Ο Λευτέρης Μαντζίκας γεννήθηκε το 1917 στη Λιγοψά των Ιωαννίνων. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας του Χρήστου και της Βασιλικής Μαντζίκα, το γένος Πατραμάνη. Είχε ακόμα μία αδερφή την Αναστασία. Ο πατέρας του μέχρι τότε εργαζόταν ως αρτεργάτης στην Αίγυπτο. Το 1919 σε ηλικία 2 ετών έχασε τη μητέρα του, Βασιλική 21 ετών, η οποία απεβίωσε έχοντας νοσήσει από την Ισπανική Γρίπη. Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια στη Λιγοψά όπου μεγάλωσε κυρίως με τις γιαγιάδες του, αφού ο πατέρας του έλειπε το μεγαλύτερο διάστημα για δουλειά. Ο πατέρας του παντρεύτηκε ξανά λίγα χρόνια μετά, την Παρασκευή Κυρίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, την Ευανθία, τη Σταυρούλα και τον Χαρίλαο. Το 1928, μόλις ο Λευτέρης τελείωσε την Ε’ τάξη του δημοτικού σχολείου, ταξίδεψε με τον πατέρα του στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στην ΣΤ’ τάξη και συνέχισε το σχολείο, ενώ ο Χρήστος Μαντζίκας ενοικίασε μαζί με τον Ιωάννη Ντίσκο με καταγωγή επίσης από τη Λιγοψά, έναν φούρνο.

Τον Ιούλιο του 1931 ο πατέρας του Λευτέρη αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του, αφήνοντας τη δουλειά που είχε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα χωρίς τον Λευτέρη, για να εργαστεί επίσης ως αρτεργάτης, κάνοντας παράλληλα και εποχικές αγροτικές εργασίες. Ο Λευτέρης έμεινε με τον θείο του Δημήτριο Πατραμάνη, αδερφό της μητέρας του, για να ολοκληρώσει τη Β’ τάξη του γυμνασίου. Από τον Σεπτέμβριο του 1931, έχοντας επιστρέψει πια και αυτός στα Γιάννενα και μαθητής της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, έμενε στον φούρνο όπου εργαζόταν ο πατέρας του. Τότε αρρώστησε από ελονοσία. Ο Βασίλης Μαντζίκας, αδερφός του πατέρα του, προσκάλεσε τον Λευτέρη στην Αθήνα για να αναρρώσει από την ελονοσία και να συνεχίσει το σχολείο. Εκεί έμενε στον φούρνο όπου δούλευε ο θείος του και σιτιζόταν με βιβλιάριο από τοπική ταβέρνα. Ο Λευτέρης, που δεν ήθελε να στηρίζεται πια οικονομικά από κανέναν, ζήτησε δουλειά στο παντοπωλείο των Αδερφών Κίκιζα, όπου προσλήφθηκε ως βοηθός του λογιστή Χρήστου Λαμπαδαράκη. Με κόπο και πολλές στερήσεις, παράλληλα με τη δουλειά τα βράδια διάβαζε κι έτσι αποφοίτησε του νυχτερινού εξατάξιου γυμνασίου και συνέχισε τις σπουδές του στην επίσης νυχτερινή τριετή Εμπορική Ιδιωτική Σχολή «Φοίνιξ».

Τον Οκτώβριο του 1938 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως ναύτης στον Πόρο και στη συνέχεια στον στρατό ξηράς με τοποθέτησή του στη Μυτιλήνη. Μετά ήρθε ο πόλεμος. Τον Ιανουάριο του 1941 βρέθηκε κληρωτός στη πρώτη γραμμή στην Κλεισούρα όπου υπηρέτησε την πατρίδα του μέχρι τον Απρίλιο του 1941.

Όταν το μέτωπο κατέρρευσε γύρισε με ελαφρά κρυοπαγήματα στη Λιγοψά και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου αρραβωνιάστηκε τη Μαρίνα Ντίσκου, κόρη του αρτοποιού Ιωάννη Ντίσκου την οποία για πρώτη φορά γνώρισε στο καράβι «Ο Γλάρος» που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Πρέβεζα. Ο γάμος τους ήρθε λίγους μήνες μετά, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1941. Εργαζόταν και οι δύο στον οικογενειακό φούρνο ο οποίος έπειτα από μεγάλες δυσκολίες κατάφερε να επιβιώσει από τις καταστροφές του πολέμου και η λειτουργία του συνεχίστηκε μέχρι το 2014 στο Κολωνάκι με την επωνυμία «Κομπλέ». Η καθημερινή του επαφή με τους εμπόρους σιτηρών και αλεύρων σε συνδυασμό με το διορατικό του πνεύμα και τις γνώσεις του από τις σπουδές του στην εμπορική σχολή, τον ώθησαν σε μια απόφαση που άλλαξε για πάντα τη ζωή του, αλλά και την ιστορία της ελληνικής και παγκόσμιας βιομηχανίας ζυμαρικών.

Έτσι, με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα, ξεκίνησε η επιχειρηματική δράση του Λευτέρη. Τον Μάρτιο του 1945 μαζί με τον φίλο του Εμμανουήλ Παπαναστασίου, πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία ο οποίος είχε εργαστεί τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες βιοτεχνίες ζυμαρικών, και με την κατάθεση μικρών κεφαλαίων, ίδρυσαν στην Αθήνα τη βιοτεχνία ζυμαρικών «Ρεκόρ». Τον Οκτώβριο του 1953 προχώρησαν στη συνένωση της βιοτεχνίας «Ρεκόρ» με τη βιοτεχνία «Θρίαμβος» της οικογένειας Θεοδωράκη με έδρα την Αθήνα και της εταιρίας «Α.Ε. Παπαχρυσάνθου και Καμπέρου» με έδρα την Πάτρα. Στην πορεία, δαπανώντας το ποσό των 10.000 δραχμών, εξαγόρασαν την επωνυμία της εταιρίας MISKO (ΜΙΣΚΟ όπως ήταν η αρχική επωνυμία) με έδρα την Αθήνα, η οποία είχε ήδη χρεωκοπήσει την περίοδο του πολέμου. Η ιστορία της MISKO είχε ξεκινήσει ως εργαστήρι παρασκευής ζυμαρικών το 1927 στον Πειραιά από τις οικογένειες του Φώτη Μιχαηλίδη, βιοτέχνη ζυμαρικών με καταγωγή από τη Μικρά Ασία και του Μίνωα Κωνσταντίνη, Έλληνα από τα Χανιά με εβραϊκή καταγωγή. Μάλιστα, λέγεται ότι η εταιρία πήρε το όνομά της από τα αρχικά των επωνύμων των δύο ιδρυτών της, Μιχαηλίδης – Κωνσταντίνης.

Έτσι δημιουργήθηκε το 1953 στην Πάτρα η πρώτη εταιρία ζυμαρικών με καθαρά ευρωπαϊκά πρότυπα και η άνοδος για τη MISKO δεν άργησε να έρθει.

Τα μέσα της δεκαετίας του ’50 αποτέλεσαν εποχή ορόσημο για την εταιρία. Σύμφωνα με αναφορά που υπάρχει στο βιβλίο του Β. Κραψίτη «Ο Λευτέρης Μαντζίκας – Μέγας Ηπειρώτης Ευεργέτης», ένα ταξίδι του Λευτέρη στην περιοχή των Μετεώρων έγινε η αφορμή της δημιουργίας της πασίγνωστης διαφήμισης με έναν καλόγερο που ξεκινούσε για τα ψώνια της μονής με το γαϊδουράκι του, και στο βάθος ένας άλλος ηγούμενος τού υπενθύμιζε τη μάρκα των μακαρονιών. Στη λεζάντα της υπήρχε μια φράση που έγινε μία από τις πιο χαρακτηριστικές διαφημίσεις όλων των εποχών, «Ακάκιε, μην ξεχάσεις τα μακαρόνια να είναι ΜΙΣΚΟ», και ο Ακάκιος εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να κοσμεί όλες τις συσκευασίες των ζυμαρικών της εταιρίας.

Η διαφήμιση εκτόξευσε τις πωλήσεις τής βιοτεχνίας. Η MISKO υπήρξε η πρώτη ελληνική βιομηχανία ζυμαρικών που συσκεύασε τα μακαρόνια, καταργώντας την χύμα διάθεση και βάζοντας τέλος στη νοθεία. Τα πρώτα πακέτα ήταν γεγονός. Κυλινδρικά, του ενός κιλού, ιδανικά για το κυριακάτικο τραπέζι μιας οικογένειας. Έπειτα από εισήγηση του Λευτέρη ως προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Σ.Ε.Β., εκδόθηκαν ειδικές αγορανομικές διατάξεις που κατέστησαν επώνυμα τα ζυμαρικά και διασφαλίστηκαν άμεσα τα συμφέροντα των αγοραστών. Οι καινοτομίες διαδέχθηκαν η μία την άλλη και η MISKO κατέκτησε την πρώτη θέση στην αγορά ζυμαρικών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 παρασκεύασε πρώτη νέα προϊόντα, όπως κριθαράκι, σπαγγετίνι με αυγό, χυλοπίτες Μετσοβίτικες και ταλιατέλες με ντομάτα. Η παρασκευή των ζυμαρικών της γινόταν από 100% σιμιγδάλι από υψηλής ποιότητας ελληνικό σκληρό σιτάρι, στηρίζοντας έτσι δεκάδες Έλληνες παραγωγούς. Η επιλογή των καλύτερων πρώτων υλών, αποτελούσε τη σημαντικότερη από τις προδιαγραφές της βιοτεχνίας. Όλα πλέον παραγόταν αυτόματα και με συνθήκες που διασφάλιζαν την υγιεινή και την ασφάλεια του Έλληνα καταναλωτή, αφού το εργοστάσιο στην Πάτρα ήταν το πρώτο εργοστάσιο αυτοματοποιημένης παραγωγής ζυμαρικών στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον Σ.Ε.Β., το 1978 η ΜΙΣΚΟ ήταν η 36η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ελλάδας, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες ζυμαρικών στην Ευρώπη. Το πρότυπο εργοστάσιο στην Πάτρα ήταν από τα πιο σύγχρονα στα Βαλκάνια αλλά και ευρύτερα της Ευρώπης. Η παραγωγή της κάλυπτε το 37% της ελληνικής κατανάλωσης, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα και εξαγωγές. Οι διακρίσεις δεν άργησαν να έρθουν. Το 1979, της απονεμήθηκε το βραβείο «Χρυσός Ερμής», για τις εξαγωγικές της δραστηριότητες στη Μέση Ανατολή, την Ασία, και την Αφρική, μία μόνο διάκριση από τις συνολικά 56 που απέσπασε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Η έδρα της ήταν στην Αθήνα, ενώ το κεντρικό της εργοστάσιο στην Πάτρα. Διατηρούσε επίσης υποκαταστήματα στη Θεσσαλονίκη, στα Ιωάννινα, στη Λάρισα, στην Πάτρα και στο Ηράκλειο.

Το 1992 η ιταλική Barilla SpA εξαγόρασε τη MISKO, διατηρώντας ωστόσο τον ΛΜ σαν επίτιμο πρόεδρο της βιομηχανίας μέχρι τον θάνατό του. Λίγο καιρό μετά, ο Λ.Μ. ίδρυσε τη «ΘΕΟΜΑΡ», μια εταιρία επεξεργασίας μαρμάρων, δίνοντας έτσι συνέχεια στην αξιοσημείωτη επιχειρηματική του δραστηριότητα.

Συνεργάτες

Καθοριστική υπήρξε και η στήριξη των συνεργατών του Λευτέρη Μαντζίκα σε όλα τα στάδια της επιχειρηματικής του πορείας.

Χαρίλαος Μαντζίκας, ετεροθαλής αδερφός του Λευτέρη και διευθυντής της «BANTA», θυγατρικής εταιρίας της MISKO.

Νίκος Χυτόπουλος, ιστορικός διευθυντής του εργοστασίου της Πάτρας μέχρι το 1983.

Αντώνης Θεοδωράκης, ο οικονομικός διευθυντής της ΜΙΣΚΟ μέχρι το 1982.

Άγγελος Ασωνίτης, γέννημα θρέμμα της MISKO από το 1975, στέλεχος πωλήσεων και στη συνέχεια ο επόμενος διευθυντής του εργοστασίου της Πάτρας μέχρι και το 1992, φίλος, κουμπάρος αλλά και πιστός υποστηρικτής τού Λ.Μ. σε κάθε του βήμα.

Κώστας Αναγνωστόπουλος, εμπορικός διευθυντής της MISKO.

Λεύκιος Αλωνεύτης, ιδιοκτήτης της διαφημιστικής εταιρίας ΛΑΜΔΑ – ΑΛΦΑ και διαφημιστής της βιοτεχνίας από το 1968 και για 20 ολόκληρα χρόνια.

Σωματεία

Ο Λευτέρης Μαντζίκας υπήρξε πρόεδρος και ενεργό μέλος σε πάνω από δέκα σωματεία και συνδέσμους, μεταξύ των οποίων και τα παρακάτω.

Διετέλεσε πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Βιομηχάνων Ζυμαρικών (Π.Σ.Β.Ζ.) για 32 συνεχή χρόνια και πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Βιομηχάνων Ζυμαρικών των 12 χωρών της πρώην Ε.Ο.Κ. (UN.A.F.P.A.). Υπήρξε μέλος του γενικού συμβούλιου του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Σ.Ε.Β., στο γενικού συμβουλίου των Ανωνύμων Εταιριών Ε.Π.Ε. και του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγών. Το 1957 ίδρυσε στην Αθήνα την «Αδελφότητα Λιγοψάς», της οποίας υπήρξε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου για 31 ολόκληρα χρόνια. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος για 15 χρόνια, χρηματοδοτώντας την, επίσης, ώστε να αποκτήσει ιδιόκτητα γραφεία στην Αθήνα. Το 1984, η ομοσπονδία ανακήρυξε τον Λευτέρη ως Μέγα Ηπειρώτη Ευεργέτη. Επίτιμος πρόεδρος και ευεργέτης της Ομοσπονδίας Πωγωνησίων και Μουργκάνας καθώς και άλλων σωματείων και αδελφοτήτων, και ισόβιο μέλος Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας (του Αρσάκειου) και του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.

Φιλανθρωπίες

Ο Λ.Μ. δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του τη Λιγοψά, προσφέροντας με κάθε ευκαιρία στήριξη για την αντιμετώπιση καθημερινών δυσκολιών αλλά και δωρίζοντας αμύθητα ποσά σε οργανισμούς, ιδρύματα, νοσοκομεία, εκκλησιαστικούς ναούς, στην κοινότητα της Λιγοψάς χρηματοδοτώντας πολλά έργα αλλά προσφέροντας οικονομική βοήθεια ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο αμέτρητους ανθρώπους που συνάντησε στη ζωή του. Ενδεικτικά κάποιες από τις φιλανθρωπίες, αναφέρονται παρακάτω.

Οικονομική βοήθεια για την οικοδόμηση της αίθουσας διδασκαλίας στη Στέγη Προβληματικών Παιδιών Ηπείρου στη Ζίτσα. Ενίσχυση για την ανοικοδόμηση του Πνευματικού κέντρου «Τσακάλωφ» των Ιωαννίνων, δωρεές στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (ιατρική σχολή), στην εταιρία Ηπειρωτικών Μελετών, στον Σύλλογο Πολυτέκνων Γονέων των Ιωαννίνων, στο λύκειο Ελληνίδων, επιχορήγηση των σπουδαστών από τη Λιγοψά αλλά και παιδικό συσσίτιο στο δημοτικό σχολείο Λιγοψάς. Επιπλέον, στο Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, στο Πατριαρχείο και στο Άγιο Όρος. Αναρίθμητες είναι και οι επιχορηγήσεις για κοινοτικά έργα που αφορούν ανακατασκευές σε εκκλησίες, πλατείες και παιδικές χαρές. Ενίσχυσε, ακόμα, με τόνους ζυμαρικών την Καλαμάτα, τη Ρουμανία και την Αιθιοπία.

Απέσπασε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του πολλές διακρίσεις και βραβεία και τιμήθηκε επάξια για την ευεργεσία και την ανιδιοτελή προσφορά του. Λειτουργούσε πάντα με την ψυχή και με γνώμονα την αγάπη αφήνοντας έτσι πίσω του μία ανυπολόγιστης αξίας πνευματική και ανθρωπιστική διαθήκη.

Στις 28 Φεβρουαρίου 2008, ο «Μέγας Ηπειρώτης Ευεργέτης» απεβίωσε σε ηλικία 91 ετών. Έντεκα μέρες νωρίτερα είχε αποχαιρετίσει για πάντα τη σύντροφο της ζωής του, Μαρίνα, με την οποία είχαν περάσει μαζί 67 ολόκληρα χρόνια.

Ο Λευτέρης και η Μαρίνα απέκτησαν μαζί δύο κόρες. Τη Βασιλική, σύζυγο του Δημητρίου Παντζόπουλου ασχολούμενου με ναυτιλιακές επιχειρήσεις, και την Ειρήνη, σύζυγο του Αθανασίου Γιώτη βιομήχανου μπαχαρικών. Ιδιαίτερη αδυναμία έτρεφε για τα τέσσερα εγγόνια του. Τους Λευτέρη και Ματθαίο Παντζόπουλο, παιδιά της Βασιλικής και τους Χρήστο και Μαρίνα Γιώτη, παιδιά της Ειρήνης.

Για τη συγγραφή του παρόντος χρονογραφήματος χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το βιβλίο του Βασίλη Κραψίτη, «Ο Λευτέρης Χρ. Μαντζίκας – Μέγας Ηπειρώτης Ευεργέτης», Αθήνα 1993.