Το μερίδιο της αυστριακής γεωργίας στην οικονομία της χώρας έχει μειωθεί σημαντικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο η γεωργία εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της οικονομίας, λόγω της κοινωνικής και πολιτικής σημασίας της. Το Επιμελητήριο Γεωργίας παραμένει σε ίσο επίπεδο με τα εμπορικά και εργατικά επιμελητήρια, αν και τα μέλη του παράγουν μόνο ένα κλάσμα του ΑΕΠ που παράγουν εργαζόμενοι σε βιομηχανικούς και εμπορικούς τομείς.[1]

Αυστριακό αγρόκτημα.

Κυβερνητικός ρόλος Επεξεργασία

Στην Αυστρία, όπως και στις περισσότερες άλλες δυτικές χώρες, η κυβέρνηση έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον τομέα της γεωργίας, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η κυβέρνηση έχει επικεντρωθεί στην άμβλυνση των κοινωνικών, των περιφερειακών, οικονομικών, ακόμα και περιβαλλοντικών συνεπειών της πτώσης του κλάδου, καθυστερώντας την παρακμή του.[1]

Η γεωργική πολιτική έχει διεξαχθεί με διαφορετικούς στόχους και με διαφορετικές νομοθεσίες και πολιτικές, ανάλογα με την εκάστοτε εποχή. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι πιο σημαντικοί στόχοι ήταν η επιβίωση του πληθυσμού και η αυτάρκεια σε τρόφιμα. Ως μια φτωχή χώρα, η Αυστρία χρειαζόταν να είναι σε θέση να τροφοδοτήσει τον πληθυσμό.[1] Από τη δεκαετία του 1950, ωστόσο, η πολιτική άλλαξε βασισμένη στην παγκόσμια πραγματικότητα, διατηρώντας ωστόσο ανέπαφη την παραδοσιακή μορφή της οικονομίας. Η κυβέρνηση ήθελε να προστατεύσει την εγχώρια παραγωγή, να σταθεροποιήσει τη γεωργική αγορά, να προστατεύσει τα εισοδήματα των αγροτών και να βελτιώσει την ικανότητα ανταγωνισμού του κλάδου, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.[1] Μέσα στη δομή της κοινωνικής εταιρικής σχέσης, διάφορες οργανώσεις εργάστηκαν για να διατηρήσουν τα γεωργικά εισοδήματα και να βελτιώσουν τον κλάδο.[1]

Λόγω του πολύπλοκου συστήματος στήριξης των τιμών και τους περιορισμούς στην πρόσβαση στην αγορά, το κόστος επιδότησης του κλάδου από την κυβέρνηση ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το συνολικό κόστος για τις ομοσπονδιακές και άλλες κυβερνήσεις για την στήριξη της γεωργίας και της δασοκομίας, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ήταν περίπου 16 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.[1] Το Αυστριακό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (WIFO) υπολόγισε, σε μια μεγάλη μελέτη του 1989, ότι περίπου το 71% του κόστους της υποστήριξης της γεωργίας είχε επιβαρύνει τους καταναλωτές μέσω των υψηλών τιμών, ενώ το υπόλοιπο 29% βάραινε τους φορολογούμενους.[1]

Η απόφαση της Αυστρίας να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είχε ορισμένες σοβαρές επιπτώσεις στη γεωργία και τη δασοκομία της. Οι τιμές στήριξης στην Αυστρία είναι υψηλότερες από εκείνες που προβλέπονται σύμφωνα με την Κοινή Αγροτική Πολιτική, αν και τα δύο συστήματα μοιάζουν σε πολλά σημεία. Η αυστριακή κυβέρνηση επιβάρυνε με το κόστος των επιδοτήσεων τους καταναλωτές μέσω των τιμών των τροφίμων, που υπολογίζεται ότι ήταν κατά μέσο όρο περίπου 30% υψηλότερο από το αντίστοιχο στην ΕΕ. Έτσι με την πλήρη ένταξη στην ΕΕ η χώρα υποχρεώθηκε να προσαρμοστεί, δεχόμενη ταυτόχρονα πλήγμα από χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπου το κόστος παραγωγής ήταν κατά πολύ μικρότερο σε σχέση με αυτό στην Αυστρία.[1]

Δομή της γεωργίας Επεξεργασία

Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να στηρίξει τη γεωργία, κανένα από τα κρατίδια της χώρας δεν είχε αγροτικό πληθυσμό άνω του 10% του πληθυσμού του, το 1991.[2]

Τα σχεδόν 84.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα της συνολικής έκτασης της Αυστρίας, περίπου τα 67.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα χρησιμοποιούνται για τη γεωργία και τη δασοκομία. Ωστόσο, σχεδόν το ήμισυ της εν λόγω περιοχής αποτελείται από δασικές εκτάσεις, με το υπόλοιπο να είναι καλλιεργήσιμη γη και βοσκότοποι.[2]

Η γεωργία και η δασοκομία αντιπροσώπευε περίπου 280.000 επιχειρήσεις το 1986, με τη μέση ιδιοκτησία να είναι περίπου είκοσι τρία εκτάρια. Υπήρχαν περίπου 4.500 εταιρικά αγροκτήματα. Πέρα από αυτά τα αγροκτήματα, ωστόσο, μόνο το ένα τρίτο του συνόλου των γεωργών ήταν γεωργοί πλήρους απασχόλησης ή γεωργικές εταιρείες. Πάνω από το ήμισυ των αγροτικών επιχειρήσεων ήταν μικρότερο από δέκα εκτάρια, ενώ σχεδόν το 40% ήταν μικρότερο από πέντε εκτάρια.[2] Οι οικογενειακές επιχειρήσεις κυριαρχούν, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές και στις μικρές φάρμες. Οι περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις λειτουργούν με μερική απασχόληση.[2]

Παρά τη μείωση του αριθμού των αγροτών και του μεριδίου της γεωργίας στο ΑΕΠ από το 1960, η γεωργική παραγωγή έχει αυξηθεί. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Αυστρία ήταν αυτάρκης σε δημητριακά και γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς και σε κόκκινο κρέας.[2] Η αξία της γεωργικής και δασοκομικής παραγωγής συγκεντρώνεται στα καλλιεργήσιμα προϊόντα, το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Επειδή μεγάλα τμήματα της Αυστρίας είναι ορεινά, μόνο οι πεδινές περιοχές της ανατολικής Αυστρίας και κάποια μικρότερα επίπεδα τμήματα της δυτικής και βόρειας Αυστρίας είναι κατάλληλα για την παραγωγή καλλιεργήσιμων προϊόντων και υψηλών απαιτήσεων κτηνοτροφία. Το υπόλοιπο της γης χρησιμοποιείται για τη δασοκομία και λιγότερο για κτηνοτροφία, για την οποία υπάρχει εκμετάλλευση ορεινών περιοχών.[2]


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Austria - The Agricultural Sector, Library of Congress, ανακτήθηκε 13/12/2013
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Austria - The Structure of Agriculture, Library of Congress, 2013

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία