Το εγιαλέτι της Ρούμελης[1] (οθωμανικά τουρκικά: ایالت روم ایلی‎, Eyālet-i Rūm-ėli),[2] γνωστό και ως μπεηλερμπεηλίκι της Ρούμελης, ήταν επαρχία πρώτου επιπέδου (μπεηλερμπεηλίκι και έπειτα εγιαλέτι) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων (Ρούμελη). Για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του ήταν επίσης η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη επαρχία της αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα αρχικά ήταν η Αδριανούπολη, έπειτα η Σόφια και τέλος το Μοναστήρι. Η έκταση της περιοχής το 19ο αιώνα ήταν 48.119 τετραγωνικά μίλια (124.630 τετραγωνικά χιλιόμετρα).[3]

Εγιαλέτι της Ρούμελης
13651867
ΧώραΟθωμανική Αυτοκρατορία
ΠρωτεύουσαΑδριανούπολη, Σόφια και Μπίτολα
Διοίκηση
 • Επικεφαλήςμπεηλέρμπεης της Ρούμελης
Έκταση124,63 km²
Πληθυσμός2.700.000 (1844)
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°1′0″N 21°20′0″E

Ιστορία Επεξεργασία

Ο πρώτος μπεηλέρμπεης της Ρούμελης ήταν ο Λαλά Σαχίν Πασάς, ενώ ο τίτλος του απονεμήθηκε από τον σουλτάνο Μουράτ Α΄ ως ανταμοιβή για την κατάληψη στης Αδριανούπολης τη δεκαετία του 1360 και έλαβε στρατιωτική εξουσία στα οθωμανικά εδάφη της Ευρώπης, ως αναπληρωτής του σουλτάνου, ενώ ο σουλτάνος ​​επέστρεψε στη Μικρά Ασία.[4][5][6]

Από την ίδρυσή της, η επαρχία της Ρούμελης - αρχικά ονομαζόμενη μπεηλερμπεηλίκι ή γενικά βιλαέτι (επαρχία), μόνο μετά το 1591 χρησιμοποιήθηκε ο όρος εγιαλέτι[4] - περιλάμβανε ολόκληρα τα ευρωπαϊκά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των παραδουνάβιων κατακτήσεων έως το Άκερμαν, μέχρι τη δημιουργία περαιτέρω εγιαλετίων το 16ο αιώνα, αρχίζοντας με το Αρχιπέλαγος (1533), Βούδα (1541) και τη Βοσνία (1580).[5][6]

Η πρώτη πρωτεύουσα της Ρούμελης ήταν μάλλον η Αδριανούπολη, η οποία ήταν, μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η πρωτεύουσα των Οθωμανών. Έπειτα ακολούθησε η Σόφια για λίγο και μετά πάλι η Αδριανούπολη μέχρι το 1520, όταν η Σόφια έγινε η οριστική έδρα του μπεηλέρμπεη.[6] Την εποχή εκείνη, ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης ήταν ο διοικητής της σημαντικότερης στρατιωτικής δύναμης στο κράτος με τη μορφή του ιππικού των τιμαριωτών σπαχήδων, και η παρουσία του στην πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τον έκανε τακτικό μέλος του αυτοκρατορικού συμβουλίου (διβάνι). Για τον ίδιο λόγο, ισχυροί μεγάλοι βεζίρηδες όπως ο Μαχμούτ Πασάς Αντζέλοβιτς ή ο Πάργαλης Ιμπραήμ Πασάς κατείχαν το μπεηλερμπηλίκι από κοινού με το μεγάλο βεζίρη.[5]

Το 18ο αιώνα, το Μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε ως εναλλακτική κατοικία του κυβερνήτη και το 1836 έγινε επίσημα η πρωτεύουσα του εγιαλετίου. Την ίδια περίπου εποχή, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, που αποσκοπούσαν στον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας, διχοτόμησαν τα νέα εγιαλέτια των Σκοπίων, των Ιωαννίνων και της Θεσσαλονίκης και μείωσαν το εγιαλέτι της Ρούμελης σε μερικές επαρχίες γύρω από το Μοναστήρι. Το εγιαλέτι συνέχισε να υφίσταται μέχρι το 1867, όταν, στο πλαίσιο της μετάβασης στο πιο ομοιόμορφο σύστημα των βιλαετίων, αποτέλεσε τμήμα του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης.[5][7][8]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ Αρχειοθετήθηκε 2021-01-18 στο Wayback Machine. σελ. 6, diocles.civil.duth.gr
  2. «Some Provinces of the Ottoman Empire». Geonames.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2013. 
  3. The Popular encyclopedia: or, conversations lexicon, Volume 6, σ. 698, στα Google Books
  4. 4,0 4,1 İnalcık, Halil (1991). «Eyālet». The Encyclopedia of Islam, New Edition, Volume II: C–G. Leiden and New York: BRILL, σσ. 721–724. ISBN 90-04-07026-5. http://referenceworks.brillonline.com/entries/encyclopaedia-of-islam-2/eya-let-SIM_2216.  Αρχειοθετήθηκε 2014-10-19 στο Wayback Machine. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2018. 
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 İnalcik, Halil (1995). «Rūmeli». The Encyclopedia of Islam, New Edition, Volume VIII: Ned–Sam. Leiden and New York: BRILL, σσ. 607–611, esp. 610–611. ISBN 90-04-09834-8. http://referenceworks.brillonline.com/entries/encyclopaedia-of-islam-2/rumeli-COM_0940. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Birken, Andreas (1976). Die Provinzen des Osmanischen Reiches. Beihefte zum Tübinger Atlas des Vorderen Orients (στα Γερμανικά). 13. Reichert. σελ. 50. ISBN 9783920153568. 
  7. Ursinus, M. (1991). «Manāstir». The Encyclopedia of Islam, New Edition, Volume VI: Mahk–Mid. Leiden and New York: BRILL, σσ. 371–372. ISBN 90-04-08112-7. http://referenceworks.brillonline.com/entries/encyclopaedia-of-islam-2/manastir-SIM_4907. 
  8. Birken, Andreas (1976). Die Provinzen des Osmanischen Reiches. Beihefte zum Tübinger Atlas des Vorderen Orients (στα Γερμανικά). 13. Reichert. σελίδες 50, 52. ISBN 9783920153568. 

Βιβλιογραφία Επεξεργασία