Ο δροῦγγος, (μερικές φορές δρόγγος, λατιν.: αρσενικό ουσιαστικό της λέξης "drungus"),[1] ήταν ένας υστερο-Ρωμαϊκός και Βυζαντινός όρος για μία στρατιωτική μονάδα σε μέγεθος Τάγματος, και αργότερα για μία τοπική διοίκηση, που φύλασσε περιοχές σε βουνά. Ο διοικητής του ήταν ένας δουγγάριος.[2]

Ιστορία και λειτουργίες

Επεξεργασία

Ο όρος δρούγγος πιστοποιείται για πρώτη φορά στα λατινικά στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Προέρχεται από το Γαλατικό *dhrungho (βλ. Παλαιά Ιρλανδικά drong, Παλαιά Bρετονικά drog[n]), που σημαίνει "φυλή, ομάδα, πλήθος ή λαός". Μία εναλλακτική γερμανική ετυμολογία (thrunga) που αναφέρεται από ορισμένους ιστορικούς, [3] προέρχεται από μία εικασία του 17ου αιώνα, η οποία έχει απορριφθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των φιλολόγων. [4] Η πρώτη χρήση του δρούγγου στα λατινικά είναι μη τεχνική και σημαίνει όμοια μία γενική "στρατιωτική ομάδα" ή ένα "σώμα στρατού", το οποίο ο Βεγέτιος ισοδυναμεί με το λατινικό globus (= ομάδα). [5]

Ο όρος αρχικά εμφανίζεται στα ελληνικά ως δροῦγγος ή δρόγγος, με την ίδια έννοια, στις αρχές του 5ου αι. [6] Στα τέλη του 6ου αι., ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος (β. 582-602) εφαρμόζει τον όρο δρούγγος σε μία συγκεκριμένη τακτική ανάπτυξη, συνήθως ιππικού, που χαρακτηρίζεται ως μία συμπαγής, μη γραμμική ομαδοποίηση, η οποία ταιριάζει σε τακτικές υπερφαλάγγισης, ενέδρες και ανορθοδόξες επιχειρήσεις. Είναι ο πρώτος συγγραφέας, που χρησιμοποίησε το συγγενές επίρρημα δρουγγιστί, με την έννοια τού «σε σχηματισμό ομάδων» ή «με τακτικές μικρών ομάδων». [7] Επίσης ο Μαυρίκιος χρησιμοποιεί περιστασιακά τον δρούγγο ως μία γενική έκφραση για μεγαλύτερες «ομάδες» ή «σχηματισμούς» στρατευμάτων, αν και με αυτή την έννοια αναφέρεται μόνο σε μία «διαίρεση» (μέρος) και ποτέ σε μία «ταξιαρχία» (μοίρα), με την οποία σχετίζεται με μεταγενέστερες πηγές. [8]

Μέχρι τα μέσα του 7ου αι. αυτό το νόημα είχε αντικατασταθεί από μία νέα έννοια, η οποία διατηρήθηκε μέχρι τον 11ο αι. Ο δρούγγος, εναλλακτικά γνωστός ως μοίρα, τώρα επισημοποιήθηκε ως τακτική υποδιαίρεση της Τούρμας, της κύριας υποδιαίρεσης του νέου Θέματος. Με τη σειρά του, κάθε δρούγγος αποτελείτο από πολλά βάνδα. Έτσι κάθε μοίρα ή δρούγγος ήταν η ανάλογη ενός σύγχρονου συντάγματος ή ταξιαρχίας, αρχικά ισχύος περίπου 1000 ανδρών (και ως εκ τούτου αναφέρεται επίσης ως μία χιλιαρχία). Περιστασιακά θα μπορούσε να ανέλθει σε 3.000 άνδρες, ενώ ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (β. 886-912) καταγράφεται ότι είχε δημιουργήσει δρούγγους μόνο 400 ανδρών για τα νέα μικρότερα θέματα, που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. [9]

Από τα τέλη του 12ου αι. και μετά ο όρος δρούγγος εφαρμόστηκε σε ορεινές περιοχές στην Ελλάδα και συνδέθηκε με την έννοια του «περάσματος» ή της «οροσειράς» (ζυγού). Τον 13ο αι. ο όρος όριζε τις στρατιωτικές μονάδες, που είχαν αναλάβει τη φύλαξη αυτών των τοποθεσιών, παρόμοιες με τις προηγούμενες κλεισούρες. [3]

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  1. «Latin Dictionary». 
  2. «The Fulcrum - the Late Roman and Byzantine Testudo - the Germanization ofRoman Infantry Tactics - (στα Αγγλικά) σελ.45» (PDF). 
  3. 3,0 3,1 Kazhdan 1991.
  4. Rance 2004.
  5. Vegetius. Epitoma rei Militaris, III.16 and III.19.
  6. John Chrysostom. Epistulae ad Olympiadem, 4.2.
  7. Maurice. Strategikon, III.14 and IV.5.
  8. Maurice. Στρατηγικόν, I.3 and IX.3; Rance 2004.
  9. Treadgold 1995.
  • Kazhdan, Alexander Petrovich, ed. (1991). Oxford Dictionary of Byzantium. New York, New York and Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6.
  • Rance, Philip (2004). "Drungus, Δροῦγγος and Δρουγγιστί – A Gallicism and Continuity in Roman Cavalry Tactics". Phoenix. 58: 96–130. doi:10.2307/4135199.
  • Treadgold, Warren T. (1995). Byzantium and Its Army, 284–1081. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 0-8047-3163-2.