Ο Ευφήμιος (λατιν.: Euphemius, άκμασε το 826), ήταν Ρωμαίος διοικητής στη Σικελία, ο οποίος εξεγέρθηκε εναντίον του Αυτοκρατορικού κυβερνήτη το 826 και κάλεσε τους Αγλαβίδες να τον βοηθήσουν, ξεκινώντας έτσι τη Μουσουλμανική κατάκτηση της Σικελίας .

Ευφήμιος (Σικελίας)
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση8ος αιώνας[1]
Θάνατος830
Έννα
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςναύαρχος
Τοπογραφικός χάρτης της Σικελίας

Βιογραφία

Επεξεργασία

Ο Ευφήμιος ήταν στρατιωτικός διοικητής της Ρωμανίας. Το 826 ήταν τουρμάρχης και διορίστηκε από τον νέο κυβερνήτη τού θέματος της Σικελίας, τον πατρίκιο Κωνσταντίνο Σούδα, ως επικεφαλής τού στόλου της επαρχίας. Σύμφωνα με τον Άραβα ιστορικό Ιμπν αλ-Αθίρ, ο Ευφήμιος επιτέθηκε στην Ιφρικίγια, κατέσχεσε ορισμένα εμπορικά σκάφη, πριν αυτά μπορέσουν να εισέλθουν σε ασφαλή λιμάνια και λεηλάτησε τις ακτές[2][3]. Ενώ ο Ευφήμιος ήταν στην Αφρική, ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ ο εξ Αμορίου έστειλε μία επιστολή με εντολή καθαίρεσης και τιμωρίας. Ο Ευφημίας το έμαθε, ενώ επέστρεφε στη Σικελία με τα πλοία του και υποστηριζόμενος από τον στόλο, εξεγέρθηκε. Ανακηρύχθηκε «αυτοκράτορας» και έπλευσε για την πρωτεύουσα της Σικελίας, τις Συρακούσες, η οποία κατελήφθη γρήγορα. Ο Κωνσταντίνος Σούδας είτε απουσίαζε από την πόλη, είτε έφυγε στην ενδοχώρα όταν εκείνος πλησίαζε, αλλά σύντομα συγκέντρωσε στρατό και τού επιτέθηκε. Ο Ευφημίας κέρδισε και ανάγκασε τον κυβερνήτη να αναζητήσει καταφύγιο στην Κατάνη. Όταν ο Ευφημίας έστειλε τις δυνάμεις του εναντίον της Κατάνης, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να διαφύγει ξανά, αλλά συνελήφθη και εκτελέστηκε[4] [3].

Το ιστορικό αυτών των γεγονότων είναι ασαφές[5]. Σύμφωνα με τους Συνεχιστές του Θεοφάνη, ο Ευφημίας είχε απαγάγει τη μοναχή Χομονίζα από το μοναστήρι της και την πήρε ως σύζυγό του. Τα αδέλφια της διαμαρτυρήθηκαν στον Αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε τον κυβερνήτη του νησιού να ερευνήσει το ζήτημα και εάν διαπιστωθούν αλήθειες, να κόψουν τη μύτη του Ευφημίου ως τιμωρία[6]. Το Chronicon Salernitanum αναφέρει μία διαφορετική παραλλαγή της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία ο Ευφημίας ήταν μνηστευμένος με τη Χομονίζα, αλλά ο κυβερνήτης της Σικελίας την έδωσε ως σύζυγο σε άλλον, ο οποίος είχε δωροδοκήσει τον κυβερνήτη. Αυτό οδήγησε τον Ευφήμιο να ορκιστεί εκδίκηση εναντίον του κυβερνήτη[5]. Αρκετοί ιστορικοί έχουν αμφιβάλλει γι' αυτές τις «ρομαντικές» ιστορίες ως προς την προέλευση της εξέγερσης του Ευφημίου. Οι Συνεχιστές αναφέρουν επίσης ότι εξεγέρθηκε μαζί με «μερικούς από τους συναδέλφους του τουρμάρχες», υποδεικνύοντας μία ευρύτερη δυσαρέσκεια μεταξύ των επαρχιακών διοικητών[5]. Όπως παρατήρησε ο Αλεξάντρ Βασίλιεφ, η Σικελία είχε ήδη δείξει από πριν τάσεις εναντίον της Αυτοκρατορικής κυβέρνησης, όπως οι εξεγέρσεις του Βασίλειου Ονομάγουλου το 718 και του Ελπίδιου το 781-2[4] Σύμφωνα με τον Βασίλιεφ, ο φιλόδοξος διοικητής απλώς χρησιμοποίησε μία ευνοϊκή στιγμή -όταν η Ρωμαϊκή κυβέρνηση είχε αποδυναμωθεί από την πρόσφατη εξέγερση του Θωμά του Σλάβου και από τη μέριμνά της με την ταυτόχρονη μουσουλμανική κατάκτηση της Κρήτης- για να καταλάβει την εξουσία[7]. Ο Γερμανός ιστορικός Έκεχαρντ Άικοφ εικάζει, ότι ο Ευφήμιος μπορεί να θεωρήθηκε αναξιόπιστος από την Αυτοκρατορική κυβέρνηση και ότι η επιδρομή του εναντίον της Ιφρικίγια -η πρώτη τέτοια επιχείρηση που αναφέρεται για τον Ρωμαϊκό στόλο- έγινε με πρωτοβουλία του Ευφημίου, κάτι που δείχνει τον ορμητικό του χαρακτήρα και μπορεί αυτό να ήταν ο λόγος, για τον οποίο διατάχθηκε η σύλληψή του από τον Αυτοκράτορα, ο οποίος προτίμησε να διατηρήσει μία παθητική στάση για τη Δύση[2]. Στην παραδοσιακή ιστοριογραφία, ο Ευφημίας θεωρείται πρωταθλητής της αυτονομίας της Σικελίας εναντίον της Κωνσταντινούπολης και όχι Αυτοκρατορικός σφετεριστής, αλλά σε μία πρόσφατα δημοσιευμένη σφραγίδα, ο ίδιος αποκαλείται «Αυτοκράτορας των Ρωμαίων», δείχνοντας έτσι σαφώς τις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες[8].

Όποιος και αν είναι ο πραγματικός λόγος για την εξέγερσή του, αμέσως μετά τη νίκη του επί του Κωνσταντίνου Σούδα, ο Ευφήμιος εγκαταλείφθηκε από έναν στενό του σύμμαχο, έναν άνθρωπο γνωστό μέσω αραβικών πηγών ως «Μπαλάτα» (σύμφωνα με τον Βασίλιεφ το όνομα είναι πιθανώς μία παραφθορά του τίτλου του, ενώ ο Τρέντγκολντ ισχυρίζεται ότι ονομαζόταν Πλάτωνας και ήταν πιθανώς Αρμένιος). Ο Μπαλάτα ήταν προφανώς επιφορτισμένος με την επέκταση της κυριαρχίας τού Ευφημίου στη δυτική Σικελία και ιδιαίτερα στο Παλέρμο, όπου ο εξάδελφός του Μιχαήλ ήταν κυβερνήτης. Οι δύο άνδρες καταδίκασαν τον σφετερισμό του Ευφημίου για τον αυτοκρατορικό τίτλο και βάδισαν εναντίον των Συρακουσών, νίκησαν τον Ευφήμιο και κατέλαβαν την πόλη[3][4].

 
Σόλιδος του Μιχαήλ Β΄ και του γιού του Θεοφίλου. Επιγρ,: MIXAHL BASILEYS / ΘΕΟFILO DESP + E.

Συμμαχία με τους Αγλαβίδες, επιστροφή στη Σικελία και τέλος

Επεξεργασία

Όπως ο Ελπίδιος τη δεκαετία του 780, ο Εύφημος αποφάσισε να βρει καταφύγιο ανάμεσα στους εχθρούς της Αυτοκρατορίας και με λίγους υποστηρικτές έφτασε στην Ιφρικία. Εκεί έστειλε μία αντιπροσωπεία στην Αυλή των Aγλαβιδών, η οποία ζήτησε από τον εμίρη Ζιγιαμπάτ Αλλάχ έναν στρατό για να βοηθήσει τον Ευφήμιο να κατακτήσει τη Σικελία, μετά από το οποίο θα καταβάλλει στους Αγλαβίδες ετήσια εισφορά[9][10]. Αυτή η προσφορά παρουσίαζε μία μεγάλη ευκαιρία για τους Αγλαβίδες. Ο Ζιγιαμπάτ Αλλάχ μόλις είχε καταστείλει μία επικίνδυνη τριετή εξέγερση της αραβικής άρχουσας τάξης, αλλά η κυριαρχία του μαστιζόταν από μακροχρόνιες εθνοτικές εντάσεις μεταξύ των Αράβων εποίκων και των Βερβέρων και από την κριτική από τους νομικούς της σχολής των Μαλικιτών για τη φροντίδα των Αγλαβιδών με κοσμικές ανησυχίες, το «μη ισλαμικό» σύστημα φορολογίας και τον πολυτελή τρόπο ζωής τους. Μία εισβολή στη Σικελία υποσχόταν να εκτρέψει τις ενέργειες των ανήσυχων στρατιωτών του σε πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις, καθώς και να κερδίσει για το καθεστώς του το κύρος της διεξαγωγής ιερού πολέμου εναντίον των απίστων[11][12]. Το συμβούλιο του Ζιγιαμπάτ Αλλάχ διαιρέθηκε για το ζήτημα, αλλά επηρεάστηκε από τον σεβαστό καδή τού Καϊρουάν, Ασάντ ιμπν αλ-Φουράτ, ο οποίος τοποθετήθηκε ως επικεφαλής της εκστρατευτικής δύναμης. Ο μουσουλμανικός στρατός λέγεται ότι αποτελείτο από 10.000 στρατιώτες πεζούς και 700 ιππείς, κυρίως Άραβες της Ιφρικίγια και Βερβέρους, αλλά ενδεχομένως και μερικούς Κουρασανούς. Ο στόλος περιελάμβανε 70 ή 100 πλοία, στα οποία προστέθηκαν τα πλοία του Ευφημίου[4][13][11].

Στις 14 Ιουνίου 827 οι συμμαχικοί στόλοι έπλευσαν από τον κόλπο του Σους και μετά από τρεις ημέρες έφτασαν στη Μαζαρά στη νοτιοδυτική Σικελία, όπου αποβιβάστηκαν. Εκεί συναντήθηκαν με στρατιώτες πιστούς στον Ευφήμιο, αλλά η συμμαχία άρχισε σύντομα να διασπάται: ένα μουσουλμανικό απόσπασμα εξέλαβε κατά λάθος μερικούς από τους οπαδούς του Ευφημίου για Αυτοκρατορικά στρατεύματα και ακολούθησε αψιμαχία. Παρόλο που οι στρατιώτες τού Ευφημίου διατάχθηκαν να τοποθετήσουν ένα κλαδάκι στα κράνη τους ως διακριτικό σήμα, ο Ασάντ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να διεξάγει την εκστρατεία χωρίς αυτούς[4]. Είναι σαφές ότι ο Ευφήμιος είχε ήδη χάσει τον έλεγχο της εκστρατείας από τον Ασάντ και ότι ο στρατός εισβολής, ο οποίος σε κάθε περίπτωση ήταν συντριπτικά μουσουλμανικός, εξυπηρετούσε άλλους σκοπούς εκτός του δικού του[10]. Λίγο αργότερα ο Μπαλάτα, ο οποίος φαίνεται να ανέλαβε τα καθήκοντα, αν όχι τον τίτλο, του Αυτοκρατορικού κυβερνήτη στο νησί, εμφανίστηκε κοντά. Οι Μουσουλμάνοι νίκησαν τον Μπαλάτα, ο οποίος υποχώρησε πρώτος στην Έννα και από εκεί στην Καλαβρία της ηπειρωτικής Ιταλίας, όπου ίσως ήλπιζε να συγκεντρώσει περισσότερα στρατεύματα. Αντ' αυτού, πέθανε εκεί λίγο μετά την άφιξή του[10][4]. Ο Μιχαήλ παρέμεινε υπεύθυνος για το Παλέρμο, αλλά αλλού στο νησί η αντίσταση φαίνεται να ήταν ελάχιστη[14]. Ο Ασάντ στράφηκε προς τις Συρακούσες, αλλά σταμάτησε την προέλαση, όταν μία πρεσβεία από την πόλη προσφέρθηκε να πληρώσει εισφορά υποτέλειας στους μουσουλμάνους. Τη στιγμή αυτή, ο Ευφημίας άρχισε να μετανιώνει για τη συμμαχία του με τους Αγλαβίδες και άνοιξε μυστικές επαφές με τους Αυτοκρατορικούς, προτρέποντάς τους να αντισταθούν στους Άραβες. [4] Έχοντας κερδίσει χρόνο για να προετοιμάσουν την άμυνά τους, οι κάτοικοι των Συρακουσών αρνήθηκαν να πληρώσουν το υπόλοιπο της εισφοράς και οι Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν την Πολιορκία των Συρακουσών. Η πολιορκία διήρκεσε μέχρι την άνοιξη του 828, όταν η εξάπλωση λοιμού σκότωσε τον Ασάντ και η άφιξη ενός Ρωμαϊκού στόλου ανάγκασε τους Μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν την επιχείρηση. Οι Άραβες προσπάθησαν να ταξιδέψουν πίσω στην Ιφρικία, αλλά εμποδίστηκαν από τον Ρωμαϊκό στόλο. Επειδή παρακωλύθηκε, ο μουσουλμανικός στρατός έκαψε τα πλοία του και υποχώρησε στην περιοχή του κάστρου του Μίνεο, το οποίο κατέλαβαν[4] [3].

Αφού το Μίνεο παραδόθηκε, ο μουσουλμανικός στρατός χωρίστηκε: το ένα μέρος κατέλαβε τον Ακράγαντα στα δυτικά, ενώ το άλλο, μαζί με τον Ευφήμιο, επιτέθηκε στην Έννα. Η φρουρά της Έννα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις, προσφερόμενη να αναγνωρίσει την εξουσία του Ευφημίου, εάν θα κρατούσε τους μουσουλμάνους μακριά. Πεπεισμένος ότι είχε επιτύχει, ο Ευφήμιος πήγε με μία μικρή συνοδεία να συναντηθεί με δύο αδέλφια, που είχαν οριστεί ως απεσταλμένοι και μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου[4][3]. Είναι άγνωστο τι συνέβη στους υποστηρικτές τού Ευφημίου μετά τον θάνατό του, εάν διασκορπίστηκαν ή συνέχισαν να πολεμούν μαζί με τους μουσουλμάνους[11].

Υστεροφημία

Επεξεργασία

Η ιστορία του Eυφήμιου ενέπνευσε το δράμα του Σίλβιο Πέλικο Ευφήμιος της Μεσσήνας (1830), την όπερα του 1833 Ειρήνη, ή η πολιορκία της Μεσσήνας, από τον Τζιοβάννι Πατσίνι και μία όπερα του 1853 του Κάρλο-Αντρέα Γκαμπίνι.

Εμφανίζεται από τον Αλμπάνο Γιερόνιμο στην 5η περίοδο της τηλεοπτικής σειράς Βίκινγκς .

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 23  Νοεμβρίου 2018.
  2. 2,0 2,1 Eickhoff 1966, σελ. 68.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Treadgold 1988.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 4,8 Vasiliev 1935.
  5. 5,0 5,1 5,2 PmbZ.
  6. Treadgold 1988, σελ. 249.
  7. Vasiliev 1935, σελ. 71.
  8. Prigent 2006b.
  9. Vasiliev 1935, σελ. 72.
  10. 10,0 10,1 10,2 Treadgold 1988, σελ. 250.
  11. 11,0 11,1 11,2 Metcalfe 2009.
  12. Abun-Nasr 1987.
  13. Eickhoff 1966.
  14. Treadgold 1988, σελ. 251.
  • Abun-Nasr, Jamil M. (1987). A History of the Maghrib in the Islamic Period. Cambridge University Press. ISBN 0-521-33767-4.
  • Eickhoff, Ekkehard (1966). Seekrieg und Seepolitik zwischen Islam und Abendland: das Mittelmeer unter byzantinischer und arabischer Hegemonie (650-1040) (in German). De Gruyter.
  • Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2013). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften. Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt (in German). Berlin and Boston: De Gruyter.
  • Metcalfe, Alex (2009). The Muslims of Μedieval Italy. Edinburgh: Edinburgh University Press. ISBN 978-0-7486-2008-1.
  • Prigent, Vivien (2006). "La carrière du tourmarque Euphèmios, basileus des Romains". In Jacob, André; Martin, Jean-Marie; Noyé, Ghislaine (eds.). Histoire et culture dans l'Italie byzantine: acquis et nouvelles recherches (in French). Rome: École française de Rome. pp. 279–317. ISBN 2-7283-0741-5.
  • Prigent, Vivien (2006). "Pour en finir avec Euphèmios, basileus des Romains". Mélanges de l'École française de Rome. Moyen Âge (in French). 118 (2): 375–380.

Treadgold, Warren (1988). The Byzantine Revival, 780–842. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 978-0-8047-1462-4.

  • Vasiliev, A. A. (1935). Byzance et les Arabes, Tome I: La Dynastie d'Amorium (820–867) (in French). French ed.: Henri Grégoire, Marius Canard. Brussels: Éditions de l'Institut de Philologie et d'Histoire Orientales.