Η γλωσσική σχετικότητα είναι έννοια που πρωτοεισάγεται από τους Έντουαρντ Σαπίρ (Edward Sapir) και Benjamin Lee Whorf. Αναφέρεται στη σχέση γλώσσας και σκέψης, και υποστηρίζει ότι η γλώσσα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που σκέφτεται ο άνθρωπος.

Υπόθεση των Σαπίρ και Whorf

Επεξεργασία

Ο Αμερικανός γλωσσολόγος και ανθρωπολόγος Έντουαρντ Σαπίρ και ο μαθητής του Benjamin Lee Whorf αναπτύσσουν τη θεωρία τους περί γλωσσικού καθορισμού και γλωσσικής σχετικότητας. Βασική τους πρόταση ότι η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη. Η γλώσσα, δηλαδή, οδηγεί στην οικοδόμηση της σκέψης κι όχι η σκέψη στην παραγωγή γλώσσας όπως υποστήριζε ο Ζαν Πιαζέ. Με λίγα λόγια, η γλώσσα με την υπόθεση αυτή ανάγεται σε προϋπόθεση για την εμφάνιση της ορθής σκέψης.

Οι θεωρητικοί αυτοί υποστηρίζουν πως η γλώσσα που χρησιμοποιούμε ανάλογα με τον τόπο στον οποίο ζούμε προσδιορίζει και τις έννοιες που είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε στην πορεία. Πιο συγκεκριμένα, όπως είναι γνωστό, κάθε πολιτισμός έχει ορισμένα ιδιαίτερα, μοναδικά για τον καθένα, γλωσσικά σχήματα τα οποία αναπαράγουν και επικοινωνούν μεταξύ τους τα μέλη αυτού του πολιτισμού. Σύμφωνα, λοιπόν, με την υπόθεση των Σαπίρ και Whorf κάθε πολιτισμός θα έχει και τη δική του αντίληψη για τον κόσμο γύρω του, αφού αυτή η αντίληψη καθορίζεται από την ξεχωριστή γλώσσα του συγκεκριμένου πολιτισμού.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το λεξιλόγιο των Εσκιμώων που περιλαμβάνει 27 διαφορετικές λέξεις για το χιόνι. Ο πολιτισμός τους, ο τρόπος ζωής τους είναι τέτοιος που απαιτεί από τα μέλη του αυτή τη διάκριση ανάμεσα στα διαφορετικά είδη χιονιού και οδηγεί κατ' επέκταση και στη γλωσσική κωδικοποίησή τους. Άλλοι πολιτισμοί, όπως ο ελληνικός, κάτι τέτοιο δεν το θεωρεί αναγκαίο και ωφέλιμο σε κάτι, οπότε σύμφωνα με την υπόθεση αυτή οι Έλληνες στερούνται τόσο λεκτικά όσο και γνωστικά αυτών των διακρίσεων. Κάτι ανάλογο συναντάμε και σε κάποια έθνη όπως στις Φιλιππίνες που χρησιμοποιούν ενενήντα δύο διαφορετικές λέξεις για τις διάφορες ποικιλίες ρυζιού που διαθέτουν.

Διακρίνονται δύο εκδοχές αυτής της υπόθεσης:

  • Γλωσσικός καθορισμός: η γλώσσα καθορίζει απόλυτα τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Η γλώσσα είναι αυτή που διαθέτει στο άτομο τις απαραίτητες λέξεις με τις οποίες θα υιοθετήσει έννοιες που θα το βοηθήσουν να συλλάβει τον κόσμο γύρω του. Έτσι λοιπόν αν δεν υπάρχει τρόπος να εκφραστεί μία έννοια σε κάποια γλώσσα, τότε η έννοια αυτή δεν υπάρχει για τους ανθρώπους που μιλούν τη συγκεκριμένη γλώσσα. Ο γλωσσικός καθορισμός αποτελεί την ακραία εκδοχή αυτής της υπόθεσης και έχει γίνει αντικείμενο μεγάλης αμφισβήτησης.
  • Γλωσσική σχετικότητα: πρόκειται για μία λιγότερο ακραία άποψη από αυτή του γλωσσικού καθορισμού. Ενώ ο τελευταίος επιβάλλει την ύπαρξη γλώσσας για την ανάπτυξη της σκέψης, η γλωσσική σχετικότητα υποδεικνύει απλώς τη συμβολή της γλώσσας στην παραγωγή της σκέψης. Η γλώσσα, εδώ, επηρεάζει και δεν καθορίζει τη γνωστική ανάπτυξη του υποκειμένου. Δηλαδή στο προαναφερθέν παράδειγμα όπου επισημαίνεται η αναντιστοιχία ανάμεσα στο λεξιλόγιο των Εσκιμώων και σε αυτό των Ελλήνων ως προς την ποικιλία των λέξεων για τα διαφορετικά είδη χιονιού, το γεγονός αυτό δε συνεπάγεται απαραίτητα ότι οι Έλληνες δυσκολεύονται να διακρίνουν τα διαφορετικά αυτά είδη, αλλά μόνον ότι αδυνατούν ως προς την ικανότητα κατονομασίας τους. Με λίγα λόγια, αντιλαμβάνονται τη διαφορά ανάμεσα στις έννοιες αλλά τις έννοιες αυτές δεν μπορούν να τις λεκτικοποιήσουν.

Θερμός υποστηριχτής της θεωρίας για τη γλωσσική σχετικότητα υπήρξε ο Φαρμπ (Farb). Ο Φαρμπ το 1974 μελετά Γιαπωνέζες γυναίκες στο Σαν Φρανσίσκο που είχαν παντρευτεί Αμερικανούς στρατιώτες και μιλούσαν αγγλικά με τα παιδιά τους και τους συζύγους τους και ιαπωνικά μεταξύ τους. Ο ερευνητής απέδειξε με το πείραμά του ότι οι στάσεις που εξέφραζαν τα υποκείμενα εξαρτιόνταν από τη γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσαν. Έτσι όταν τους ζητήθηκε να συμπληρώσουν τη φράση:«όταν οι επιθυμίες μου συγκρούονται με εκείνες της οικογένειάς μου...» στα ιαπωνικά έλεγαν «...είναι μία στιγμή μεγάλης θλίψης» ενώ στα αγγλικά έλεγαν «...κάνω αυτό που θέλω». Το παράδειγμα αυτό και μόνο δείχνει ότι οι γυναίκες συμπλήρωναν τη φράση ανάλογα με τη γλώσσα που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν κάθε φορά και κατ' επέκταση τον πολιτισμό στον οποίο μετέβαιναν υιοθετώντας τη συγκεκριμένη γλώσσα. Κάθε γλώσσα, λοιπόν, οδηγεί σ' έναν ορισμένο γλωσσικό κόσμο που προβάλλει με τη σειρά του πρότυπα συμπεριφοράς και σκέψης.

Υποστηριχτές μάλιστα της ακραίας εκδοχής-γλωσσικός καθορισμός- υπήρξαν και οι Carroll και Casagrande (1958). Αυτοί ασχολήθηκαν με τη γλώσσα των Ινδιάνων Ναβάχο, η οποία εστιάζει στη μορφή των αντικειμένων. Για παράδειγμα, τα ρήματα που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την πράξη του πιασίματος ενός αντικειμένου, εξαρτώνται από τον τύπο του αντικειμένου στο οποίο αναφέρονται. Παράλληλα, οι ερευνητές γνώριζαν πως οι Αμερικάνοι για να αναγνωρίσουν τα αντικείμενα τα αναγνωρίζουν πρώτα με κριτήριο το μέγεθός τους, στη συνέχεια με κριτήριο το χρώμα τους και τέλος με κριτήριο το σχήμα-μορφή τους. Έτσι, με δεδομένες αυτές τις γνώσεις, συνέκριναν τα παιδιά που μιλούσαν τη γλώσσα των Ναβάχο με παιδιά από την Αμερική που μιλούσαν αγγλικά και με μία ακόμη ομάδα παιδιών που μιλούσε και Ναβάχο και αγγλικά Ενώ τα παιδιά είχαν την ίδια ακριβώς ηλικία οι μελετητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που μιλούσαν μόνο Ναβάχο ήταν πιο αποτελεσματικά στην αναγνώριση του σχήματος των αντικειμένων συγκριτικά με τις άλλες δύο ομάδες. Για τους Carroll και Casagrande αυτό αποδεικνύει τη δύναμη της γλώσσας να καθορίζει τον τρόπο σκέψης των υποκειμένων.

Τέλος, ένας άλλος υποστηριχτής της άποψης αυτής ήταν ο Slobin (1979). Αυτός τόνισε τη σημασία που δίνουν σε κάποια χαρακτηριστικά ορισμένες γλώσσες ενώ άλλες όχι. Μας παραπέμπει στη γαλλική γλώσσα εστιάζοντας την προσοχή μας στη διάκριση που κάνει ανάμεσα στον οικείο και τον μη οικείο τύπο «tu» και «vous». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη γερμανική γλώσσα, σε αντίθεση πάντα με την αγγλική που δεν πραγματοποιεί τέτοια διάκριση αλλά χρησιμοποιεί τον ίδιο ακριβώς τύπο «you» και για τους δύο αριθμούς. Επομένως, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί είναι υποχρεωμένοι να σκέφτονται διαρκώς τις κοινωνικές σχέσεις όταν απευθύνονται σε κάποιον, ενώ οι Άγγλοι όχι, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει για τους τελευταίους ότι δεν μπορούν γνωστικά να κάνουν τέτοιες διακρίσεις. Απλώς, στην περίπτωσή τους η γλώσσα τους δεν το απαιτεί. Κατ' αυτόν το τρόπο, λοιπόν, ο Slobin δέχεται ότι η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν υιοθετεί τον ακραίο γλωσσικό καθορισμό.

Οι Berlin και Kay (1969) υπήρξαν από τους κυριότερους ερευνητές που αμφισβήτησαν τη θεωρία του γλωσσικού καθορισμού. Αντικείμενο της έρευνας τους ήταν η κωδικοποίηση των χρωμάτων. Με δεδομένο ότι δεν έχουν όλες οι γλώσσες τις ίδιες ετικέτες για τα χρώματα και μάλιστα ορισμένες μπορεί να διαθέτουν μόνο δύο βασικούς όρους χρωμάτων, αναρωτήθηκαν αν οι ομιλητές μίας τέτοιας γλώσσας κωδικοποιούν τα χρώματα με διαφορετικό τρόπο και αν κατ' επέκταση αυτό επηρεάζει τον τρόπο που κατηγοριοποιούν τις διαφορετικές αποχρώσεις. Οι ερευνητές, λοιπόν, χορηγούν στο δείγμα τους 300 διαφορετικούς χρωματισμούς και τους ζητούν να περιγράψουν τα χρώματα αυτά στη γλώσσα τους. Αυτό που διαπίστωσαν με την έρευνά τους ήταν πως όλες οι γλώσσες είχαν τουλάχιστον δύο και το ανώτερο επτά βασικούς όρους για τα χρώματα. Αυτά τα χρώματα οι Berlin και Kay τα ονομάζουν εστιακά και η εφαρμογή τους σ' όλες τις γλώσσες είναι καθολική (γλωσσική καθολικότητα). Μάλιστα το καλύτερο παράδειγμα για το κάθε εστιακό χρώμα ήταν το ίδιο (ανάμεσα στα 300 χρώματα), ανεξάρτητα με τη γλώσσα που μιλούσε ο ομιλητής. Καταληκτικά, λοιπόν, η ιδέα των Berlin και Kay ότι οι χρωματικοί όροι είναι καθολικοί θέτει υπό αμφισβήτηση την υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας.

Μία πιο συγκεκριμένη μελέτη πάνω στην απομνημόνευση και την κωδίκευση των χρωμάτων έγινε από την Heider (1972). Η ερευνήτρια εστιάζει στους Dani της Ινδονησιακής Νέας Γουινέας, οι οποίοι έχουν μόνο δύο χρωματικούς όρους:mili που σημαίνει σκοτεινό και mola που σημαίνει φωτεινό. Το παράδοξο που διαπίστωσε η Heider ήταν ότι παρόλο που στη γλώσσα τους δεν κωδικοποιούνταν όλα τα εστιακά χρώματα, τα υποκείμενα μπορούσαν να αντιληφθούν και να αναγνωρίσουν πιο εύκολα τα εστιακά από τα μη-εστιακά χρώματα. Για την ερευνήτρια, το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η γλώσσα δεν καθορίζει την αντίληψη και τη σκέψη του ατόμου. Τονίζεται, δηλαδή, και στα δύο πειράματα ότι ακόμη κι όταν η γλώσσα εμποδίζει την επεξεργασία των μη εστιακών χρωμάτων, το υποκείμενο είναι σε θέση να τα αντιληφθεί και να τα αναγνωρίσει, απλώς δεν μπορεί να τα κατονομάσει. Μόνο σ' αυτό το βαθμό μπορεί να γίνει αποδεκτό από τους ερευνητές ότι η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη.

Μία αξιόλογη επίσης κριτική ασκείται στο πόρισμα της ιδέας της γλωσσικής σχετικότητας: ότι δηλαδή ο καθένας που μιλάει μια γλώσσα θα τείνει εξαιτίας αυτού να σκέφτεται με παρόμοιο τρόπο. Λαμβανομένου, όμως, υπόψη ότι σ' ένα συγκεκριμένο πολιτισμό που μιλά μία γλώσσα υπάρχουν πολύ ακόμη ενσωματωμένοι, μέσα στον υπάρχοντα, πολιτισμοί, ο καθένας από τους οποίους μπορεί να διαφέρει σημαντικά από τον άλλο, είναι γεγονός ότι άνθρωποι προερχόμενοι από έναν τέτοιο πολιτισμό είναι πιθανόν να βλέπουν τον κόσμο με πολύ διαφορετικό τρόπο, παρόλο που μιλούν την ίδια γλώσσα.

Συνοψίζοντας, λίγες έρευνες μέχρι τώρα έχουν αποδείξει ότι πράγματι βασικές υποκείμενες έννοιες καθορίζονται από τη γλώσσα (γλωσσικός καθορισμός). Ωστόσο, κοινωνικές έννοιες, όπως είναι η ατομικότητα στο πείραμα του Farb, είναι δυνατόν να καθορίζονται από τον πολιτισμό και συνεπώς από τη γλώσσα που αποτελεί χαρακτηριστικό του εκάστοτε πολιτισμού.[εκκρεμεί παραπομπή]

  • Hartland, J. (2009), Γλώσσα και Σκέψη. Επιμ. Κωσταρίδου-Ευκλείδη Α. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
  • Hayes, N. (1998), Εισαγωγή στην Ψυχολογία(Α' Τόμος). Επιμ. Κωσταρίδου-Ευκλείδη Α. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
  • Σαμαρτζή, Σ. (1995), Εισαγωγή στις Γνωστικές Λειτουργίες. Αθήνα, Παπαζήση.