Εγκληματολογία είναι κλάδος της κοινωνιολογικής επιστήμης που ασχολείται με τη συστηματική μελέτη του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου και των μέτρων που αφορούν την αντιμετώπισή του. Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις "έγκλημα" και "λέγω΄΄


Η Εγκληματολογία αποτελεί ένα ιδιαίτερο πολυσύνθετο επιστημονικό κλάδο γνώσης στον οποίο συνεισφέρουν η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία, η Ψυχιατρική, η Ανθρωπολογία, η Στατιστική, η Νομική, η Βιολογία κ.ά. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την αυτονομία της ως επιστήμη, εφόσον έχει, κατά κύριο λόγο, δική της οπτική γωνία εξέτασης του εγκληματικού φαινομένου.

Αντικείμενο

Επεξεργασία

Το ειδικότερο επιστημονικό αντικείμενο της Εγκληματολογίας αφορά τη μελέτη των χαρακτηριστικών της εγκληματικής πράξης αυτής καθεαυτής καθώς και των πρωταγωνιστών της, δηλαδή του δράστη (εγκληματία) και του θύματός του. Παράλληλα, και μέσα στα πλαίσια των μέτρων αντιμετώπισης της εγκληματικής συμπεριφοράς, ασχολείται και με τη λειτουργία του Συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης η οποία είναι αρμόδια για την επιβολή των μέτρων αυτών.

Το ίδιο αντικείμενο με την Εγκληματολογία απασχολεί και το Ποινικό Δίκαιο κάθε χώρας. Η πρώτη όμως το εξετάζει σαν κοινωνικό φαινόμενο, ενώ το δεύτερο το βλέπει σαν απρόσωπο νομικό κανόνα.

Η εγκληματολογία προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως:

  • Τι είναι στην ουσία του το έγκλημα;
  • Γιατί υπάρχει η εγκληματικότητα;
  • Ποιοι είναι οι γενεσιουργοί της παράγοντες-αιτίες;
  • Πώς γεννήθηκε το συγκεκριμένο έγκλημα;
  • Ο εγκληματίας διαφέρει από τον μη εγκληματία; Ως προς τι; Και γιατί;
  • Γιατί κάποιοι άνθρωποι εγκληματούν και άλλοι όχι;
  • Πώς περνά κάποιος στην εγκληματική πράξη;
  • Πώς δημιουργούνται οι ποινικοί κανόνες και οι ποινικοποιημένες συμπεριφορές; Ποιούς εξυπηρετούν;
  • Σε τί διαφέρουν οι ποινικοί νόμοι από άλλους κοινωνικούς κανόνες;
  • Ποιες οι τάσεις της εγκληματικότητας σε μια συγκεκριμένη χώρα και μια συγκεκριμένη περίοδο;
  • Ποια είναι τα καταλληλότερα μέτρα μείωσης της εγκληματικότητας;
  • Ποιες είναι οι καταλληλότερες μέθοδοι σωφρονισμού των εγκληματιών;
  • Ποιος είναι ο ρόλος και ποιες είναι οι συνέπειες που υπέστη το θύμα από την εγκληματική πράξη που διεπράχθη σε βάρος του;
  • Πώς θα αποκατασταθεί η βλάβη που υπέστη το θύμα;

Αρχαιότητα

Επεξεργασία

Στην αρχαιότητα, προτού εμφανιστούν οι πρώτοι νόμοι, οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τις εγκληματικές ενέργειες εναντίον τους με το να παίρνουν εκδίκηση. Αυτό όμως κατέληγε σε βεντέτες, αφού το θύμα της εκδίκησης πολλές φορές θεωρούσε ότι η εκδίκηση που ασκήθηκε, υπερέβαινε της εγκληματικής του πράξης.

Έτσι, οι κοινωνίες άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να σταματήσουν οι διενέξεις και κατέληξαν στους πρώτους, πρώιμους νόμους. Οι νόμοι αυτοί ξεκαθάριζαν το τι οριζόταν ως "έγκλημα" και καθιέρωναν συγκεκριμένες τιμωρίες για κάθε είδους εγκλήματος.[1] Στόχος τους ήταν η τιμωρία να είναι πάντα ισάξια του εγκλήματος. Η πιο παλιά και πιο ολοκληρωμένη συλλογή από τέτοιους νόμους έιναι ο Κώδικας του Χαμουραμπί, στην Βαβυλώνα. Χρονολογείται γύρω στο 1754 π.Χ., και γράφτηκε από τον τότε βασιλιά της Βαβυλώνας, Χαμουραμπί. Οι βασικές αρχές του κώδικα ήταν ο "οφθαλμός αντί οφθαλμού" και η ευσέβεια προς τους θεούς και τη θέληση τους.

Το έγκλημα, όπως και πολλές άλλες πτυχές της ζωής των ανθρώπων εκείνη την εποχή, περιγραφόταν μέσω της θρησκείας και τον θεών. Οι εγκληματικές πράξεις χαρακτηρίζονταν ως προσβολή απέναντι στους θεούς ή στον θεό. Οπότε και οι πράξεις εκδίκησης, ήταν σαν ευχαριστίες προς τους θεούς. Στον δυτικό κόσμο, ένα μεγάλο μέρος των πρώιμων ιδεών πάνω στο έγκλημα και την τιμωρία που αυτό επιφέρει, έχει διατηρηθεί στην παλαιά διαθήκη. Παρατηρούνται πολλές περιπτώσεις όπου κάποιο πρόσωπο αναζητά εκδίκηση, η οποία είναι ισάξια του εγκλήματος.[2]

Πολλές από τις γνώσεις μας πάνω στην επιστήμη αυτή, προέρχονται από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη.

  • Ο Πλάτωνας ήταν ο πρώτος που θεώρησε ότι η εγκληματικότητα ήταν αποτέλεσμα κακής παιδείας και εκπαίδευσης. Πίστευε ότι οι ποινές για τα εγκλήματα πρέπει να καθορίζονται ανάλογα και με το βαθμό ευθύνης του κατηγορουμένου, αφήνοντας περιθώρια για ελαφρυντικά.[3]
  • Ο Αριστοτέλης, αργότερα, στο έργο του Ηθικά Νικομάχεια, όρισε το έγκλημα ως πράξη ελεύθερης βούλησης που υποκινείται από τον πόθο. Θεώρησε επίσης ότι τα παιδιά, οι ανόητοι και οι ψυχικά ασθενείς δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Επίσης, ανέπτυξε την ιδέα ότι οι τιμωρίες για τα εγκλήματα πρέπει να είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να αποτρέπουν άλλα, μελλοντικά εγκλήματα.[4]

Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν η πρώτη κοινωνία που ανέπτυξε έναν ολοκληρωμένο κώδικα νόμων, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών κωδίκων. Οι Ρωμαίοι θεωρούνται οι πραγματικοί πρόδρομοι του σύγχρονου νομικού μας συστήματος και οι επιρροές τους εξακολουθούν να παρατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η λατινική γλώσσα διατηρείται σε μεγάλο μέρος της νομικής ορολογίας στον 21ο αιώνα.[5] Η Ρώμη προσέγγισε μια πιο κοινωνική εικόνα για το έγκλημα, βλέποντας τις εγκληματικές πράξεις ως προσβολή προς την κοινωνία παρά στον Θεό ή στους θεούς. Έλαβε τον ρόλο του καθορισμού και της παράδοσης της τιμωρίας ως κυβερνητικής λειτουργίας και ως μέσου διατήρησης μιας καλά οργανωμένης κοινωνίας. Ωστόσο, η έλλειψη μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας, οδήγησε σε ένα βήμα πίσω στην στάση απέναντι στο έγκλημα με την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Μεσαίωνας

Επεξεργασία

Η εισαγωγή και η εξάπλωση του χριστιανισμού σε ολόκληρη τη Δύση επέφερε την επιστροφή σε μια θρησκευτική σχέση μεταξύ εγκλήματος και τιμωρίας. Οι ποινικές πράξεις θεωρήθηκαν ως έργα και επιρροές του διαβόλου ή του Σατανά. Τα εγκλήματα έγιναν ισοδύναμα με την αμαρτία. Οι τιμωρία που επέφερε κάποιο έγκλημα, ήταν συχνά απάνθρωπη και περιλάμβανε κυρίως βασανιστήρια τα οποία υποκινούνταν από την εκκλησία. Οι δίκες με ενόρκους άρχισαν να αντικαθιστούν τα βασανιστήρια μετά τον 13ο αιώνα μ.Χ..[6]

Οι βασιλείς και οι βασίλισσες των προηγούμενων χρόνων αιτιολογούσαν την ολοκληρωτική τους εξουσία ως το θέλημα του Θεού, υποστηρίζοντας ότι είχαν τεθεί στην εξουσία από τον Θεό και ως εκ τούτου ενεργούσαν υπό το θέλημά του. Αυτό ταυτόχρονα σήμαινε και ότι δεν μπορούσε κανένας να κρίνει τις πράξεις τους ως εγκληματικές ενέργειες. Έτσι, τα εγκλήματα κατά προσώπων, περιουσίας και πολιτείας θεωρούνταν όλα ως εγκλήματα κατά του Θεού και του βασιλιά ή της βασίλισσας, αλλά και ως αμαρτίες.[7]

Η έννοια του εγκλήματος στον μεσαίωνα ήταν ακαθόριστη, καθώς έγκλημα θεωρούνταν ο φόνος, αλλά και το να μην έχει κανείς δουλειά, ή να μην εργάζεται αρκετά σκληρά. Κάθε πράξη, όμως, που θεωρούνταν έγκλημα, επέφερε σκληρές τιμωρίες και βασανιστήρια. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ο θεσμός της αστυνομίας, οπότε η εφαρμογή του νόμου εξαρτύονταν από τον λαό[6][8]

  • Το δικαστήριο του βασιλιά:

Το δικαστήριο του βασιλιά διαχειριζόταν τα πιο σοβαρά εγκλήματα. Οι εγκληματίες περνούσαν από μια σειρά βασανιστηρίων για να κριθεί το αν ήταν αθώοι ή όχι.[6]

  • Βασανιστήρια με τη χρήση φωτιάς:

Σε αυτή τη μορφή "δίκης", ο κατηγορούμενος καλούνταν να κρατήσει μια καυτή μπάρα σιδήρου και να περπατήσει περίπου 3 μέτρα. Ύστερα, η πληγή τοποθετούνταν σε επίδεσμο. Μετά από 3 ημέρες ο κατηγορούμενος ξανακαλούνταν στο δικαστήριο, όπου του αφαιρούσαν τους επιδέσμους. Αν η πληγή είχε αρχίσει να επουλώνεται, ο κατηγορούμενος κρινόταν αθώος και, στην αντίθετη περίπτωση, ένοχος.[6][9]

  • Βασανιστήρια με τη χρήση νερού:

Σε αυτά τα βασανιστήρια, ο κατηγορούμενος δενόταν με σκοινί και ύστερα τον πετούσαν σε μια τεχνητή πισίνα με κρύο νερό. Αν ο κατηγορούμενος βυθιζόταν στο νερό, αυτό αποτελούσε σημάδι ότι ο Θεός τον δεχόταν, άρα ήταν αθώος, και έτσι, τον τραβούσαν έξω από το νερό. Αν όμως επέπλεε, το νερό και ο Θεός τον "απέρριπταν", άρα ήταν ένοχος.[6][9]

  • Δίκη μέσω μάχης:

Η επιλογή αυτή δινόταν κυρίως στους ευγενείς και η μάχη γινόταν μέχρι θανάτου. Η ιδέα πίσω από αυτή τη μορφή δίκης, είναι ότι ο Θεός θα έδινε δύναμη σε αυτόν που είχε το δίκιο. Ωστόσο πολλές φορές, λόγω σωματικών διαφορών, υπήρχε η δυνατότητα να καλέσει κάποιος κάποιον άλλον να πολεμήσει στη θέση του. Αυτή η μορφή δίκης είδε εκτενή χρήση και παρέμεινε στους νόμους της Αγγλίας μέχρι και το 1819.[6][9]

Ο Χριστιανισμός, όμως, εισήγαγε ταυτόχρονα τα πλεονεκτήματα της συγχώρεσης αλλά και της συμπόνιας και άρχισαν να εξελίσσονται οι απόψεις πάνω στην εγκληματικότητα και στην τιμωρία. Ο Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, Θωμάς Ακινάς, εξέφρασε καλύτερα τις ενδείξεις αυτές στην σύνοψή του "Summa Theologica".[10] Θεωρούνταν ότι ο Θεός είχε θεσπίσει μια «φυσική τάξη πραγμάτων», και τα εγκλήματα παραβίαζαν την τάξη αυτή. Όποιος διέπραττε έγκλημα είχε επίσης διαπράξει πράξη η οποία τον απομάκρυνε από τον δρόμο του Θεού.[10]

Η κοινωνία άρχισε να καταλαβαίνει, σταδιακά, ότι τα εγκλήματα βλάπτουν όχι μόνο το θύμα, αλλά και τον ίδιο τον εγκληματία. Ενώ οι εγκληματίες άξιζαν την τιμωρία, έπρεπε επίσης παράλληληα να τους λυπούνται, επειδή είχαν βρεθεί έξω από το δρόμο του Θεού. Αν και αυτές οι ιδέες προέρχονταν από θρησκευτικές μελέτες, οι έννοιες αυτές εξακολουθούν να επικρατούν στις κοσμικές μας απόψεις πάνω στα εγκλήματα και τις τιμωρίες που αυτά επιφέρουν.[10]

Οι ιδέες πάνω στο έγκλημα και την τιμωρία πήραν μια πιο κοσμική και ανθρωπιστική μορφή από όταν άρχισε να καθιερώνεται ο διαχωρισμός μεταξύ της εκκλησίας και του κράτους. Η σύγχρονη εγκληματολογία εξελίχθηκε μέσα από τη μελέτη της επιστήμης της κοινωνιολογίας.

Κλασσική σχολή εγκληματολογίας

Επεξεργασία

Η κλασσική σχολή εγκληματολογίας εμφανίζεται τον 18ο αιώνα, με επιρροές από φιλοσόφους του διαφωτισμού, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Βολταίρος, και ως στόχο της είχε την αναδιαμόρφωση του νομικού συστήματος σε μια πιο επιεική και ανθρώπινη μορφή και την προστασία των κατηγορουμένων από σκληρές τιμωρίες.[11] Η σχολή αυτή ιδρύθηκε από τους Jeremy Bentham και Cesare de Beccaria, γνώστες πάνω στα θέματα περί εγκλημάτων και νόμων.[12][13][14] Ο Bentham έδινε μεγαλύτερη έμφαση στο έγκλημα παρά στον εγκληματία και επικεντρωνόταν περισσότερο πάνω στις επιπτώσεις του εγκλήματος παρά στα κίνητρά του. Ρητό της κλασσικής σχολής ήταν το "Nullum crimen nulla poena sine lege", "κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο".[12]

Η Εγκληματολογία περιλαμβάνει κλάδους, όπως την

  • την Ανακριτική, η οποία μελετά τους τρόπους έρευνας για τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος,
  • την Σωφρονιστική, ή Ποινολογία, η οποία μελετά την αντίδραση της πολιτείας απέναντι στο έγκλημα με την επιβολή των ποινών, τον αντίκτυπο των ποινών στους θύτες και στα θύματα, και του όλου πλαισίου συμμόρφωσης και εκτέλεσης των ποινών
  • την Θυματολογία, τη μελέτη των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, τον ρόλο τους στην διάπραξη εγκλημάτων και τη μελέτη της διαδικασίας «θυματοποίησης»
  • την Αντεγκληματική πολιτική, την μελέτη των κανόνων και των αρχών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αντιμετώπιση του εγκλήματος
  • την Θεωρητική εγκληματολογία, η μελέτη της φύσης του εγκλήματος και η ερμηνεία του
  • την Εμπειρική εγκληματολογία, η συστηματική ανάλυση των εγκληματολογικών δεδομένων
  • την Συγκριτική εγκληματολογία,
  • και τέλος τη διάκριση μεταξύ Γενικής (που μελετά τη φύση του εγκλήματος και την ανθρώπινη προσωπικότητα)
  • και Κλινικής εγκληματολογίας που μελετά τα επιμέρους στοχεία του εγκλήματος, όπως αίτια ή κίνητρα

[15]

Παραπομπές - Πηγές

Επεξεργασία
  1. Timothy Roufa "The History of Criminology" Thebalancecareers.com
  2. "Revenge in the Old Testament"
  3. A. Ladikos "PLATO'S VIEWS ON CRIME AND PUNISHMENT" University of South Africa. (PDF)
  4. "Criminology: Intellectual History-Early Thinking About Crime And Punishment" law.jrank.org
  5. "Latin legal Terms" Lawteacher.net
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 "Crime & Punishment" Medievalchronicles.com
  7. "Divine right of kings-POLITICAL DOCTRINE" Encyclopaedia Britannica
  8. Scott Michael Rank, Ph.D. "Crime and Medieval Punishment-Medieval life" History on the Net.
  9. 9,0 9,1 9,2 Duncan Leatherdale (9 Φεβρουαρίου 2019), "Trial by ordeal: When fire and water determined guilt" BBC news.
  10. 10,0 10,1 10,2 Joseph L. Falvey, Jr (2004)"Crime and Punishment: A Catholic Perspective" The Catholic Lawyer: Vol. 43 : No. 1 , Article 7. scholarship.law.stjohns.edu. (PDF)
  11. "The Classical School of Criminological" lawteacher.net
  12. 12,0 12,1 Clarence Ray Jeffery (1959-1960),"The Historical Development of Criminology" scholarlycommons.law.northwestern.edu (PDF)
  13. William Sweet, "Jeremy Bentham" Internet Encyclopedia of Philosophy.
  14. Francis A. Allen, "Cesare Beccaria" britannica.com
  15. πηγή της υποενότητας :http://www.psychology.uoc.gr/files/items/1/1448/1-59.pdf Αρχειοθετήθηκε 2015-05-28 στο Wayback Machine.