προέλευσης και προέρχεται από τη λέξη vojevoda, που στα παλαιοσλαβικά ήταν ο bellidux, δηλαδή ο αρχηγός του στρατού, αλλά πάντοτε είχε ευρύτερο περιεχόμενο.

Κάρολ Στάνισλαβ, Βοεβόδας της Βίλνας (1786).

Ετυμολογία της λέξης Επεξεργασία

Η λέξη προέρχεται από το σλαβικό (voi+voditi= στρατός+οδηγώ),[1] πολ. Wojed(e).[2]

Ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας ψοφώ από την πείνα [3]

Σύνοψη - Ιστορικό Επεξεργασία

Κατά την βυζαντινή περίοδο, αποδιδόταν κυρίως σε στρατιωτικούς ηγέτες σλαβικών λαών, ιδιαίτερα της Βαλκανικής χερσονήσου. Στη μεσαιωνική Σερβία σήμαινε υψηλόβαθμο διοικητή και την παραμονή της οθωμανικής κατάκτησης τον κυβερνήτη στρατιωτικής περιοχής. Στην οθωμανική περίοδο ο βοεβόδας ήταν τίτλος που έφερε αξιωματούχος της επαρχίας, οι αρμοδιότητες του οποίου σχετίζονταν με την διοίκηση την ασφάλεια και την είσπραξη των φόρων περιοχής με ειδικό καθεστώς. Σύμφωνα με το χρονικό της μονής της Βουτσάς, ο σλαβικός τίτλος «Βοεβόδας», που επικράτησε σε μερικές περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, πριν την κατάκτηση τους από τους Οθωμανούς, δήλωνε τον ηγέτη πατριάς ή κοινότητας βλαχικής. Τον ίδιο τίτλο έφερε και ο εκάστοτε Οθωμανός αξιωματούχος που επόπτευε τη «Χώρα Μετζόβου»

Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, τον τίτλο του βοεβόδα, που αντιστοιχούσε προς αυτόν του δούκα ή του πρίγκηπα, έφεραν οι άρχοντες της Τρανσυλβανίας. Αργότερα, έτσι αποκαλούνταν οι διοικητές της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Στην Πολωνία, βοεβόδας ονομάζονταν οι διοικητές των επαρχιών, ενώ στη Σερβία οι ευγενείς γαιοκτήμονες. Ο τίτλος αυτός υπήρχε και στο Μαυροβούνιο, όπου δινόταν στους ανωτέρους αξιωματικούς του στρατού. Οι Τούρκοι ονόμαζαν βοεβόδες αρχικά τους ηγεμόνες που διόριζε η Υψηλή Πύλη στη Μολδαβία και στη Βλαχία και αργότερα όλους τους διοικητές των επαρχιών της Ευρώπης, καθώς και τους τοποτηρητές και αντιπροσώπους των τιτλούχων διοικητών.[4]

Επί μέρους θέματα Επεξεργασία

Σταδιακά, η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίζει τον κυβερνήτη μιας επαρχίας. Η περιοχή που διοικεί ο βοεβόδας είναι περισσότερο γνωστή ως Βοεβοντίνα, ή Βοΐβοντίνα. Σήμερα στην Πολωνία ο όρος wojewoda αναφέρεται στον διορισμένο από την κεντρική κυβέρνηση διοικητή μιας επαρχίας (województwo - βογιεβούτζτβο).

Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιούνταν κατά τον Μεσαίωνα σε Βουλγαρία, Βοημία, Βοσνία, Κροατία, Τρανσυλβανία, Πολωνία, Σερβία, Μολδαβία, Λουσατία, Μοσχοβία, Βλαχία, Βολυνία, Νόβγκοροντ, Κράτος των Ρως. Αργότερα ο τίτλος αναφερόταν στον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή σε Μαυροβούνιο και Σερβία, αλλά και στο Βασίλειο της Σερβίας. Στα μεσαιωνικά ρουμανικά πριγκηπάτα της Μολδαβίας και της Βλαχίας ο βοεβόδας αποτελούσε μέρος του επίσημου τίτλου του εκάστοτε πρίγκηπα ή ηγεμόνα, ως απόδειξη του δικαιώματος διοίκησης του στρατεύματος. Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα βοεβόδας (voyvoda) καλούνταν μετά τον 17ο αιώνα ο μέχρι τότε αποκαλούμενος σούμπασης (subasϊ), διοικητής περιφέρειας (σουμπασιλίκι). Οι δύο τίτλοι χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά για την διοικητική οργάνωση του χώρου της Ευρυτανίας και της Πελοποννήσου. Η διοικούμενη περιφέρειεα ονομαζόταν βοϊβοντικό ή βοϊβονταλίκι, όπως στο Μεσολόγγι.[εκκρεμεί παραπομπή]

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • F. Miklosich, Etymologisches Wörterbuchder Slavischen Sprachen, Wilheim Braümuller, Bonn 1886,σελ. 393.
  • C. Jireček, Staat und Gesellschaft im Mittelalterlichen serbien, IV, Bonn 1919, σελ. 25, 26.
  • F.Adanir, WOYWODA, The Encyclopaedia of Islam, (XI: 215 a).
  • Μ. Κοκολάκης, «Μία αυτοκρατορία σε κρίση, Κρατική οργάνωση-Παλαιοί Θεσμοί–νέες προσαρμογές», στο Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμ. 1ος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 49.
  • Ι. Λαμπρίδης, «Μαλακασιακά», Ηπειρωτικά Μελετήματα 5 (1888), εν Αθήναις και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993,σελ. 8

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 5, σ. 423 ISBN 960-8177-55-3.
  2. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, ΑΠΘ Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών «Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη» σ. 278 ISBN 960-231-085-5.
  3. Λεξικό Πρωϊα, τόμ. Α σ.
  4. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, όπ.π