Διόκλεια (κράτος)
Η Διόκλεια (λατινικά: Dioclea , σερβικά: Дукља Ντούκλια) ήταν μεσαιωνικό νότιο σλαβικό κράτος, που περιλάμβανε περίπου τα εδάφη του σύγχρονου νοτιοανατολικού Μαυροβουνίου, από τον κόλπο του Κότορ στα δυτικά μέχρι τον ποταμό Μποϊάνα στα ανατολικά, και τις πηγές των ποταμών Ζέτα και Μόρατσα (Morača) στο βορρά. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα βυζαντινά χρονικά του 10ου και 11ου αιώνα, ήταν υποτελές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έως ότου έγινε ανεξάρτητο το 1040 υπό τον Στέφαν Βόισλαβ ( fl. 1034–43) που επαναστάτησε και κατάφερε να καταλάβει εδάφη του προηγούμενου Σερβικού Πριγκιπάτου, ιδρύοντας τη δυναστεία Βόισλαβλιεβιτς. Όσο ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αποτελούσε διοικητική διαίρεση, κατώτερη από το Θέμα, με διοικητή τον «Άρχοντα» ή προνιάριο ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν γηγενής αριστοκράτης[1]. Μεταξύ 1043 και 1080, υπό τον Μιχάιλο Βόισλαβλιεβιτς ( βασιλιάς μεταξύ 1050–81), και το γιο του, Κωνσταντίνο Μπόντιν (μεταξύ 1081–1101), η Διόκλεια ήταν στο απόγειό της. Ο Μιχαήλ έλαβε τον ονομαστικό τίτλο Βασιλιάς των Σλάβων από τον Πάπα αφού έφυγε από το βυζαντινό στρατόπεδο και υποστήριξε μια εξέγερση στα Βαλκάνια, την εξέγερση του Γκεόργκι Βόιτεχ, στην οποία ο γιος του, Μπόντιν, έπαιξε κεντρικό ρόλο. Ενσωμάτωσε την ενδοχώρα της Σερβίας (τον πυρήνα του παλαιότερου Σερβικού Πριγκιπάτου, γνωστό ως Ράσκα - Raška ) και εγκατέστησε υποτελείς κυβερνήτες εκεί. Αυτό το πριγκιπάτο αναδείχθηκε ως η πιο ισχυρή σερβική πολιτεία, όπως φαίνεται στους τίτλους που χρησιμοποίησαν οι κυβερνήτες της ("Πρίγκιπας της Σερβίας", "Σέρβων"). Ωστόσο, η άνοδος του ήταν βραχύβια, καθώς ο Μπόντιν ηττήθηκε από τους Βυζαντινούς και φυλακίστηκε. Σπρώχτηκε στο παρασκήνιο, ο συγγενής του και υποτελής Βουκάν έγινε ανεξάρτητος στη Ράσκα, ο οποίος συνέχισε τον αγώνα ενάντια στους Βυζαντινούς, ενώ η Διόκλεια χτυπήθηκε από εμφύλιους πολέμους. Μεταξύ 1113 και 1149, η Διόκλεια ήταν το κέντρο της Σερβικής-Βυζαντινής σύγκρουσης, με μέλη του οίκου των Βοϊσλάβλβιεβιτς ως πρωταγωνιστές να πολεμούν μεταξύ τους για την εξουσία. Στη συνέχεια, η Διόκλεια ενσωματώθηκε ως μέρος του Μεγάλου Πριγκιπάτου της Σερβίας που κυβερνούσε η δυναστεία Βουκάνοβιτς και στη συνέχεια ήταν γνωστή ως Ζέτα, παρέμεινε έτσι μέχρι την πτώση της Σερβικής Αυτοκρατορίας τον 14ο αιώνα, μέχρι που ιδρύθηκε το Πριγκιπάτο της Ζέτας.
Αρχοντία της Διόκλειας | ||
---|---|---|
854–1252 | ||
| ||
Χώρα | Αλβανία, Μαυροβούνιο και Βυζαντινή Αυτοκρατορία | |
Ίδρυση | 854 | |
Πολίτευμα | μοναρχία | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
δεδομένα ( ) |
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΠρώτα χρόνια
ΕπεξεργασίαΔεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με την Διόκλεια μέχρι τον 11ο αιώνα, η μόνη κύρια πηγή για τους πρώτους νότιους Σλάβους ήταν το έργο Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν που έγραψε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄. Το έργο δεν αναφέρει τίποτα το ουσιαστικό για την Διόκλεια πέρα από το γεγονός ότι κατοικήθηκε από τους Σλάβους και κυβερνήθηκε τα πρώτα χρόνια από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Είναι γεγονός ότι μέχρι τον 10ο αιώνα δε υπήρξε ποτέ ως ανεξάρτητο βασίλειο. Οι Βυζαντινοί κυβερνούσαν παραλιακές πόλεις όπως η Διοκλεία, η Μπαρ και η Κότορ με τις ενδοχώρες τους. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις αναφέρουν ότι πρώτος ανεξάρτητος ηγεμόνας ήταν ο Πέτρος της Διόκλειας, κυβερνούσε μια μικρή περιοχή μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας. Οι Σλαβικές περιοχές που ήταν ανεξάρτητες από την Βυζαντινή αυτοκρατορία οργανώθηκαν σε Ζουπανίες και διοικήθηκαν με τοπικούς άρχοντες. Οι Σλαβικές επιδρομές στα Βαλκάνια αναφέρονται σε όλη την διάρκεια του 6ου αιώνα (518-590), κατέκτησαν μεγάλες περιοχές και καταγράφονται ως Σκλαβηνοί.[2] Η περιοχή της Διόκλειας δέχτηκε σκληρές επιδρομές αρκετά από τους Άβαρους που την ερήμωσαν και κατόπιν από τους Σλάβους που εγκαταστάθηκαν, την χρησιμοποίησαν σαν καταφύγιο λόγω του σκληρού και ορεινού της εδάφους.[3] Ο Νοέλ Μάλκολμ έγραψε ότι οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν πρώτα στην δυτική Σερβία και από εκεί μετοίκησαν και στην Διόκλεια.[4] Ο πρίγκιπας Βοϊσέσθλαβος (περί το 768-814) ήταν ο πρώτος γνωστός μονάρχης των Σέρβων, κυβέρνησε τις κληρονομικές Ζουπανίες του Νερέτβα, Όρους Τάρα και του ποταμού Λιμ. Με τον γιο του Ράντοσλαβ και τους υπόλοιπους διαδόχους του οι Σέρβοι σύμφωνα με τα Φραγκικά Χρονικά κατείχαν "το μεγαλύτερο τμήμα της Δαλματίας".[5][6][7][8]
Ο Τζων Φάιν έγραψε ότι οι πηγές για τους Σέρβους είναι ανύπαρκτες επειδή οι Βυζαντινές περιορίστηκαν μόνο στα νότια γύρω από την Διόκλεια. Ο πρίγκιπας Βλαστίμηρος ένωσε περισσότερο τις Σερβικές φυλές την εποχή που επεκτεινόταν επικίνδυνα η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, κυβερνούσε την νοτιοδυτική Σερβία, το Μαυροβούνιο, την ανατολική Ερζεγοβίνη και την νοτιοανατολική Βοσνία.[9] Το Σερβικό βασίλειο επεκτάθηκε αργότερα προσαρτώντας τους Ναρεντίνους, εκεί ήρθε σε σύγκρουση με τον Μιχαήλ της Ζαχλουμίας, τον Βουλγάρο ηγεμόνα της Ζαχλουμίας, κατείχε πόλεις όπως το Τρεμπίνιε και πολλές άλλες περιοχές που θα αποτελέσουν αργότερα την Διόκλεια.[10] Ο Μιχαήλ της Ζαχλουμίας έμαθε για την μελλοντική συμμαχία μεταξύ των Σέρβων και των Βυζαντινών και ειδοποίησε τον Συμεών Α΄ της Βουλγαρίας.[10] Ο Συμεών Α΄ νίκησε τον βασιλιά Πέτρο της Σερβίας, τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσει ένας σκληρός πόλεμος ανάμεσα στους Βούλγαρους και τους Βυζαντινούς σχετικά με τον έλεγχο των πρώην Σερβικών εδαφών.[11] Ο πρίγκιπας Τζεέσθλαβος της Σερβίας κυβέρνησε μια εκτεταμένη περιοχή με πολλές Σερβικές φυλές, ανήκαν στα εδάφη του Μιχαήλ που εξαφανίστηκε από τις ιστορικές πηγές (925).[12] Την εποχή που πέθανε ο Τζεέσθλαβος (περί το 960) τα περισσότερα εδάφη του ενώθηκαν με την Βυζαντινή αυτοκρατορία που δημιούργησε το Κατεπανίκιον Άρσης.
Ιωάννης Βλαδίμηρος
ΕπεξεργασίαΣτα τέλη του 10ου αιώνα εμφανίζεται ο Πέτρος της Διόκλειας ο πρώτος ανεξάρτητος ηγεμόνας της Διόκλειας, η σφραγίδα του ως "Άρχων Διοκλείας" βρέθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα. Μια Σερβική διπλωματική αποστολή έφτασε από την Διόκλεια στην Κωνσταντινούπολη, καταγράφεται στην Μονή Μεγίστης Λαύρας (993).[46] Στις αρχές του 11ου αιώνα κυβέρνησε ο γιος και διάδοχος του Πέτρου Ιωάννης ο Βλαδίμηρος, ο κορυφαίος βασιλιάς της Διόκλειας που Αγιοποιήθηκε. Ο Ιωάννης Βλαδίμηρος κατείχε με πρωτεύουσα το Μπαρ εκτεταμένα εδάφη στα βόρεια και νότια μαζί με την Ζαχλουμία και την Τραβουνία, ίσως και τμήματα στην ενδοχώρα της Σερβίας και της Βοσνίας. Η εξέχουσα θέση που είχε και η βαθιά του πίστη στον χριστιανισμό εξηγεί το γεγονός γιατί ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος τον πλησίασε για να δημιουργήσει την αντι-Βουλγαρική συμμαχία. Η αχανής αυτοκρατορία του Σαμουήλ της Βουλγαρίας επεκτεινόταν σε ολόκληρη την Βουλγαρία, την Μακεδονία, την Σερβία, την Ράσκα και την Ήπειρο, είχε πρωτεύουσα την Πρέσπα στην δυτική Μακεδονία. Ο Σαμουήλ ωστόσο που ήθελε να σπάσει την συμμαχία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου με την Διόκλεια και την Δημοκρατία της Βενετίας εισέβαλε στην Διόκλεια και την κατέλαβε (997).[13] Ο Ιωάννης Βλαδίμηρος φυλακίστηκε αρχικά στην Πρέσπα, αργότερα τον ερωτεύτηκε η κόρη του Σαμουήλ και τον παντρεύτηκε, με αυτόν τον τρόπο επανήλθε στον θρόνο της Διόκλειας ως υποτελής βασιλιάς των Βουλγάρων. Δεν γνωρίζουμε τις σχέσεις του Ιωάννη Βλαδίμηρου με τους προηγούμενους Σέρβους βασιλείς επειδή πολλές πληροφορίες από το "Χρονικό του Ιερέως της Διόκλειας" είναι μυθολογικές. Ο σφετεριστής του Βουλγαρικού θρόνου Ιωάννης Βλαδισλάβος, ανεψιός και διάδοχος του Σαμουήλ δολοφόνησε τον Ιωάννη Βλαδίμηρο σε ενέδρα (1016 μ.Χ.) Ακολούθησαν οι δολοφονίες τόσο του ίδιου του Ιωάννη Βλαδίσλαβου αλλά και του θείου του Ιωάννη Βλαδίμηρου Ντράγκιμιρ που ήταν υποψήφιος διάδοχος των εδαφών του (1016). Οι Βυζαντινοί έγιναν κατόπιν προσωρινά οι απόλυτοι κύριοι στα Βαλκάνια ενσωματώνοντας στην αυτοκρατορία τους και την Διόκλεια.
Η επανάσταση του Στεφάνου Βόισλαβ και η ανεξαρτησία
ΕπεξεργασίαΗ νίκη των Βυζαντινών απέναντι στους Βούλγαρους ήταν μια κρίσιμη εξέλιξη για την μετέπειτα ιστορία των Βαλκανίων, ήρθαν για πρώτη φορά μετά τον 6ο αιώνα στην κυριαρχία τους η Βουλγαρία, η Σερβία, η Διόκλεια και η Βοσνία. Δεν υπάρχουν πληροφορίες τον 11ο αιώνα σχετικά με την Σερβία, την κυβερνούσε ο Βυζαντινός Στρατηγός Κωνσταντίνος Διογένης. Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι διοικούσε την Διόκλεια ο ίδιος ο Στρατηγός του Δυρραχίου, άλλοι κάποιος γηγενής πρίγκιπας ως Βυζαντινός υποτελής, σε κάθε περίπτωση βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης. Ο Ιωάννης Βλαδίμηρος στο σύντομο διάστημα της βασιλείας του μετακίνησε το επίκεντρο των Σλαβικών κρατών από την ενδοχώρα στις ακτές της Διόκλειας, μετατράπηκε σε πρωτεύουσα του "ανανεωμένου Σερβικού κράτους". Ο Ιωάννης Σκυλίτζης και ο Κεκαυμένος έγραψαν ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1030 ο Στέφαν Βόισλαβ κατείχε τους τίτλους του "Άρχοντα και τοπάρχη στα κάστρα της Δαλματίας, της Ζέτας και του Στον".[14] Ο Στέφαν Βόισλαβ οδήγησε τους Σλάβους της περιοχής σε εξέγερση με στόχο "να αποτινάξουν την Βυζαντινή κυριαρχία".[15] Το "Χρονικό του Ιερέως της Διόκλειας" έγραψε ότι ήταν ανεψιός του Αγίου Ιωάννη Βλαδίμηρου, εκμεταλλεύτηκε την κρίση διαδοχής στον Βυζαντινό θρόνο για να κερδίσει την ανεξαρτησία του (1034).[50] Οι Βυζαντινοί προχώρησαν σε εκστρατεία στο Δυρράχιο και τον αιχμαλώτισαν, ο ίδιος ενώ ήταν φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη, δραπέτευσε, επέστρεψε στην Διόκλεια και ξεκίνησε νέο αντάρτικο. Μετά από πολλές νίκες απέναντι στα εχθρικά στρατεύματα απελευθέρωσε το μεγαλύτερο τμήμα της Διόκλειας. Ο Πέτρος Δελεάνος ξεκίνησε την ίδια εποχή νέα εσωτερική επανάσταση στο Βελιγράδι με στόχο την δική του ανεξαρτησία. Οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να αποσύρουν τον στρατό τους από την Διόκλεια, έτσι ο Στέφαν Βόισλαβ κέρδισε την ανεξαρτησία του, απέκτησε ένα μεγάλο κράτος που περιείχε την Τραβουνία και τμήματα της Ζαλχουμίας. Ο επόμενος στόχος του Στέφανου Βόισλαβ ήταν το Δυρράχιο, απέτυχε να κατακτήσει την ίδια την πόλη αλλά κατέλαβε τα περίχωρα της.[16] Μια νέα στρατιωτική αποστολή των Βυζαντινών υπό την ηγεσία Σέρβων υποτελών οπλαρχηγών αποκρούστηκε επιτυχώς από τα στρατεύματα της Διόκλειας (1042). Στην εκστρατεία συμμετείχαν ο Ζουπάνος της Βοσνίας, ο Λιούτοβιντ της Ζαχουμλίας και ο Ζουπάνος της Ράσκας.
Η αναγνώριση του βασιλείου από τον πάπα
ΕπεξεργασίαΟ Φάιν έγραψε ότι το Μεγάλο Πριγκιπάτο της Ράσκας θα αναδειχθεί την εποχή που οι Σέρβοι βρίσκονταν υπό Βυζαντινή κυριαρχία, περιείχε την νότια Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο. Η Ράσκα θα αναδειχθεί σύντομα στο κορυφαίο Σλαβικό κράτος από το οποίο θα προέλθει η Μεγάλη αυτοκρατορία της Σερβίας. Ο Στέφαν Βόισλαβ είχε πέντε γιους, θα τον διαδεχθεί ο Μιχάιλο Βόισλαβλιεβιτς (1046), ένας εξαίρετος διπλωμάτης ο οποίος θα δημιουργήσει καλές σχέσεις τόσο με το Βυζάντιο όσο και με τους Νορμανδούς. Ο γιος του Κωνσταντίνος Μπόντιν παντρεύτηκε την Ζακίντα του Μπάρι, κόρη του Νορμανδού κυβερνήτη του Μπάρι. Ο πατέρας της Ζακίντα κατέκτησε την Ράσκα από τους Βυζαντινούς την δεκαετία του 1060 και τοποθέτησε σαν πρώτο κυβερνήτη έναν άλλον γιο του Μιχάιλο τον Πέτρισλαβ της Ράσκιας. Το "Χρονικό του Ιερέως της Διόκλειας" αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος Μπόντιν θα ανακηρυχθεί Τσάρος της Βουλγαρίας ως Πέτρος Γ΄, οι Βούλγαροι τον ευχαρίστησαν με αυτόν τον τρόπο για τις υπηρεσίες που του ζήτησαν και τους πρόσφερε. Οι Βυζαντινοί θα επιτεθούν ως αντίποινα, θα τον συλλάβουν και θα τον φυλακίσουν, θα ελευθερωθεί ωστόσο σύντομα με παρέμβαση Ενετών μισθοφόρων. Ο Μιχάιλο Βόισλαβλιεβιτς έλαβε κάποια στιγμή (περί το 1077) τον τίτλο του βασιλιά της Διόκλειας, θα μπορούσε να τον αποδώσει είτε ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης είτε ο πάπας της Ρώμης. Ο αυτοκράτορας αρνήθηκε λόγω των κακών σχέσεων, το δέχτηκε ωστόσο ο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ στον απόηχο του Μεγάλου Σχίσματος του 1054. Από εκείνη την χρονιά η Διόκλεια καταγράφηκε σαν βασίλειο, η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί με την δυναστεία του Μιχάιλο που ασπάστηκε το δυτικό δόγμα μέχρι τον επόμενο αιώνα. Δεν είναι γνωστή η κατάσταση σχετικά με την τύχη των αδελφών του, πιθανότερα έλαβαν ευγενείς τίτλους.[17]
Τον Μιχάιλο διαδέχθηκε ο γιος του Κωνσταντίνος Μπόντιν, την ίδια εποχή οι Νορμανδοί επιτέθηκαν στην νότια Δαλματία και κατέλαβαν το Δυρράχιο και την Ραγκούζα. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας περίμενε τον Μπόντιν να έρθει στο Δυρράχιο να τον βοηθήσει, αντίθετα παρέμεινε αδρανής λόγω της συμμαχίας του με τους Νορμανδούς, το αποτέλεσμα ήταν να συντριβούν οι Βυζαντινοί ολοκληρωτικά. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του προσπάθησε να εδραιώσει την κυριαρχία του τόσο από το Βυζάντιο όσο και από τους Νορμανδούς, αδιαφόρησε για τα υπόλοιπα μέτωπα. Το "Χρονικό του Ιερέως της Διόκλειας" αναφέρει ότι προχώρησε σε νέα εκστρατεία στην Βοσνία και την Ράσκα. Η Ράσκα είχε κατακτηθεί για λογαριασμό της Διόκλειας την εποχή του πατέρα του και είχε δοθεί στον θείο του Πέτρισλαβ αλλά φαίνεται ότι κάποια στιγμή από τότε χάθηκε από την Διόκλεια. Ο Μπόντιν κατέλαβε ξανά την Ράσκα, την παρέλαβαν οι γιοι του Πέτρισλαβ Βούκαν της Ράσκας και Μάρκο της Ράσκας προπάππους του ιδρυτή του Μεσαιωνικού βασιλείου της Σερβίας Στέφανου Νεμάνια ως Ζουπάνοι. Παρά το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Μποντίν αναγνωρίστηκε ως "βασιλεύς της Διόκλειας και της Δαλματίας" δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η Βοσνία, η Διόκλεια, η Ζαχλουμία και η Ράσκα αποτελούσαν ένα ενιαίο βασίλειο. Η κάθε περιοχή περιείχε την δική της άρχουσα τάξη υπό την υψηλή κυριαρχία της Διόκλειας. Οι Βυζαντινοί πήραν κατόπιν το πάνω χέρι στις μάχες τους με τους Νορμανδούς, ανακατέλαβαν το Δυρράχιο και την Ραγούσα (1085). Αργότερα (1090) αποφάσισαν να τιμωρήσουν τον Κωνσταντίνο Μπόντιν για την στήριξη του στους Νορμανδούς, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν, είναι άγνωστη η τύχη του από τότε μέχρι τον θάνατο του (γύρω στο 1101). Η Ράσκα, η Ζαχλουμία και η Βοσνία πιθανότατα ελευθερώθηκαν από την υποτέλεια τους στο πριγκιπάτο της Διόκλειας.
Ίδρυση της Αρχιεπισκοπής του Μπαρ
ΕπεξεργασίαΤον 10ο αιώνα στην "Σύνοδο του Σπλιτ" το Σπλιτ απέκτησε κυριαρχικά δικαιώματα στις ακτές τις Αδριατικής με εξαίρεση τα νότια μαζί με την Διόκλεια που ανήκαν στην Αρχιεπισκοπή του Δυρραχίου. Η θέση που απέκτησε το Σπλιτ αμφισβητήθηκε έντονα από τις υπόλοιπες πόλεις που αναζητούσαν κυριαρχικά δικαιώματα όπως το Μπαρ και ο Ντούμπροβνικ. Το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Σερβία η οποία βρισκόταν ανάμεσα στους δύο κόσμους, την εκκλησία της διεκδικούσαν τόσο η Ρώμη όσο και η Κωνσταντινούπολη, οι ηγεμόνες προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν πολιτικά για το δικό τους όφελος. Οι Σλάβοι που ζούσαν στα δυτικά προσέγγισαν την δυτική εκκλησία μέσω των Αρχιεπισκοπών του Σπλιτ, του Μπαρ και της Ραγκούζας. Οι υπόλοιποι Σέρβοι που ζούσαν στην ενδοχώρα προσέγγισαν την Ανατολική εκκλησία μέσω των Αρχιεπισκοπών του Δυρραχίου, της Οχρίδας και του Σιρμίου. Ο Μιχάιλο στράφηκε προς την Ρώμη για πολιτικούς λόγους αφού βρισκόταν σε σύγκρουση με το Βυζάντιο, είχε την επιθυμία να επεκτείνει την εξουσία του στην νότια Δαλματία αλλά δεν εκπληρώθηκαν εύκολα. Πολλές πηγές αναφέρουν ότι το Μπαρ πήρε προαγωγή σε Αρχιεπισκοπή (1087) αλλά η συγκεκριμένη Παπική Βούλα δεν ήταν αυθεντική. Ο Κωνσταντίνος Μπόντιν ανέδειξε οριστικά το Μπαρ σε Αρχιεπισκοπή (1089) αφού υποστήριξε τον Πάπα στην διαμάχη του με έναν Αντίπαπα.[18] Η προαγωγή απέκτησε πολύ μεγαλύτερη αξία αφού απέκτησε εδάφη και από τις Αρχιεπισκοπές της Οχρίδας και του Δυρραχίου που ανήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.[18] Η είσοδος της Ράσκας στην αρχιεπισκοπή του Μπαρ ήταν αδύνατη επειδή οι περισσότερες εκκλησίες της ήταν πιστές στην Κωνσταντινούπολη και ο Βούκαν της Ράσκας δεν είχε καμιά επιθυμία να στραφεί στην Ρώμη.[18] Η ακτή της Διόκλειας έμεινε πιστή στην Ρώμη αλλά η ενδοχώρα και ένα τμήμα των ακτών μαζί με την Κότορ στράφηκαν στην Ανατολική εκκλησία.[18]
Παρακμή
ΕπεξεργασίαΜετά τον θάνατο του Μπόντιν η Νορμανδή σύζυγος του Ζακίντα φοβήθηκε ότι ο Μπράνισλαβ, ανεψιός του Μπόντιν θα σφετεριζόταν την εξουσία πριν ανέβουν στον θρόνο τα μικρά παιδιά της. Η Ζακίντα διέταξε την σύλληψη του Μπράνισλαβ και της οικογένειας του, ο ίδιος πέθανε στην αιχμαλωσία, τα άλλα έξι αδέλφια του και οι γιοι του βρήκαν άσυλο στην Ραγούσα. Με την πράξη της αυτή έσπειρε μεγάλο εμφύλιο μίσος ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, ο ετεροθαλής αδελφός του Μπόντιν Ντόμπροσλαβ Β΄ ανέβηκε στον θρόνο της Διόκλειας. Οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύτηκαν την αναρχία και έστειλαν τον Κότσοπαρ έναν από τους εξόριστους αδελφούς του Μπράνισλαβ να καταλάβει τον θρόνο της Διόκλειας, με βοήθεια από τον Βούκαν της Ράσκας νίκησαν τον Ντόμπροσλαβ Β΄. Ο Βουκάν ήρθε ωστόσο σύντομα σε σύγκρουση με τον Κότσοπαρ, τον έδιωξε και πέθανε στην εξορία. Οι ευγενείς της Διόκλειας επέλεξαν έναν άλλον συγγενή της οικογένειας, τον Βλαδίμηρο που κυβέρνησε ως Βυζαντινός υποτελής. Η Ζακίντα ωστόσο δεν το έβαλε κάτω, όταν πέθανε ο Βλαδίμηρος διέταξε να ευνουχιστεί και να τυφλωθεί ο Ντόμπροσλαβ Β΄ ώστε να μην μπορεί να ανακτήσει τον θρόνο και να τον εξασφαλίσει για τον γιο της Τζόρτζε Μπόντινοβιτς. Η οικογένεια του Μπράνισλαβ κατέφυγε στο Δυρράχιο όπου βρισκόταν η έδρα των Βυζαντινών, με την στήριξη τους ανέτρεψαν τον Γεώργιο και φυλάκισαν την Ζακίντα. Ο Γκρούμπεσα Μπρανισλαβλίεβιτς ένας από τους γιους του Μπράνισλαβ τοποθετήθηκε από τους Βυζαντινούς στον θρόνο της Διόκλειας και κυβέρνησε ειρηνικά τα επόμενα χρόνια (1118-1125). Ο Τζόρτζε ωστόσο που είχε καταφύγει στην Ράσκα εξασφάλισε την υποστήριξη του νέου Ζουπάνου Ούρος Α΄ Βουκάνοβιτς ανεψιού του Βουκάν, εισέβαλε στην Διόκλεια και τοποθέτησε στον θρόνο τον Τζόρτζε. Με νέα Βυζαντινή επέμβαση εκδιώχτηκε ξανά ο Τζόρτζε, αιχμαλωτίστηκε και πέθανε στην φυλακή. Οι Βυζαντινοί τοποθέτησαν στην ηγεσία της Διόκλειας έναν άλλον αδελφό του Γκρούμπεσα τον Γκράντινια Μπρανισλαβλίεβιτς, ήταν ο τελευταίος βασιλεύς που κατείχε τίτλο στην Διόκλεια. Ο Γκράντινια κυβέρνησε μέχρι τον θάνατο του από φυσικά αίτια (1146), ο γιος και διάδοχος του Ράντοσλαβ της Διόκλειας κατείχε μόνο τον τίτλο του "Κνεζ" δηλαδή "πρίγκιπα". Η παρακμή στην Διόκλεια συνεχίστηκε χάρη στους εμφύλιους, οδήγησε το πριγκιπάτο στην διάλυση, βρέθηκε σε εξάρτηση από την Βυζαντινή αυτοκρατορία χάνοντας συνεχώς εδάφη από την Ράσκα. Την εποχή του Ράντοσλαβ κατείχε μόνο ένα τμήμα παραλιακής γης από το Κότορ μέχρι το Ούλτσιν (1166). Ο ιδρυτής της Σερβικής αυτοκρατορίας Στέφανος Α΄ Νεμάνια εγγονός του Ούρος Α΄ Βουκάνοβιτς που καταγόταν από τον κλάδο της Ράσκα της ίδιας εθνικής δυναστείας των Σέρβων νίκησε τον τελευταίο πρίγκιπα Μιχάιλο και προσάρτησε ολόκληρη την Διόκλεια στο βασίλειο του (1186).
Κατάλογος ηγετών
Επεξεργασία- Πέταρ, άρχων της Διόκλειας, 10ος ή 11ος αιώνας
- Γιόβαν Βλάντιμιρ, γ. 1000 - 22 Μαΐου 1016
- Στέφαν Βόισλαβ, άρχων και τοπάρχης των κάστρων Δαλματία, Ζέτα και Στον (Ston), 1018 - περίπου 1043
- Μιχάιλο Βόισλαβλιεβιτς rex Sclavorum (Βασιλιάς των Σλάβων), γ. 1046 - 1081 (Βασιλιάς περίπου το 1077)
- Βασιλιάς Κωνσταντίνος Μπόντιν της Διόκλειας και Δαλματίας 1081–1101
- Βασιλιάς Μιχάιλο Β΄ της Διόκλειας 1101–1102
- Βασιλιάς Ντόμπροσλαβ Β΄ της Διόκλειας 1102
- Βασιλιάς Κότσαπαρ της Διόκλειας (Kočopar) 1102–1103
- Βασιλιάς Βλάντιμιρ της Διόκλειας 1103–1114
- Βασιλιάς Τζόρτζε Μπόντινοβιτς της Διόκλειας 1114–1118
- Πρίγκιπας Γκρούμπεσα Μπρανισλαβλίεβιτς της Διόκλειας και Αντιβαρίου 1118-1125
- Βασιλιάς Τζόρτζε Μπόντινοβιτς της Διόκλειας 1125–1131 (αποκαταστάθηκε)
- Βασιλιάς Γκράντινια Μπρανισλαβλίεβιτς 1131–1148
- Πρίγκιπας Ράντοσλαβ της Διόκλειας 1146–1148 / 1162
- Πρίγκιπας Μιχάιλο Γ΄ της Διόκλειας 1162–1186
Το πριγκιπάτο στη συνέχεια τέθηκε υπό την κυριαρχία της δυναστείας Νέμανιτς, μέσω του κλάδου του Βούκαν Νέμανιτς της Διόκλειας, και του γιου του Τζόρτζε Νέμανιτς . Κατά καιρούς, υιοθετήθηκε ένας βασιλικός τίτλος, συμπεριλαμβανομένου του «Duklja», ωστόσο, «των θαλάσσιων εδαφών» χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354), books.google.gr - Γεώργιος Ιωάννου Θεοχαρίδης - 1980, σελ. 273
- ↑ "Slavyane v rannem srednevekovie" Valentin V. Sedov, Archaeological institute of Russian Academy of Sciences, Moscow, 1995
- ↑ Fine, 1991, σ. 37
- ↑ Malcolm 1995, σσ. 10-11
- ↑ Fine, 2006, σ. 35
- ↑ Serbian Studies. Τομ. 2–3. North American Society for Serbian Studies. 1982, σ. 29
- ↑ Dutton, Paul Edward (1993). Carolingian Civilization: A Reader. Broadview Press, σ. 181
- ↑ Djokić, Dejan (2023). A Concise History of Serbia. Cambridge University Press, σ. 61
- ↑ John V. A. Fine. The early Medieval Balkans
- ↑ 10,0 10,1 Fine, 1991, σ. 149
- ↑ Fine, 1991, σ. 141
- ↑ The entry of the Slavs into Christendom, σ. 209
- ↑ Ćirković 2004
- ↑ Kekaumenos, ed Litavrin, 170–172
- ↑ Fine, σ. 202
- ↑ Fine, 1991, σσ. 203, 206–207
- ↑ Fine 1991, σ. 212
- ↑ 18,0 18,1 18,2 18,3 Fine, 1991, σ. 223
Πηγές
Επεξεργασία- Moravcsik, Gyula, ed. (1967) [1949]. Constantine Porphyrogenitus: De Administrando Imperio (2nd revised ed.). Washington D.C.: Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies.
- Parthey, Gustav (1866). Hieroclis Synecdemus et notitiae Graecae episcopatuum: Accedunt Nili Doxapatrii notitia patriarchatuum et locorum nomina immutata. Berolini: In aedibus Friderici Nicolai.
- Pertz, Georg Heinrich, ed. (1845). Einhardi Annales. Hanover.
- Scholz, Bernhard Walter, ed. (1970). Carolingian Chronicles: Royal Frankish Annals and Nithard's Histories. University of Michigan Press.
- Thurn, Hans, ed. (1973). Ioannis Scylitzae Synopsis historiarum. Berlin-New York: De Gruyter.
- Шишић, Фердо, ed. (1928). Летопис Попа Дукљанина (Chronicle of the Priest of Duklja). Београд-Загреб: Српска краљевска академија.
- Кунчер, Драгана (2009). Gesta Regum Sclavorum. Vol. 1. Београд-Никшић: Историјски институт, Манастир Острог.
- Живковић, Тибор (2009). Gesta Regum Sclavorum. Vol. 2. Београд-Никшић: Историјски институт, Манастир Острог.
- Ćirković, Sima (2004). The Serbs. Malden: Blackwell Publishing.
- Curta, Florin (2006). Southeastern Europe in the Middle Ages, 500–1250. Cambridge: Cambridge University Press.
- Dvornik, F.; Jenkins, R. J. H.; Lewis, B.; Moravcsik, Gy.; Obolensky, D.; Runciman, S. (1962). Jenkins, P. J. H. (ed.). De Administrando Imperio: Volume II. Commentary. University of London: The Athlone Press.
- Fine, John V. A. Jr. (1991) [1983]. The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century. Ann Arbor: University of Michigan Press.
- Fine, John Van Antwerp Jr. (2006). When Ethnicity Did Not Matter in the Balkans: A Study of Identity in Pre-Nationalist Croatia, Dalmatia, and Slavonia in the Medieval and Early-Modern Periods. Ann Arbor, Michigan: University of Michigan Press.
- Hupchik, Dennis P. (2002), The Balkans. From Constantinople to Communism, Palgrave MacMillan.
- Kalić, Jovanka (2017). "The First Coronation Churches of Medieval Serbia". Balcanica (48): 7–18.
- Markovic, Miodrag (2016). On the trail of unique solutions. Serbian art in the 12th century. Byzantine heritage and Serbian Art II. σσ. 165–181.
- Samardžić, Radovan; Duškov, Milan, eds. (1993). Serbs in European Civilization. Belgrade: Nova, Serbian Academy of Sciences and Arts, Institute for Balkan Studies.
- Stephenson, Paul (2003a). The Legend of Basil the Bulgar-Slayer. Cambridge: Cambridge University Press.
- Curta, Florin (2006). Southeastern Europe in the Middle Ages, 500–1250. Cambridge: Cambridge University Press.
- Runciman, Steven (1988). The Emperor Romanus Lecapenus and His Reign: A Study of Tenth-Century Byzantium. Cambridge University Press.
- Stevović, Ivan (2016). "Early Byzantine Doclea and its citizens: Longe ab patriam" (PDF). Niš and Byzantium. 14: 121–136.
- Vlasto, Alexis P. (1970). The Entry of the Slavs into Christendom: An Introduction to the Medieval History of the Slavs. Cambridge: Cambridge University Press.
- Whittow, Mark (1996). The Making of Byzantium, 600–1025. Berkeley and Los Angeles, California: University of California Press.
- Живковић, Тибор (2002). Јужни Словени под византијском влашћу 600-1025 (South Slavs under the Byzantine Rule 600-1025). Београд: Историјски институт САНУ, Службени гласник. *Živković, Tibor (2008). Forging unity: The South Slavs between East and West 550-1150. Belgrade: The Institute of History, Čigoja štampa.
- Živković, Tibor (2011). "The Origin of the Royal Frankish Annalist's Information about the Serbs in Dalmatia". Homage to Academician Sima Ćirković. Belgrade: The Institute for History. σσ. 381–398.
- Malcolm, Noel (1995). Povijest Bosne : kratki pregled. Erasmus Gilda : Novi Liber.
- Velikonja, Mitja (5 February 2003). Religious Separation and Political Intolerance in Bosnia-Herzegovina. Texas A&M University Press.
- Sedlar, Jean W. (1994). East Central Europe in the Middle Ages, 1000-1500. University of Washington Press.