Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά

Ελληνορθόδοξο χριστιανικό μοναστήρι (το αρχαιότερο)
(Ανακατεύθυνση από Ιερά Μονή του Σινά)

Συντεταγμένες: 28°33′20.99″N 33°58′32.02″E / 28.5558306°N 33.9755611°E / 28.5558306; 33.9755611

Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά (αραβικά: دير القدّيسة كاترين‎‎), επισήμως γνωστή ως Ιερά Αυτόνομος Βασιλική Μονή Αγίας Αικατερίνης του Αγίου και Θεοβαδίστου Όρους Σινά, θεωρείται ως η παλαιότερη χριστιανική μονή στον κόσμο, παρόλο που και η Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου κοντά στο Κάιρο, κατέχει ανάλογη διάκριση. Είναι κτισμένη στις παρυφές του όρους Σινά, στα νότια της ομώνυμης χερσονήσου της Αιγύπτου.

Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά
Μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης
Χάρτης
Είδοςμοναστήρι
Αρχιτεκτονικήβυζαντινή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες28°33′21″N 33°58′32″E
ΘρήσκευμαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Θρησκευτική υπαγωγήΕκκλησία του Όρους Σινά
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Νοτίου Σινά
ΤοποθεσίαΑγία Αικατερίνη
ΧώραΑίγυπτος
Έναρξη κατασκευής548
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το όρος Σινά κατά την χριστιανική παράδοση χαρακτηρίζεται ως θεοβάδιστο, καθώς εκεί, σύμφωνα με τη Βιβλική αφήγηση, παρέλαβε τις Δέκα Εντολές από τον Θεό ο Μωυσής (Έξοδος 19). Η μονή είναι χτισμένη στο σημείο όπου, επίσης κατά την παράδοση, βρισκόταν η «φλεγόμενη βάτος» του Μωυσή. Η βάτος βρίσκεται σήμερα εντός της μονής.

Λόγω της απομονωμένης τοποθεσίας της, η Μονή της Αγίας Αικατερίνης είναι ένα από τα λίγα μοναστήρια που κατοικούνται μόνιμα από την ύστερη αρχαιότητα και δεν έχουν καταστραφεί ποτέ. Η κύρια εκκλησία της μονής (εκκλησία της Θεοτόκου) είναι ένα πολύ καλά διατηρημένο πρώιμο βυζαντινό κτίσμα, με γλυπτά εποχής και ψηφιδωτά. Η εκτεταμένη συλλογή εικόνων, που περιλαμβάνει αριστουργήματα του 6ου και 7ου αιώνα, είναι μοναδική σε ποιότητα και ποικιλομορφία, ενώ τα χειρόγραφα και τα βιβλία της μονής είναι συγκρίσιμα μόνο με αυτά της Βιβλιοθήκης του Βατικανού.

Βρισκόμενη εντός της σφαίρας επιρροής των παλαιφάτων Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, η Αρχιεπισκοπή Σινά απέκτησε κανονική αυτονομία το 1575. Σήμερα, η Μονή της Αγίας Αικατερίνης, μαζί με ένα γυναικείο μοναστήρι στο Ουάντι Φιράν (Φαράν), μερικές οικογένειες κυρίως ελληνικής καταγωγής στην παραθαλάσσια πόλη αλ-Τουρ (Ραϊθώ) και μαζί με τα μετόχιά της στη χερσόνησο και όλη την Αίγυπτο, συναποτελούν την Ορθόδοξη Εκκλησία του Όρους Σινά, τη μικρότερη από τις αυτόνομες ορθόδοξες εκκλησίες. Ο εκάστοτε ηγούμενος της μονής είναι επίσης ο Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ.[1] Εκλέγεται από τους μοναχούς της Σιναϊτικής Αδελφότητας και χειροτονείται από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Ηγούμενος είναι από τις 23 Δεκεμβρίου 1973 ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός.

Η Μονή αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 2002.

Ονομασία

Επεξεργασία

Η Μονής αναφέρεται σε πρώιμες βυζαντινές πηγές ως «τοῦ βάτου».[2] Δεδομένου ότι η κύρια εκκλησία ήταν εξαρχής αφιερωμένη στη Θεοτόκο, ονομαζόταν «Μονή της Παναγίας» και το οχυρωμένο από την εποχή του Ιουστινιανού μοναστήρι. Η αλλαγή από «Μονή της Παναγίας» σε «Μονή της Αγίας Αικατερίνης», η οποία εντοπίζεται χρονολογικά στη Λατινική Δύση κατά τα χρόνια του Πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ (1316–1334) και στην Ανατολή λίγο αργότερα, είναι συνέπεια της ακμής της λατρείας της Αγίας Αικατερίνης κατά την εποχή των Σταυροφοριών.

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης
Όρους Σινά
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
 
Χώρα μέλος  Αίγυπτος
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαi, iii, iv, vi
Ταυτότητα954
ΠεριοχήΑραβικά κράτη
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή2002 (26η συνεδρίαση)

Γεωλογία και γεωγραφία

Επεξεργασία
 
Η περιοχή της Μονής

Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης, μαζί με τους γειτονικούς οικισμούς Βεδουίνων, συναποτελούν την πόλη της Αγίας Αικατερίνης (αραβικά: سانت كاترين) που υπάγεται στο Κυβερνείο Νοτίου Σινά. Βρίσκεται σε μέσο υψόμετρο 1.585 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στην «Κοιλάδα του Μοναστηριού» (Wadi ed-Der), η οποία φέρει το όνομά της.

Και στις δύο πλευρές της κοιλάδας (ουάντι) υψώνονται βουνά: στη βορειοανατολική πλευρά η οροσειρά Jebel ed-Der (2055 μ.) και στη νοτιοδυτική ο ορεινός όγκος Musa-Safsafa, που καλύπτει μια έκταση περίπου 5,6 τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει μήκος περίπου 3,3 χλμ. σε νοτιοανατολική-βορειοδυτική κατεύθυνση και πλάτος περίπου 1,7 χλμ. σε βορειοανατολική-νοτιοδυτική κατεύθυνση. Νοτιοανατολικά αυτού του ορεινού όγκου υψώνεται το ηφαιστειακό Όρος Σινά (Jabal Mūsā, 2285 μ.). Το Jebel Safsafa, από την άλλη πλευρά, είναι ένα εκρηξιγενές ορεινό σύμπλεγμα με 25 κορυφές (συμπεριλαμβανομένης της Ra's Safsafa, 2168 μ.) και πλαγιές από κόκκινο γρανίτη. Στις ενδιάμεσες ορεινές κοιλάδες έχει εναποτεθεί ψαμμίτης. Η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι 65 mm. Ενώ το χιόνι παραμένει στις κορυφές και στις σκιερές περιοχές για μεγάλο χρονικό διάστημα, το νερό της βροχής ρέει στις κοιλάδες και διέρχεται, εκτός αν συσσωρεύεται σε σχισμές βράχων. Η διαθεσιμότητα υπόγειων υδάτων, σε συνδυασμό με το ορεινό κλίμα, έχουν καταστήσει δυνατή την ήπια καλλιέργεια της γης από την αρχαιότητα.[3]

Ιστορικό

Επεξεργασία

Ύστερη Αρχαιότητα και Βυζάντιο

Επεξεργασία

Η πρώτη καταγεγραμμένη επίσκεψη Χριστιανού προσκυνητή στην περιοχή πραγματοποιήθηκε το 363:[4] Ο αββάς Ιουλιανός (†366/67)[5] και οι συνταξιδιώτες του έχτισαν ένα αυτοσχέδιο μικρό παρεκκλήσι στην κορυφή του βουνού από διάσπαρτες πέτρες, το οποίο υπήρχε μέχρι τον 6ο αιώνα. Δεν αναφέρεται ούτε λατρεία βάτου στους πρόποδες του βουνού ούτε μοναστική κοινότητα.[6] Αυτό το ναΰδριο εξυμνείται σε τρεις ύμνους του Εφραίμ του Σύρου, ο οποίος συνέκρινε τον αββά Ιουλιανό με τον Μωυσή και τον Ηλία, οι οποίοι λατρεύονταν αμφότεροι ως πρότυπα στον πρώιμο χριστιανικό μοναχισμό.[7]

Ο ασκητής Αμμώνιος αναφέρει λίγο αργότερα μοναστικούς οικισμούς στους πρόποδες του όρους Μωυσή, οι οποίοι ονομάζονταν Γεθράββι, Χωρήβ και Κέδρος και δέχτηκαν επίθεση από νομάδες Σαρακηνούς γύρω στο 377 με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών μοναχών. Αυτή η επίθεση ήταν ενδεχομένως μια αντίδραση στη θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ουάλη, ο οποίος επέβαλε έναν Αρειανιστή επίσκοπο στις αραβικές φυλές, πυροδοτώντας έτσι την εξέγερση υπό τη βασίλισσα Μαβία.[8]

 
Ο Μωυσής παραλαμβάνει τον Νόμο, ψηφιδωτό στο καθολικό της Μονής, 6ος αιώνας

Ιστορικά, η παλαιότερη μαρτυρία για ύπαρξη μοναστικής ζωής στη περιοχή είναι του 381-384 μ.Χ. Στο «Οδοιπορικό της Αιθερίας» (4ος αιώνας) υπάρχει η ακόλουθη περιγραφή:[9]

Και αφού κατεβήκαμε από το βουνό του Θεού, φτάσαμε τη δέκατη ώρα στην βάτο (ad rubum) ... Αυτή βρίσκεται στην αρχή της κοιλάδας, όπου υπάρχουν πολλά ερημητήρια (μοναστήρια) και μια εκκλησία. Μπροστά από αυτήν την εκκλησία υπάρχει ένας πολύ ευχάριστος κήπος με άφθονο από το καλύτερο νερό. Σε αυτόν τον κήπο βρίσκεται η βάτος. ... [Μετά από προσευχή στην εκκλησία και ανάγνωση της Βίβλου στην βάτο] δειπνήσαμε με τους αγίους εκεί στον κήπο μπροστά από την βάτο και μετά κατασκηνώσαμε εκεί για τη νύχτα.[10]

Ως το 530, το νότιο τμήμα της χερσονήσου του Σινά είχε μετατραπεί σε μοναστικό κέντρο, όπου ζούσαν μέχρι και εξακόσιοι ερημίτες που ζούσαν καλλιεργώντας την γη. Κέντρο τους ήταν το ιερό της «Φλεγόμενης Βάτου». Άλλα κέντρα ήταν το Φαράν (Φιράν), το Τζαμπάλ Ουμ Σόμερ και η Ραϊθώ (Ελ-Τορ). Είναι γνωστές περίπου 72 λαύρες: αποικίες ερημιτών στις οποίες τα κελιά συγκεντρώνονταν γύρω από ένα παρεκκλήσι και μερικά κοινόχρηστα κτίρια. Ένα δίκτυο από μονοπάτια για μουλάρια συνέδεε τις λαύρες με τα μοναστικά κέντρα. Οι μοναχοί καλλιεργούσαν κήπους για την τροφή τους (φρούτα, λαχανικά, ακόμη και κρασί), αξιοποιώντας στο έπακρο το περιορισμένο διαθέσιμο νερό. Δεν καλλιεργούνταν σιτηρά.[11] Σύμφωνα με τον Ευτύχιο Αλεξανδρείας (10ος αιώνας), υπήρχε ήδη ένας αμυντικός πύργος με ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία πάνω από το ιερό της Φλεγόμενης Βάτου στην προ-Ιουστινιανή εποχή, στο οποίο κατέφευγαν οι μοναχοί σε περιόδους κινδύνου.[12]

Μεταξύ 548 και 565 ανεγέρθηκαν κτήρια στους πρόποδες του όρους Σινά κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, στα οποία αναφέρεται και ο σύγχρονός τους ιστορικός Προκόπιος Καισαρείας (Aedificia 5.8). Οι πληροφορίες του Προκόπιου δεν πρέπει να εξεταστούν σε συνδυασμό με τα χρονικά του Ευτυχίου, αλλά μάλλον μεμονωμένα. Ο Προκόπιος έγραψε, πρώτον, ότι η μοναστική κοινότητα στο όρος Σινά εφάρμοζε τα ιδανικά της μοναστικής ζωής όπως την αντιλαμβανόταν ο Ιουστινιανός με υποδειγματικό τρόπο: οι ασκητές επικεντρώνονταν αποκλειστικά στην αιώνια ζωή, είχαν σε χαμηλή εκτίμηση τα γήινα αγαθά και προετοιμάζονταν στη μοναξιά για τον θάνατο. Ως εκ τούτου, ο Ιουστινιανός ίδρυσε μια εκκλησία για τους μοναχούς προς τιμήν της Θεοτόκου. Δεύτερον, ο Ιουστινιανός έχτισε ένα φρούριο στους πρόποδες του όρους Σινά και τοποθέτησε εκεί μια φρουρά για να προστατεύσει την Τρίτη Παλαιστίνη από τις εισβολές των Σαρακηνών. Πολλές φορές οι δύο αναφορές του Προκόπιου συνδυάζονται, για να εννοηθεί ότι το φρούριο αναφέρεται στο σημερινό περιμετρικό τείχος της Μονής της Αγίας Αικατερίνης.[13] Από στρατιωτικής άποψης, ωστόσο, το συγκρότημα δεν ήταν ικανοποιητικό. Όχι μόνο βρισκόταν τόσο χαμηλά που οι τοξότες μπορούσαν να του επιτεθούν από τα γύρω ύψη, αλλά οι πύργοι της εποχής του Ιουστινιανού είχαν μόνο διακοσμητική αξία. Προεξείχαν πολύ μπροστά για να μπορούν να υπερασπιστούν τα γειτονικά τμήματα του τείχους με όπλα μεγάλου βεληνεκούς.[14]

Σύμφωνα με τον Ευτύχιο, οι μοναχοί πήραν την πρωτοβουλία και ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να τους χτίσει ένα οχυρωμένο μοναστήρι, καθώς απειλούνταν από τους «Ισμαηλίτες Άραβες». Ο απεσταλμένος του Ιουστινιανού αρχικά σχεδίασε ένα μοναστήρι στην κορυφή του όρους Σινά. Ωστόσο, επειδή δεν υπήρχε νερό εκεί, έχτισε το φρούριο του μοναστηριού στην κοιλάδα, περικλείοντας το ιερό της βάτου και τον ήδη υπάρχοντα αμυντικό πύργο. Ο Ιουστινιανός εξοργίστηκε με το μη στρατηγικό χαρακτήρα της τοποθεσίας. Για να αυξήσει την ασφάλεια των μοναχών, διέταξε μια ομάδα αυτοκρατορικών σκλάβων να εγκατασταθεί κοντά στο μοναστήρι, οι οποίοι θα υπερασπίζονταν το μοναστήρι από επιτιθέμενους εάν χρειαζόταν.[15]

 
Σκεύος της πρώιμης ισλαμικής εποχής, Μονή Σινά[16]

Πρώιμη ισλαμική περίοδος (640–968)

Επεξεργασία

Ως απάντηση σε αίτημα μοναχών της μονής για προστασία, η μονή κατά την παράδοση έλαβε από τον Μωάμεθ «ιδιόγραφη υποχρέωση» ή Διαθήκη (Αχτναμέ), επικυρωμένη με το αποτύπωμα της ίδιας της παλάμης του, που περιγράφει τα δικαιώματα των χριστιανών που ζουν με τους Μωαμεθανούς.

Μετά την ισλαμική κατάκτηση το 640, οι σχέσεις της Μονής Σινά με την Κωνσταντινούπολη χαλάρωσαν και επήλθε προσέγγιση με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.

Ιωάννης της Κλίμακος

Επεξεργασία

Στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα έζησε στη Μονή Σινά ο Ιωάννης της Κλίμακος. Εκεί έγραψε το ασκητικό έργο «Κλίμαξ τοῦ παραδεῖσου», το οποίο περιγράφει την πνευματική άνοδο του μοναχού.[17] Η βιογραφία του γράφτηκε από έναν κατά τα άλλα άγνωστο μοναχό, τον Δανιήλ της Ραϊθώ, ως πνευματική βιογραφία, εμφανίζεται δηλαδή ο Ιωάννης της Κλίμακος να εφαρμόζει ο ίδιος υποδειγματικά το πρόγραμμα που ο ίδιος περιγράφει στην «Κλίμακα». Ο Δανιήλ τον παρουσίασε επίσης ως νέο Μωυσή, αιτιολογώντας έτσι τον τίτλο της «Κλίμακας προς τον Παράδεισο». Λίγα πάντως μαθαίνουμε για την ιστορική προσωπικότητα του Ιωάννη της Κλίμακος από αυτή τη βιογραφία.[18]

Αναστάσιος ο Σιναΐτης

Επεξεργασία

Στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα (περίπου 630–μετά το 700) έζησε στη Μονή Σινά ο Αναστάσιος Σιναΐτης «ως ιερέας, ιεροκήρυκας και, πάνω απ' όλα, υπερασπιστής της Χαλκηδόνιας Ορθοδοξίας στην εκκλησιαστική ζωή του δόγματός του, το οποίο, ακόμη και υπό αραβική κυριαρχία, ένιωθε τον εαυτό του εξ ολοκλήρου μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορικής Εκκλησίας».[19] Το Όρος Σινά αναφέρεται αρκετές φορές στο Κοράνι και, όπως μαρτυρά ο Αναστάσιος, οι πρώτοι Μουσουλμάνοι έκαναν προσκυνήματα στο όρος Σινά, καθώς το ταύτιζαν (όπως και οι Χριστιανοί από την ύστερη αρχαιότητα) με το Όρος του Νόμου. Ως σύγχρονος της αραβικής κατάκτησης, ο Αναστάσιος εξήγησε τη νίκη των «Αμαληκιτών της ερήμου» επί των βυζαντινών στρατευμάτων ως τιμωρία του Θεού για το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ ήταν οπαδός του Μονοθελιτισμού,[20] ενός από τα χριστολογικά δόγματα που καταδικάστηκαν ως αίρεση στην Τρίτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης.

Τον 8ο ή 9ο αιώνα, ιδρύθηκε μια επισκοπή Σινά στη θέση της επισκοπής Φαράν της ύστερης αρχαιότητας, και ο επικεφαλής της Μονής της Βάτου έφερε πλέον τον τίτλο του επισκόπου. Αυτό καταγράφεται για πρώτη φορά το 869/70, όταν ο Επίσκοπος Σιναίου Κωνσταντίνος υπέγραψε τα πρακτικά της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου.[21]

Εποχή των Φατιμιδών (969–1171)

Επεξεργασία

Από τον 10ο αιώνα άρχισαν να διαμορφώνονται ξανά στενότεροι δεσμοί μεταξύ της Μονής Σινά και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία της τέχνης. Εικόνες και εικονογραφημένα χειρόγραφα έφτασαν στο Σινά, εν μέρει μέσω της Κύπρου, η οποία είχε ανακαταληφθεί από τους Βυζαντινούς.[22] Οι παλαιότερες αναφορές για την παρουσία λειψάνων της θρυλικής μάρτυρος αγίας Αικατερίνης της Αλεξανδρείας στην κορυφή του Τζαμπάλ Κατρίνα, κοντά στη Μονή Σινά, χρονολογούνται από τα τέλη του 10ου αιώνα.[23]

Ο Μελχίτης ιστορικός Γιαχία της Αντιόχειας αναφέρει ότι γύρω στο 1010/11 ο Χαλίφης Αλ-Χακίμ μπι-αμρ Αλλάχ (996–1021) παραχώρησε τη Μονή Σινά σε έναν Βεδουίνο ως αντάλλαγμα για στρατιωτικές υπηρεσίες. Το μοναστήρι επρόκειτο να κατεδαφιστεί και να χτιστεί στη θέση του ένα τζαμί. Ο Βεδουίνος πλησίασε το μοναστήρι με στρατιωτική συνοδεία. Ο Σαλμούν ιμπν Ιμπραήμ (Άνμπα Σαλμούν), ένας ευγενής Αιγύπτιος που διέμενε στο μοναστήρι εκείνη την εποχή, ανέλαβε να διαπραγματευτεί εκ μέρους των μοναχών. Ο Άνμπα Σαλμούν έδωσε στον Βεδουίνο όλα τα τιμαλφή του μοναστηριού, μαζί με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, και τον έπεισε ότι η κατεδάφιση των τειχών του μοναστηριού θα ήταν δαπανηρή και άχρηστη. Με υψηλό τίμημα, σύμφωνα με τον Γιαχία, το μοναστήρι σώθηκε. Ο Άνμπα Σαλμούν αργότερα έγινε ο ίδιος ηγούμενος της Μονής Σινά. Σύμφωνα με τον Γιαχία, είχε μια συνομιλία με τον Χαλίφη το 1020, στην οποία περιέγραψε την δεινή θέση των μοναχών του Σινά και πέτυχε την επιστροφή της περιουσίας του μοναστηριού. Εκστράτευσε επίσης με τον ίδιο τρόπο για άλλα μοναστήρια και εκκλησίες.

Το 1021, ένας αδελφός της μονής, ο Γεώργιος ο Σιναΐτης, κατόρθωσε να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Συμεών της Τριρ έζησε ως μοναχός στη Μονή Σινά, και οι αναμνήσεις του από αυτά τα γεγονότα - που έφτασαν στο σημείο του θαύματος - συμπεριλήφθηκαν στο Βίο του που γράφτηκε από τον Έμπεργουιν και στο χρονικό του Αντεμάρ ντε Σαμπάν. Ο ίδιος ο Συμεών έζησε για ένα διάστημα ως ερημίτης στο Σινά, μέχρι που η αδελφότητα τον ανέθεσε να ταξιδέψει στη Δύση, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα που ο Νορμανδός δούκας Ριχάρδος Β' είχε υποσχεθεί στο μοναστήρι. Η αποστολή του Συμεών όμως απέτυχε. Δεν επέστρεψε ποτέ στο Σινά και πέθανε στην Τριρ το 1035.[24]

Εποχή των Αγιουβιδών (1171–1250)

Επεξεργασία

Προστατευμένο από τους Αγιουβίδες, το μοναστήρι άκμασε στην εποχή τους. Οι πληροφορίες που παρέχει ο σύγχρονος Κόπτης συγγραφέας Αμπού αλ-Μακάριμ επιβεβαιώνονται από πολυάριθμα διατάγματα των Φατιμιδών και των Αγιουβιδών του 12ου και 13ου αιώνα, τα οποία εγγυώνταν στο μοναστήρι την ιδιοκτησία μεγάλων κτημάτων. Αυτοί οι οπωρώνες και τα χωράφια καλλιεργούνταν από τους υπηρέτες του μοναστηριού, συχνά Χριστιανούς. Λόγω των προνομίων του, το μοναστήρι λάμβανε επίσης ετήσια κατανομή ισοδύναμη με 35 τόνους σιτηρών από την επαρχία Σαρκίγια (ανατολικό Δέλτα του Νείλου και χερσόνησος του Σινά).[25]

Το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 δεν άγγιξε την Μονή Σινά, η οποία διατηρούσε σχέσεις με τη Λατινική Δυτική Εκκλησία που είχαν αναβιώσει κατά την εποχή του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Ένας από τους πρώτους Λατίνους προσκυνητές στο Σινά ήταν ο Θίτμαρ (Thietmarus magister), ο οποίος πιθανότατα καταγόταν από την Οστφαλία (στη σημερινή κεντρική Γερμανία) και ήταν ανώτερος κληρικός άγνωστης θρησκευτικής καταγωγής. Ως λάτρης της Αγίας Αικατερίνης της Αλεξάνδρειας, στόχος και αποκορύφωμα του προσκυνήματός του ήταν να επισκεφτεί τα λείψανά της και να προμηθευτεί ένα φιαλίδιο με λάδι από τα οστά της. Αποβιβάστηκε με τον σταυροφορικό στρατό στην Άκρα το 1217 και από εκεί ταξίδεψε στη Δαμασκό και στη συνέχεια νότια μέσω της Βηθλεέμ. Πιθανότατα έκανε το δεύτερο μέρος του ταξιδιού με μια ομάδα Ελλήνων ή Γεωργιανών μοναχών, μεταμφιεσμένος σε έναν από αυτούς. Φτάνοντας στη Μονή Σινά, έμαθε ότι τα λείψανα είχαν μεταφερθεί από την κορυφή του βουνού στην εκκλησία του μοναστηριού. Το έργο του Θίτμαρ Peregrinatio είναι η παλαιότερη απόδειξη γι' αυτό και για τη σαρκοφάγο της Αγίας Αικατερίνης στην εκκλησία του μοναστηριού.[26]

Τον 13ο αιώνα, Λατίνοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι και έχτισαν το παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης των Φράγκων. «Μοναχοί από το Σινά πήγαν στη Γαλλία για να συγκεντρώσουν χρήματα και να πουλήσουν λείψανα· σήμερα, ο Καθεδρικός Ναός της Ρουέν διαθέτει περισσότερα λείψανα της Αγίας Αικατερίνης από το μοναστήρι...»[27] Προσκυνητές από τη Λατινική Ευρώπη χάραξαν τα ονόματα και τα οικόσημά τους στους τοίχους της Μονής της Αγίας Αικατερίνης, ειδικά στην τραπεζαρία, όπου προφανώς έτρωγαν τα γεύματά τους.[28]

Από την οπτική γωνία των Σταυροφόρων, το μοναστήρι, ως μέρος της επικράτειας του Ουλτρεζουρντέν, βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Πέτρας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο επικεφαλής της Μονής Σινά, για παράδειγμα, φέρει πάντα τον τίτλο του επισκόπου στα παπικά έγγραφα. Από την άλλη πλευρά, δεδομένης της απομακρυσμένης τοποθεσίας του, το μοναστήρι προφανώς μπορούσε να συνεχίσει να καλλιεργεί τη δική του ορθόδοξη παράδοση παράλληλα με την τάξη που επέβαλαν οι Λατίνοι, η οποία περιελάμβανε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Σινά. Στις δυτικές πηγές, αυτός ο τίτλος εμφανίζεται σε ένα έγγραφο του 1212 του Δόγη της Βενετίας, Πιέτρο Τζιάνι.[29]

Εποχή των Μαμελούκων (1250–1517)

Επεξεργασία

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), οι Βυζαντινοί καλλιτέχνες βρήκαν στη Μονή Σινά έναν νέο προστάτη. Κέντρο της μεταβυζαντινής τέχνης έγινε η Κρήτη, όπου η Μονή Σινά κατείχε γαίες, καθώς και έναν οικισμό (μετόχι) στο Ηράκλειο. Έτσι, πολλές εικόνες της Μονής της Αγίας Αικατερίνης δημιουργήθηκαν από Κρητικούς ζωγράφους.[30]

Οι σχέσεις μεταξύ της Μονής της Αγίας Αικατερίνης και της κυβέρνησης των Μαμελούκων ήταν γενικά καλές. Εξαίρεση ήταν η κατάληψη και λεηλασία της μονής από τον στρατό των Μαμελούκων το 1401, κατά την οποία δολοφονήθηκε και ο Αρχιεπίσκοπος Σινά. Το 1431, οι μοναστικές εκτάσεις κατασχέθηκαν προσωρινά. Ο Γεώργιος Μαγγίνης κρίνει: «Παρ' όλα αυτά, η βία από την πλευρά της επίσημης διοίκησης ήταν σπάνια και φαίνεται ότι τα περισσότερα επιθετικά περιστατικά προέρχονταν από τους Βεδουίνους».[31] Στην τελική φάση της Μαμελουκικής κυριαρχίας, η Χερσόνησος του Σινά κυβερνιόταν de facto από Βεδουίνους. Ο αριθμός των μοναχών της Σιναϊτικής Αδελφότητας μειώθηκε δραστικά κατά τη διάρκεια αυτής της ασταθούς περιόδου, από αρκετές εκατοντάδες γύρω στο 1350 σε μερικές δεκάδες γύρω στο 1450. Σημάδι της παρακμής ήταν ότι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας δεν χειροτονούσε πλέον επισκόπους από το Σινά, με αποτέλεσμα η μονή να διοικείται από ηγούμενους για περίπου 30 χρόνια. Η απειλή για τους μοναχούς από τους Βεδουίνους είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις αναφορές προσκυνημάτων από αυτήν την περίοδο. Ο Βενετός Φραγκισκανός Φραντσέσκο Σουριανό ήταν φιλοξενούμενος στη Μονή το 1484 και ανέφερε ότι ένοπλοι Άραβες είχαν δολοφονήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄. Γύρω στο 1505, η Μονή δέχτηκε επίθεση και λεηλασία από Βεδουίνους. Όταν ο ηγουμένος απαίτησε την επιστροφή των λαφύρων, δολοφονήθηκε από τον ηγέτη των Βεδουίνων Μουχάμαντ ιμπν αλ-Καντίρ, ο οποίος στη συνέχεια λεηλάτησε τη μονή για δεύτερη φορά. Οι διαταγές του Σουλτάνου να επιστραφούν τα λάφυρα και να τιμωρηθούν οι ληστές δεν εισακούστηκαν. Ο Μάρτιν φον Μπάουμγκαρτνερ (Martin von Baumgartner), προσκυνητής στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης το 1507, ανέφερε ότι μια ομάδα Αράβων έφτανε εκεί καθημερινά, αποσπώντας τρόφιμα από τους μοναχούς και τελώντας λειτουργίες στο τζαμί. Χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το μοναστηριακό συγκρότημα όπως ήθελαν, αλλά δεν έμπαιναν στη βασιλική.[32][33]

 
O Αχτναμές με το αποτύπωμα της παλάμης του Μωάμεθ το 622 (αντίγραφο του 1571), σύμφωνα με το οποίο επικυρώνεται η παροχή προστασίας και άλλα προνόμια στους Χριστιανούς μοναχούς

Μοναστηριακή πολιτική

Επεξεργασία

Στις αρχές του 16ου αιώνα επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά η λεγόμενη Επιστολή Προστασίας (αχτναμές) του Μωάμεθ. Αυτό το έγγραφο ισχυρίζεται ότι είναι αντίγραφο μιας επιστολής προστασίας για τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, που συντάχθηκε επί του Σουλτάνου Σελίμ Α΄. Το πρωτότυπο φέρεται να γράφτηκε από τον Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ το 623 για λογαριασμό του Μωάμεθ, και ο τελευταίος να το επικύρωσε με το αποτύπωμα του χεριού του. Αυτό το πρωτότυπο φέρεται να μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί Σελίμ Α΄. Η εμφάνιση της φερόμενης επιστολής προστασίας καταδεικνύει τη νομική ανασφάλεια των Χριστιανών στην περιοχή εκείνη την εποχή.[34]

Κατά τον Μεσαίωνα, η μοναστική κοινότητα ήταν εθνοτικά πολύμορφη. Εκτός από Έλληνες και Άραβες, υπήρχαν μεταξύ των μοναχών Σύριοι, Σλάβοι και Γεωργιανοί. Κατά την οθωμανική περίοδο, ωστόσο, οι μοναχοί της Μονής της Αγίας Αικατερίνης ήταν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες. Αυτές οι αλλαγές συνέβησαν στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Μια ένδειξη είναι ένα έγγραφο του 1557, υπογεγραμμένο από 32 μοναχούς της Σιναϊτικής Αδελφότητας (πιθανώς όχι μόνο από τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, αλλά και από το μετόχι του Καΐρου). Από αυτούς, δύο ήταν Σύριοι, ένας Ρώσος και οι άλλοι ήταν προφανώς Έλληνες.[35] Μαζί με την Ιερουσαλήμ και το Άγιο Όρος, η Μονή του Σινά ήταν ένας σημαντικός τόπος προσκυνήματος για ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο. Ως εκ τούτου, βρίσκονται εδώ έργα τέχνης που ήταν δώρα από Σλάβους πρίγκιπες, ξεκινώντας από τα πριγκιπάτα της Μολδαβίας και της Βλαχίας, και αργότερα, πάνω απ 'όλα, δώρα από Ρώσους τσάρους.[36]

 
Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και σκηνές μοναστηριακής ζωής (Γεώργιος Κλώντζας, 1603, Μονή Σινά)

Η αναβίωση του παλαιστινιακού μοναχισμού συνδέεται με την προσωπικότητα του Ιωακείμ Βλάχου. Αυτός καταγόταν από τη Βλαχία, ήταν μοναχός στο Όρος Σινά, ηγούμενος της Μονής της Αγίας Αικατερίνης τη δεκαετία του 1520 και στη συνέχεια έφυγε από το Σινά με δεκαπέντε μοναχούς για να ανοικοδομήσουν τη Μονή Μαρ Σαμπά (Ιερά Λαύρα του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου) κοντά στη Βηθλεέμ. Για την αδελφότητα της Μονής Σινά, η οποία αριθμούσε περίπου 40 άτομα, αυτή η αποχώρηση, οι λόγοι της οποίας είναι άγνωστοι, ήταν μεγάλη απώλεια. Αλλά περίπου την ίδια εποχή, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το οποίο είχε χάσει την επιρροή του λόγω της παρακμής της Αυτοκρατορίας των Μαμελούκων, παραχώρησε τις επισκοπές του στα ανατολικά σύνορα, συμπεριλαμβανομένης της επισκοπής του Σινά, στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.[37] Ωστόσο, επί Πατριαρχείας Ιωακείμ Α΄ (Πάνυ), πρώην μοναχού της Μονής Σινά, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας συνέχισε να διατηρεί στενούς δεσμούς με το πρώην μοναστήρι του και αγωνίστηκε για να το επαναφέρει υπό αλεξανδρινή δικαιοδοσία. Μετά από δεκαετίες συγκρούσεων μεταξύ Αλεξάνδρειας και Ιεροσολύμων για το ζήτημα, το πρόβλημα της δικαιοδοσίας επιλύθηκε σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 1575, με τον Επίσκοπο Σινά να ανυψώνεται σε αυτόνομο αρχιεπίσκοπο. Η Σιναϊτική Αδελφότητα έκτοτε τον εκλέγει, αλλά ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων τον χειροτονεί και αυτός (ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων) μνημονεύεται στη Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Αρχιεπισκόπου Σινά.[38] Από τις αρχές του 16ου αιώνα, ο αρχιεπίσκοπος είχε την έδρα του στον οικισμό Τζουβάνια του Καΐρου. Από εδώ, μπορούσε να διατηρεί τις απαραίτητες πολιτικές επαφές. Επισκεπτόταν τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης μόνο περιστασιακά, και το γεγονός ότι ήταν υποχρεωμένος να παρέχει στους Βεδουίνους φαγητό κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί ήταν ένας επιπλέον λόγος για να διατηρεί τις επισκέψεις του σύντομες.[39]

Ο Νεκτάριος Πελοπίδης (1605–1676), ο οποίος καταγόταν από την Κρήτη, ήταν Αρχιεπίσκοπος Σινά από το 1660 και επίσης Πατριάρχης Ιεροσολύμων από το 1661. Το 1659/1660 έγραψε ένα χρονικό (Επιτομή) της Μονής της Αγίας Αικατερίνης, το οποίο προοριζόταν επίσης να χρησιμεύσει ως εγκυκλοπαίδεια, και για το οποίο αξιολόγησε έγγραφα από τα αρχεία της μονής.[40] Μέχρι το 1734, βιβλία και χειρόγραφα φυλάσσονταν, μεταξύ άλλων, στον Πύργο του Αγίου Γεωργίου στα βόρεια της μονής, ο οποίος θεωρούνταν ιδιαίτερα ασφαλής. Στη συνέχεια, ο Αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος Μαρθαλής διέταξε την κατασκευή νέας βιβλιοθήκης.[41] Ο ίδιος ο Μαρθαλής είχε εργαστεί προηγουμένως ως αντιγραφέας και διάφορα βιβλία που φυλάσσονταν στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης προέρχονται από τα χέρια του. Όταν χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος το 1728, ζήτησε να συγκεντρωθούν σε ένα μέρος όλα τα βιβλία που φυλάσσονταν προηγουμένως σε διάφορα μέρη της μονής (όχι μόνο στον Πύργο του Αγίου Γεωργίου, αλλά και στο Καθολικό και στα κελιά των μοναχών), δημιουργώντας έτσι τη βιβλιοθήκη της μονής.[42]

Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, τόσο η Μονή της Αγίας Αικατερίνης όσο και ο κλήρος της απολάμβαναν υψηλή θέση στην ορθόδοξη ιεραρχία. Ο Κωνστάντιος Βυζάντιος (1770–1859) αποτελεί παράδειγμα αυτού: μετά την εκπαίδευσή του στην Κωνσταντινούπολη, την Ιταλία και το Κίεβο, αρχικά υπηρέτησε ως Έξαρχος των Σιναϊτικών κτήσεων στην περιοχή του Δούναβη και στο Κάιρο. Διαπραγματεύτηκε ένα διάταγμα με τις γαλλικές αρχές που έθετε τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης υπό την ειδική προστασία του Ναπολέοντα.[43] Οι έντονες χειμερινές βροχές και οι πλημμύρες του 1798 είχαν καταστρέψει τα εξωτερικά τείχη της μονής. Ο Ζαν-Μπατίστ Κλεμπέρ, Γάλλος αρχιστράτηγος στην Αίγυπτο, έστειλε οικοδόμους από το Κάιρο, οι οποίοι, υπό την επίβλεψη των μοναχών, επισκεύασαν το βορειοανατολικό τείχος και τον στρογγυλό πύργο στην ανατολική γωνία. Μια μαρμάρινη πλάκα τοποθετήθηκε στο βορειοανατολικό τείχος, η επιγραφή της οποίας χρονολογεί τις εργασίες κατασκευής στο 1801.[44]

 
Η Μονή Σινά από ανατολικά, ο ναός ακόμα χωρίς καμπαναριό (φωτο Francis Frith περί το 1858)

Το 1804, ο Κωνστάντιος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Σινά. Διατήρησε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου ακόμη και κατά τη θητεία του ως Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, από το 1830 μέχρι την καθαίρεσή του από τις οθωμανικές αρχές το 1834. Αποσύρθηκε για λίγο στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, αλλά στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αφιερώθηκε σε γεωγραφικές, εκκλησιαστικές και θεολογικές σπουδές και χρησιμοποίησε τον τίτλο «Προστάτης του Σινά».[45] Όταν ο Κωνστάντιος πέθανε το 1859, η Αδελφότητα εξέλεξε τον Κύριλλο Βυζάντιο ως Αρχιεπίσκοπο Σινά. Η αξίωση του Κυρίλλου για αυτόν τον τίτλο αμφισβητήθηκε, καθώς η χειροτονία του ως αρχιεπισκόπου πραγματοποιήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, παρακάμπτοντας τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο οποίος άσκησε βέτο.

Τα έσοδα από τα σιναϊτικά μετόχια ήταν άφθονα στα μέσα του αιώνα, ανερχόμενα σε περίπου 25.000 έως 30.000 οθωμανικές λίρες ετησίως. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το μοναστήρι δεν εξαρτιόταν από δωρεές ταξιδιωτών ή προσκυνητών. Αυτό άλλαξε το 1863, όταν οι παραδουνάβιες κτήσεις κρατικοποιήθηκαν. Λόγω της αυταρχικής του συμπεριφοράς, ο Κύριλλος καθαιρέθηκε από το Συμβούλιο της Αδελφότητας το 1867. Τον διαδέχθηκε ως αρχιεπίσκοπος το 1869 ο Σιναΐτης μοναχός Καλλίστρατος. Κατά τη διάρκεια της θητείας του χτίστηκε το καμπαναριό δίπλα στην εκκλησία της Θεοτόκου από τον Ιάκωβο Βαρούτη, έναν πρωτομάστορα από το νησί της Τήνου. Η οικονομική κατάσταση της μονής επιδεινώθηκε περαιτέρω όταν κρατικοποιήθηκαν και οι ρωσικές κτήσεις το 1870. Ο επόμενος Αρχιεπίσκοπος Σινά, Πορφύριος Α', κληρονόμησε μια δύσκολη κατάσταση το 1885. Ως έμπειρος διπλωμάτης που μιλούσε αρκετές γλώσσες, απέτρεψε την οικονομική κρίση. Ο διάδοχός του, Πορφύριος Β', ο οποίος είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη και τη Γερμανία, έζησε στο Παρίσι μέχρι την εκλογή του ως αρχιεπισκόπου το 1904. Έτσι, σε αντίθεση με το τι πίστευαν στη Δυτική Ευρώπη, η ηγεσία της εκκλησίας ήταν πολύ μορφωμένη και, παρόλο που δεν κατοικούσε στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, ο αναπληρωτής της εκεί ήταν ένας μορφωμένος μοναχός. Αυτό δεν ίσχυε για όλη την αδελφότητα της μονής, η οποία αποτελούταν από μάλλον απλούς, χειρώνακτες άνδρες. Εδώ συγκρούονταν, σύμφωνα με τον Γεώργιο Μαγγίνη, οι δυτικές αντιλήψεις για το μοναστήρι ως κοινότητα λογίων με το ανατολικό ασκητικό μοναστικό ιδανικό.[46]

Ως ερευνητικός προορισμός

Επεξεργασία

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, Ευρωπαίοι μελετητές συζήτησαν ποια κορυφή στη χερσόνησο του Σινά (ή αλλού) ήταν το βιβλικό «Όρος του Νόμου» και εξετάστηκαν διάφοροι υποψήφιοι. Η Ordnance Survey του Βρετανικού Ταμείου Εξερεύνησης της Παλαιστίνης, υπό τη διεύθυνση του Charles William Wilson, χαρτογράφησε τη χερσόνησο του Σινά το 1868-1869, ένα έργο που συνδύαζε θεολογικά και γεωπολιτικά ενδιαφέροντα. Τελικά έκρινε το ζήτημα της βιβλικής τοποθεσίας υπέρ του όρους Σινά (Jebel Musa).[47]

Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης παρέμεινε ένας παραδοσιακός προορισμός για τους Ορθόδοξους προσκυνητές (κυρίως Έλληνες και Ρώσους), ενώ η θρησκευτική ζωή των μοναχών και οι συνθήκες στο μοναστήρι αντιμετωπίζονταν ως επί το πλείστον αρνητικά στις ταξιδιωτικές αναφορές της Δυτικής Ευρώπης. Μόνο στη Ρωσική Αυτοκρατορία συνδυάστηκε η Ορθοδοξία με ένα σύγχρονο πανεπιστημιακό σύστημα, με αποτέλεσμα μια διαφορετική ατζέντα. Ο Ρώσος μοναχός και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Πορφύριος Ουσπένσκι και ο Σάξονας βιβλικός μελετητής Κονσταντίν Τίσεντορφ έκαναν καριέρα, σύμφωνα με τον Γεώργιο Μαγγίνη, επειδή εξυπηρετούσαν το συμφέρον της Τσαρικής οικογένειας και του ακαδημαϊκού κατεστημένου να βρεθούν στοιχεία για τις αρχαίες ρίζες της Ορθοδοξίας. Χειρόγραφα και (στην περίπτωση του Ουσπένσκι) αρχαίες εικόνες που απέσπασαν από τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης έγιναν μέρος μιας σύγχρονης ρωσικής «συλλογής κειμηλίων» και ενίσχυσαν την αξίωση της Ρωσίας για ηγετικό ρόλο στον Χριστιανισμό.[48] Ο Ουσπένσκι πήρε μαζί του τέσσερις εγκαυστικές εικόνες από την προεικονομαχική περίοδο, τις οποίες δώρισε στην Ακαδημία του Κιέβου. Αυτό πιθανότατα είχε σκοπό να τονίσει την πνευματική σύνδεση μεταξύ Βυζαντίου και Κιέβου.[49]

Στις αρχές του αιώνα, τα χειρόγραφα και οι καλλιτεχνικοί θησαυροί της Μονή της Αγίας Αικατερίνης ερευνήθηκαν από Ρώσους βυζαντινολόγους, οι οποίοι επέλεξαν μια πιο σύγχρονη προσέγγιση και κατέγραψαν τα αντικείμενα χωρίς να τα πάρουν μαζί τους: αυτοί ήταν ο Αντονίν Καπούστιν το 1870, ο Νικόδημος Παύλοβιτς Κοντάκοφ το 1881 και ο Βλαντιμίρ Νικολάγιεβιτς Μπενέσεβιτς το 1907, 1908 και 1911. Οι βυζαντινές σπουδές θεωρούνταν ύποπτες υπό τον Σταλινισμό και ο Μπενέσεβιτς εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια των λεγόμενων σταλινικών εκκαθαρίσεων το 1938. Το αρχείο του, συμπεριλαμβανομένων αντιγράφων και φωτογραφιών από τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, καταστράφηκε.[48]

Υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες, ο Κονσταντίν Τίσεντορφ έφερε μέρος του Σιναϊτικού Κώδικα στη Λειψία το 1844 και το 1859, σε ένα ερευνητικό ταξίδι που χρηματοδοτήθηκε από τη Ρωσία, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κώδικα στην Αγία Πετρούπολη. Ο ίδιος προήχθη στη ρωσική αριστοκρατία για το επιστημονικό επίτευγμα της έκδοσης, ενώ ο Σιναϊτικός Κώδικας άλλαξε ριζικά την αντίληψη για τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο δυτικό ακαδημαϊκό κοινό. Είναι σημαντικό ότι ένα τέτοιο ιδιαίτερα πρώιμο, αλλά οπτικά σπάνιο χειρόγραφο της Βίβλου ανέδειξε το μοναστήρι σε αποθετήριο άγνωστων θησαυρών, και όχι ένας πλούσια εικονογραφημένος κώδικας. Έκτοτε, και σε σύγκριση με τον Σιναϊτικό Κώδικο, υποχώρησε το ενδιαφέρον για εντοπισμό βιβλικών γεγονότων στην περιοχή του μοναστηριού (ή αλλού).[50]

Ο Αιγυπτιολόγος Χάινριχ Μπρουγκς ανακάλυψε το 1875 στη βιβλιοθήκη της Μονής δύο αποσπάσματα ενός χειρογράφου των Εβδομήκοντα που περιείχε το κείμενο του Λευιτικού. Τα δημοσίευσε την ίδια χρονιά με τον τίτλο «Νέα Αποσπάσματα του Σιναϊτικού Κώδικα». Σύντομα διαπιστώθηκε ότι αυτή η απόδοση ήταν λανθασμένη.[51]

Το 1892, η Άγκνες Σμιθ Λιούις (Agnes Smith Lewis) ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη της Μονής το παλίμψηστο του Συριακού Σιναϊτικού: μια σχεδόν πλήρης παλαιοσυριακή μετάφραση των τεσσάρων Ευαγγελίων της ύστερης αρχαιότητας είχε αντικατασταθεί με βιογραφίες αγίων κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Η Σμιθ Λιούις επέστρεψε στο Σινά ένα χρόνο αργότερα με μια ομάδα ειδικών για να φωτογραφίσουν και να μεταγράψουν το χειρόγραφο. Το πρωτότυπο παρέμεινε στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού.

Το 1912, ο Αρχιεπίσκοπος Πορφύριος Β' προσέγγισε τον Άντολφ φον Χάρνακ (Adolf von Harnack) με πρόσκληση να αναθέσει στον κοπτολόγο Καρλ Σμιτ (Carl Schmidt) και στον ανατολιστή Μπέρνχαρντ Μόριτζ (Bernhard Moritz) την οργάνωση της βιβλιοθήκης του μοναστηριού και την έρευνα των ελληνικών και ανατολικών χειρογράφων. Η Επιτροπή Πατρολογίας της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών απέστειλε και τους δύο την άνοιξη του 1914. Η προσδοκία για την εύρεση πρώιμων χριστιανικών χειρογράφων δεν εκπληρώθηκε, αλλά φωτογραφήθηκαν τα χειρόγραφα των Εβδομήκοντα, μεταξύ άλλων, και ο Μόριτζ έκανε προσβάσιμα τα αραβικά έγγραφα που φυλάσσονταν στα αρχεία του μοναστηριού. Καθώς ο Σμιτ και ο Μόριτζ βρίσκονταν στο ταξίδι της επιστροφής τους, ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και αναγκάστηκαν να αφήσουν όλα τα αγαθά της αποστολής τους πίσω στο Σουέζ. Η φωτογραφική τεκμηρίωση των χειρογράφων έχει χαθεί.[52] Ο Μόριτζ δημοσίευσε μεμονωμένα έγγραφα.

 
Ο Αρχιμανδρίτης Χριστοφόρος με τον εκπρόσωπο της UNESCO Gérard Garitte στη βιβλιοθήκη της μονής (1957)

Βασίλειο της Αιγύπτου, Αιγυπτιακή Δημοκρατία (1922–1967)

Επεξεργασία

Τη δεκαετία του 1940 κατασκευάστηκε ένα επίμηκες νέο κτήριο κατά μήκος του εσωτερικού του νοτιοδυτικού περιβόλου. Περιέχει σύγχρονα κελιά μοναχών, δωμάτια επισκεπτών, κουζίνα και τραπεζαρία. Ο δεύτερος όροφος του νέου κτιρίου στέγαζε μεγάλες αίθουσες βιβλιοθήκης. Αν και η βιβλιοθήκη της Μονής της Αγίας Αικατερίνης είναι πολύ παλιά όσον αφορά τα βιβλία της, έκτοτε στεγάζεται σε ένα σύγχρονο, αρχιτεκτονικά απλό κτήριο.[53] Το 1950, τα βιβλία της βιβλιοθήκης αποτυπώθηκαν σε μικροφίλμ για πρώτη φορά από μια ομάδα που διέθεσε η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Φαρούκ στην Αλεξάνδρεια: «Σε λιγότερο από έξι μήνες, σχεδόν μισό εκατομμύριο φύλλα χειρογράφων σε δώδεκα γλώσσες καταγράφηκαν σε μικροφίλμ».[54] Κατά τη διάρκεια αυτής της αποστολής ανακαλύφθηκε ο Αραβικός Κώδικας, ένα συριακό-ελληνο-αραβικό παλίμψηστο.

Μεταξύ των ετών 1962 και 1964 έζησε στη Μονή ως ασκητής ο Παΐσιος ο Αγιορείτης. Στήριζε τους Βεδουίνους αγοράζοντάς τους τρόφιμα με τα έσοδα από τις ξυλουργικές του εργασίες.[55]

Ισραηλινή διοίκηση (1967–1982)

Επεξεργασία

Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ κατέλαβε ολόκληρη τη Χερσόνησο του Σινά. Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά αποσύρθηκε στην κατοικία του στο Κάιρο τα επόμενα χρόνια.[56] Πολυάριθμες επιστημονικές μελέτες ξεκίνησαν υπό ισραηλινή διοίκηση. Ένα από αυτά τα έργα ήταν η κινηματογράφηση των χειρογράφων της βιβλιοθήκης του μοναστηριού που δεν είχαν υποβληθεί σε επεξεργασία το 1950. Μετά από έρευνα της Ισραηλινής Εθνικής και Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης, περίπου 1.600 χειρόγραφα μικροφιλμοποιήθηκαν το 1967/68 με τη συγκατάθεση του αρχιεπισκόπου.

 
Στρατιώτης με μοναχό (Boris Carmi, 1967). Πίσω τους η σκαλιστή ξύλινη πόρτα από κυπαρίσσι που οδηγεί στον κυρίως ναό της Θεοτόκου του 6ου αιώνα

Οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις εγκατέστησαν ένα μικρό φυλάκιο στο έδαφος της Μονής της Αγίας Αικατερίνης. Τα επόμενα χρόνια, η Ισραηλινή Πολιτική Διοίκηση υλοποίησε πολλά έργα υποδομής στη νότια χερσόνησο του Σινά προς όφελος των Βεδουίνων: πηγάδια, σχολεία, κλινικές, εργαστήρια κ.λπ. Αυτή η ώθηση εκσυγχρονισμού επηρέασε επίσης το χωριό αλ-Μίλγκα, το οποίο κατοικούνταν από Βεδουίνους της Τζαμπαλίγια. Ζούσαν σε συνύπαρξη με τους μοναχούς για αιώνες, κάτι που εκφραζόταν με τελετουργική επαφή και δώρα. Η αλ-Μίλγκα στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κέντρο εκπαίδευσης και υγείας για το Νότιο Σινά. Το μοναστήρι παραχώρησε γη το 1970 και, σε αντάλλαγμα, η ισραηλινή παρουσία μεταφέρθηκε από το μοναστήρι στην αλ-Μίλγκα. «Αυτό το αναπτυξιακό έργο είχε την έλξη ενός μαγνήτη και χαλάρωσε τον ιστό των σχέσεων μεταξύ Βεδουίνων και μοναχών. Αυτή η διαδικασία αποξένωσης επιταχύνθηκε από το δεύτερο στοιχείο της στρατηγικής: τη συμμετοχή των Βεδουίνων ως εργατικό δυναμικό στην κατασκευή του ισραηλινού θύλακα στην κοιλάδα αλ-Ράαμπα».[57]

Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης συμπεριλήφθηκε πλέον στον ισραηλινό οργανωμένο τουρισμό (τριήμερη εκδρομή με λεωφορείο: Εϊλάτ – Σαρμ ελ-Σέιχ – Μονή της Αγίας Αικατερίνης – Αεροδρόμιο Αμπού Ρουντέις). Επιπλέον, προετοιμαζόταν και εθνικός τουρισμός στο ορεινό τοπίο που περιβάλλει τη μονή. Προηγουμένως δεν υπήρχε εβραϊκή παράδοση προσκυνήματος στο όρος Σινά, αλλά αυτό άλλαξε με τη γειτονική Σχολή Ζουκέι Ντέιβιντ: Όπως και οι εκδρομές στη Μασάντα, έτσι και η οργανωμένη πεζοπορία στο «Όρος του Μωυσή» έγινε σιωνιστική παράδοση. Μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, το Νότιο Σινά ήταν στρατιωτικά περιορισμένη περιοχή μέχρι τον Οκτώβριο του 1974. Η Σχολή έλαβε στη συνέχεια έναν ολοένα και πιο οικολογικό και διεθνή προσανατολισμό, προσελκύοντας διανοούμενους και καλλιτέχνες.[58]

Μετά από πυρκαγιά στα βορειοανατολικά του μοναστηριού, πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης τον Μάιο του 1975. Υπολείμματα άνω των 1.000 κωδίκων ανακαλύφθηκαν στα ερείπια του Πύργου του Αγίου Γεωργίου στο βόρειο τείχος.

 
Άποψη της μονής, 2010

Αιγυπτιακή Δημοκρατία (1982–σήμερα)

Επεξεργασία

Το μοναστήρι και η γύρω περιοχή ανακηρύχθηκαν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 2002.[59] Βρίσκεται εντός της κεντρικής περιοχής του Εθνικού Πάρκου της Αγίας Αικατερίνης, που ορίστηκε το 1988.

Για πρώτη φορά από το 1982, οπότε η Αίγυπτος ανέκτησε την κατοχή του Νότιου Σινά, οι αρχές διέταξαν το κλείσιμο της Μονής της Αγίας Αικατερίνης για λόγους ασφαλείας τον Σεπτέμβριο του 2013. Αυτό συνέβη μετά από μια σειρά επιθέσεων εναντίον χριστιανικών ιδρυμάτων. Η έλλειψη τουριστικών εσόδων οδήγησε σε οικονομικά προβλήματα για τους Βεδουίνους που ζούσαν στην περιοχή, καθώς και για το ίδιο το μοναστήρι.[60] Μετά από τρεις εβδομάδες, οι πύλες του μοναστηριού άνοιξαν ξανά. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις ασφαλείας είχαν εγκαταστήσει μια μαζική παρουσία.[61]

Στις 18 Απριλίου 2017 πραγματοποιήθηκε επίθεση σε σημείο ελέγχου μπροστά από το μοναστήρι. Αρκετοί ένοπλοι άνοιξαν πυρ, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας τρεις άλλους. Όταν οι αστυνομικοί ανταπέδωσαν τα πυρά, οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να διαφύγουν. Η τρομοκρατική ομάδα Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε την ευθύνη για το περιστατικό.[62]

Μετά από τρία χρόνια εργασιών αποκατάστασης, η βιβλιοθήκη του μοναστηριού άνοιξε ξανά με τελετή τον Δεκέμβριο του 2017. Αποκαταστάθηκε επίσης το ψηφιδωτό της αψίδας στην εκκλησία της Θεοτόκου.[63] Στις αρχές του 2022 παρουσιάστηκε το «Έργο της Μεγάλης Μεταμόρφωσης» για τη βελτίωση της τουριστικής υποδομής της πόλης της Αγίας Αικατερίνης, υπό την αιγίδα του Αιγύπτιου Προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι.[64]

Στα τέλη Μαΐου 2025, μετά τη δημοσιοποίηση δικαστικής απόφασης για την περιουσία της Μονής, το Αιγυπτιακό Υπουργείο Εξωτερικών διέψευσε δημοσιεύματα του Τύπου ότι το μοναστήρι θα απαλλοτριωνόταν και θα μετατρεπόταν σε μουσείο. Σύμφωνα με το Υπουργείο, η ελληνορθόδοξη μοναστική κοινότητα διατηρεί το δικαίωμα χρήσης του και το αυτόνομο καθεστώς του μοναστηριού παραμένει προστατευμένο. Ο Πρόεδρος αλ-Σίσι τόνισε ότι η σχεδιαζόμενη ανάπτυξη της περιοχής για τουριστικούς σκοπούς δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ιερότητα του χώρου.[65][66]

Κειμήλια

Επεξεργασία
 
Χριστός Παντοκράτωρ

Συλλογή εικόνων

Επεξεργασία

Η συλλογή εικόνων της Μονής της Αγίας Αικατερίνης είναι μοναδική, τόσο στην ποιότητα και την ποικιλία της, όσο και στο εύρος της. Αντιπροσωπεύεται κάθε εποχή της αγιογραφίας, από τον 6ο αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή. Ο Κουρτ Βάιτζμαν καταμέτρησε 2.044 εικόνες, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων στα γύρω παρεκκλήσια, από τις οποίες οι καλλιτεχνικά πολύτιμες έχουν έκτοτε μεταφερθεί στο μοναστήρι για φύλαξη.[67] Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί εάν οι εικόνες ήρθαν στο Σινά ως πολύτιμα δώρα ή εάν δημιουργήθηκαν στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης από καλλιτέχνες που εκπαιδεύτηκαν αλλού. Σύμφωνα με τον Βάιτζμαν, δεν υπάρχει συγκεκριμένο σιναϊτικό στυλ αγιογραφίας. Οι εικόνες που κατασκευάστηκαν ειδικά για τη Μονή Σινά παρουσιάζουν τυπικά μοτίβα: 1. Η Παναγία της Φλεγόμενης Βάτου, 2. Ο Μωυσής στη Φλεγόμενη Βάτο ή η Παραλαβή του Νόμου, ή 3. Η Αγία Αικατερίνη της Αλεξανδρείας.[68]

Η συλλογή περιλαμβάνει πολύ πρώιμες εικόνες κατασκευασμένες με την κηρόχυτη εγκαυστική τεχνική της ύστερης αρχαιότητας κατά την εποχή του Ιουστινιανού ή των διαδόχων του, συμπεριλαμβανομένων τριών αριστουργημάτων που πιστεύεται ότι δημιουργήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ίσως μεταφέρθηκαν στο Σινά ως αυτοκρατορικά δώρα:

Η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα έγινε γνωστή μόνο μέσω της αποκατάστασής της το 1962, κατά την οποία αφαιρέθηκαν στρώματα μεταγενέστερης επιζωγράφισης. Ο Χριστός παριστάνεται έως τη μέση, στραμμένος μετωπικά προς τον θεατή, κρατώντας κλειστό πλούσια διακοσμημένο Ευαγγέλιο και ευλογώντας με το δεξί χέρι του. Προβάλλει με χρυσό φωτοστέφανο και στο πρόσωπό του διακρίνεται μια μικρή ασυμμετρία των ματιών. Η εγκαυστική τεχνική που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και το ύφος της μορφής, θυμίζουν έντονα τα πορτραίτα του Φαγιούμ.[69]

 
Η Θεοτόκος μεταξύ των Αγίων Θεοδώρου και Γεωργίου

Η εικόνα της Θεοτόκου απεικονίζει την Παναγία ένθρονη σε αυστηρή μετωπική στάση ανάμεσα στους αγίους στρατιώτες Θεόδωρο και Γεώργιο, πάνω από τους οποίους αιωρούνται δύο αιθέριοι, «σχεδόν ιμπρεσιονιστικά ζωγραφισμένοι» άγγελοι. Η μαεστρία του καλλιτέχνη είναι εμφανής στις διαφορετικές ερμηνείες των προσώπων: η Παναγία εμφανίζεται απόκοσμη, κάτι που ενισχύεται περαιτέρω από τις σκουρόχρωμες σκιές κάτω από τα μάτια της, ενώ αντίθετα οι δύο στρατιώτες είναι ρεαλιστικοί, ο ένας χλωμός, ο άλλος ηλιοκαμένος.[70]

 
Ο Άγιος Πέτρος

Το τρίτο αριστούργημα είναι η εικόνα του Αγίου Πέτρου, μια προτομή σχεδόν σε φυσικό μέγεθος. Ο απόστολος κοιτάζει διεισδυτικά τον θεατή, «γεμάτος ένταση και συσσωρευμένη ενέργεια», η οποία τονίζεται από τούφες μαλλιών και εφαρμοσμένες ανταύγειες.[71] Ο Πέτρος απεικονίζεται σε μια κόγχη ή θρόνο, ενώ πάνω από αυτόν σε τρία μετάλλια απεικονίζονται ένας νεαρός άγιος, ο Χριστός και η Παναγία. Αυτή η σύνθεση ακολουθεί την παράδοση των ρωμαϊκών υπατικών διπτύχων.[72]

Τον 7ο αιώνα, ήδη υπό ισλαμική κυριαρχία, η Παλαιστίνη και ιδιαίτερα τα Ιεροσόλυμα ήταν κέντρο αγιογραφίας. Τα αυτοκρατορικά διατάγματα που απαγόρευαν την παραγωγή εικόνων κατά τη Βυζαντινή Εικονομαχία δεν είχαν καμία επίδραση εδώ, και η Μονή Σινά διατηρούσε πάντα στενούς δεσμούς με τα Ιεροσόλυμα. Το ζωγραφικό ύφος των πρώτων εικόνων, που κληρονομήθηκε από την κλασική παράδοση, είχε πλέον δώσει τη θέση του σε ένα πιο σκληρό, ξυλόγλυπτο ύφος. Από την πρώιμη φάση αυτού του ύφους προέρχεται μια Ανάληψη του Χριστού, αρχικά το κεντρικό πάνελ ενός τρίπτυχου. Η Θεοτόκος στέκεται μπροστά σε έναν κόκκινο ανθισμένο θάμνο. Αν αυτός αναφέρεται στη φλεγόμενη βάτο, η εικόνα ίσως δημιουργήθηκε για τη Μονή Σινά.[73]

 
Η «Κλίμαξ τοῦ παραδεῖσου» του Ιωάννη.

Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο, η Μονή Σινά ανέπτυξε και πάλι στενούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη, έτσι ώστε να προστεθούν στη συλλογή της τυπικά έργα του λεπτεπίλεπτου, εκλεπτυσμένου ύφους της πρωτεύουσας. Ένα αριστούργημα από την ύστερη φάση αυτού του ρυθμού (12ος αιώνας) είναι η «Κλίμακα προς τον Ουρανό» του Ιωάννη (της Κλίμακος). Αυτός ο ηγούμενος της Μονής Σινά, που τιμάται ως άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, είχε γράψει ένα θεμελιώδες έργο για τον ορθόδοξο ασκητισμό τον 6ο αιώνα, το οποίο ενσωματώθηκε οπτικά στην εικόνα. Απεικονίζει μοναχούς να ανεβαίνουν μια σκάλα (κλίμακα) προς τον ουρανό, της οποίας τα 30 σκαλοπάτια αντιπροσωπεύουν τις αρετές. Κινδυνεύουν από πειρασμούς, και οι διάβολοι ρίχνουν μερικούς από τη σκάλα στα βάθη. Στην κορυφή, ο Ιωάννης της Κλίμακος είναι ο πρώτος άγιος που φτάνει στον στόχο του, ακολουθούμενος από άλλον έναν ηγούμενο της Μονής Σινά. Με βάση τη σύνδεση με την τοπική παράδοση, ο Βάιτζμαν υποθέτει ότι το έργο δημιουργήθηκε για τη Μονή Σινά από κάποιον καλλιτέχνη που εκπαιδεύτηκε στην πρωτεύουσα.[74]

 
Ο Μωυσής

Ο 13ος αιώνας εκπροσωπείται επαρκώς στη συλλογή εικόνων της Μονής Σινά. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες ημερολογίου και αγίων, με τις τελευταίες να περιβάλλουν την κεντρική μορφή του αγίου με σκηνές από τη ζωή του. Τόσο Βυζαντινοί όσο και Λατίνοι καλλιτέχνες εργάστηκαν για το μοναστήρι. «Μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις ήταν η ανακάλυψη μεγάλου αριθμού εικόνων από σταυροφόρους καλλιτέχνες από διάφορα έθνη... [Είναι] αναμφίβολο ότι μεγάλος αριθμός εικόνων σταυροφόρων ζωγραφίστηκε στο ίδιο το μοναστήρι».[75] Η Ιταλία, και ιδιαίτερα η Βενετία, αντιπροσωπεύεται πολύ καλά σε αυτή την ομάδα εικόνων. Ο Βάιτζμαν εικάζει ότι μερικές από αυτές τις εικόνες κοσμούσαν το πλέον ανενεργό Παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης των Φράγκων, και ότι καλλιτέχνες που εκπαιδεύτηκαν στη Λατινική Δύση προσπάθησαν να μιμηθούν τη βυζαντινή διακόσμηση ενός τέτοιου παρεκκλησίου. Ο Βάιτζμαν αποδίδει, για παράδειγμα, σε Γάλλο καλλιτέχνη μια εικόνα του Μωυσή του τέλους του 13ου αιώνα. «Δείχνει τον προφήτη με ένα βλέμμα γεμάτο ψυχή, και αυτό το συναισθηματικό αποτέλεσμα διαφέρει σημαντικά από τις εικόνες των Βυζαντινών καλλιτεχνών εκείνης της εποχής».[76]

Βιβλιοθήκη

Επεξεργασία

Η βιβλιοθήκη της μονής διατηρεί την δεύτερη μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων και κωδίκων της πρωτοχριστιανικής περιόδου, μετά από αυτή του Βατικανού. Περιέχει περισσότερα από έξι χιλιάδες χειρόγραφα στα ελληνικά[77][78], παλαιστινιακά αραμαϊκά[79], σερβικά[80], συριακά[81][82][83][84], αραβικά[85][86], εκκλησιαστικά σλαβονικά[87], γεωργιανά[88][89][90], αρμενικά, καυκάσια αλβανικά[91][92] και παλαιοαιθιοπικά[93], τρεις χιλιάδες από τα οποία προέρχονται από την αρχαιότητα και μερικά παλαιότερα από το ίδιο το μοναστήρι - μια συλλογή που ξεπερνιέται σε μέγεθος μόνο από αυτήν της Βιβλιοθήκης του Βατικανού. Πολλά από αυτά τα βιβλία διατηρούν ακόμα τις αρχικές τους βιβλιοθήκες, σε αντίθεση με τις δυτικές βιβλιοθήκες, όπου οι αρχικές βιβλιοθήκες συνήθως αντικαθίστανται.

 
Η φλεγόμενη βάτος του Μωυσή, η οποία κατά την παράδοση βρίσκεται στη μονή

Τα σημαντικότερα χειρόγραφα της παλιάς συλλογής φωτογραφήθηκαν το 1950 και το 1967/68, γεγονός που τα κατέστησε ευρύτερα προσβάσιμα στους μελετητές. Αυτό δεν ισχύει με τον ίδιο τρόπο για τις νέες ανακαλύψεις του 1975 στον Πύργο του Αγίου Γεωργίου[94], εκ των οποίων περισσότερα από 160 παλίμψηστα χειρόγραφα και μερικά από τα παλαιότερα αρχεία φωτογραφήθηκαν με νέα διαδικασία πολυφασματικής ψηφιοποίησης κατά τη διάρκεια του Έργου «Παλίμψηστα του Σινά» (2011–2017) από μια ομάδα εξειδικευμένων φωτογράφων (EMEL)[95] και στη συνέχεια αποκρυπτογραφήθηκαν από μια ομάδα διεθνών ειδικών σε χειρόγραφα[93] – μεταξύ άλλων άγνωστα ελληνικά ποιήματα, η παλαιότερη γνωστή συνταγή του Έλληνα ιατρού Ιπποκράτη της Κω, ένα φύλλο μιας συριακής μετάφρασης των «Απλών Φαρμάκων» του Γαληνού από τον 9ο αιώνα[96], νέα αποσπάσματα και περαιτέρω στοιχεία κειμένου από παλαιοσυριακά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης[97], δύο από τους πρώτους θρύλους της Μαρίας (Transitus Mariae)[98], ένα προηγουμένως άγνωστο μαρτύριο του Πάτρικλου της Καισάρειας[99], το χαμένο 18ο φύλλο του Codex Climaci Rescriptus[93][100] και ένα Ευαγγέλιο του Ιωάννη, καθώς και ένα Ευαγγέλιο στην καυκάσια αλβανική.[101][102]

Ο «Σιναϊτικός κώδικας», που βρισκόταν στη μονή ως τον 19ο αιώνα, τώρα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Ralf Tooten: Augen der Weisheit. Das spirituelle Gesicht der Religionen. Herder, Freiburg im Breisgau 2002, ISBN 3-451-27011-0, σελ. 154. (Γερμανικά)
  2. Karl-Heinz Uthemann: Anastasios Sinaites. Byzantinisches Christentum in den ersten Jahrzehnten unter arabischer Herrschaft (= Arbeiten zur Kirchengeschichte, 125). De Gruyter, Berlin/Boston 2015, σελ. 3. (Γερμανικά)
  3. Uzi Dahari, Rivka Calderon: Monastic Settlements in South Sinai in the Byzantine Period: the Archaeological Remains. Jerusalem 2000, σελ. 25. (Αγγλικά)
  4. Θεοδώρητος ο Κύρου: Historia religiosa 2, 13 και 6, 7–12.
  5. Winfrid Cramer: Julianos Saba, στο: Walter Kasper: Lexikon für Theologie und Kirche. 3η έκδοση, τόμ 5. Herder, Freiburg im Breisgau 1996, Sp. 1080.
  6. Peter Grossmann: Besuche und Überfälle in der vorjustinianischen Laura am Mosesberg, 1999, σελ. 455.(Γερμανικά)
  7. Uzi Dahari, Rivka Calderon: Monastic Settlements in South Sinai in the Byzantine Period: the Archaeological Remains. Jerusalem 2000, σελ. 29.(Αγγλικά)
  8. Peter Grossmann: Besuche und Überfälle in der vorjustinianischen Laura am Mosesberg, 1999, σελ. 457 κ.ε. (Γερμανικά)
  9. Egeria: Itinerarium – Reisebericht με αποσπάσματα του Πέτρου διακόνου: De Locis Sanctis – Die heiligen Stätten. Μετάφραση Georg Röwekamp (Fontes Christiani, 4η έκδοση, τόμ. 20). Herder, Freiburg/Basel/Wien 2017, σελ. 128 κ.ε. (Γερμανικά)
  10. Egeria, Itinerarium, 4,7–8
  11. Joseph Patrich: Monastic Landscapes στο: Late Antique Archaeology 2 (2004), σελ. 411–445, εδώ σελ. 435–439. (Αγγλικά)
  12. Manginis 2016, σελ. 24.
  13. Alexandra Hasse-Ungeheuer: Das Mönchtum in der Religionspolitik Kaiser Justinians I.: Die Engel des Himmels und der Stellvertreter Gottes auf Erden (Millennium-Studien. Τόμος 59). De Gruyter, Berlin/Boston 2016, σελ. 174–179 (Open Access). (Γερμανικά)
  14. George H. Forsyth: The Monastery of St. Catherine at Mount Sinai: The Church and Fortress of Justinian, 1968, σελ. 6. (Αγγλικά)
  15. Manginis 2016, σελίδες 51-53.
  16. St. Catherine’s Monastery: Ewer (aquamanile)
  17. Heinrich Holze: Johannes Klimakus, στο: Religion in Geschichte und Gegenwart (RGG). 4η έκδοση. Τόμος 4, Mohr-Siebeck, Tübingen 2001, σελ. 527–528.
  18. Andreas Müller: Die Vita Johannes des Sinaiten von Daniel von Raithu: ein Beitrag zur byzantinischen Hagiographie στο Byzantinische Zeitschrift 95 (2002), σελ. 585–601, περίληψη σελ. 600 κ.ε. (Γερμανικά)
  19. Karl-Heinz Uthemann: Anastasios Sinaites. Byzantinisches Christentum in den ersten Jahrzehnten unter arabischer Herrschaft (= Arbeiten zur Kirchengeschichte, 125). De Gruyter, Berlin/Boston 2015, σελ. 4. (Γερμανικά)
  20. Scott Kennedy: The Arab conquest in Byzantine historical memory: the long view στο Byzantinische Zeitschrift 115 (2022), σελ. 117–142, εδώ σελ. 120. (Αγγλικά)
  21. Hans Eberhard Mayer: Die Kreuzfahrerherrschaft Montréal (Šōbak): Jordanien im 12. Jahrhundert (= Abhandlungen des Deutschen Palästina-Vereins, 14). Harrassowitz, Wiesbaden 1990, σελ. 212.
  22. Kurt Weitzmann: Zur Geschichte des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 11–16, εδώ σελ. 13 κ.ε. (Γερμανικά)
  23. Christine Walsh: The Cult of St Katherine of Alexandria in Early Medieval Europe. Ashgate, Aldershot 2007, σελ. 40.
  24. Alfred Haverkamp: Der heilige Simeon, Grieche im fatimidischen Orient und im lateinischen Okzident στο Historische Zeitschrift 290 (2010), σελ. 1–51, εδώ σελ. 28–42.
  25. Jean-Michel Mouton, Andrei Popescu-Belis: Une description du monastère Sainte-Catherine du Sinaï au XII: Le manuscrit d’Abū l-Makārim, 2006, σελ. 26 f.
  26. Christiane M. Thomsen: Burchards Bericht über den Orient. Reiseerfahrungen eines staufischen Gesandten im Reich Saladins 1175/1176 (Europa im Mittelalter, 29). De Gruyter, Berlin/Boston 22018, σελ. 443–451.
  27. Kurt Weitzmann: Zur Geschichte des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 11–16, εδώ σελ. 14 κ.ε.
  28. Kurt Weitzmann: Zur Geschichte des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 11–16, εδώ σελ. 15.
  29. Hans Eberhard Mayer: Die Kreuzfahrerherrschaft Montréal (Šōbak): Jordanien im 12. Jahrhundert (Abhandlungen des Deutschen Palästina-Vereins, 14). Harrassowitz, Wiesbaden 1990, σελ. 212.
  30. Kurt Weitzmann: Zur Geschichte des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 11–16, εδώ σελ. 15.
  31. Manginis 2016, σελίδες 109 κ.ε..
  32. Constantin A. Panchenko: The “Dark Age” of Middle Eastern Monasticism. Decline and Revival of the Palestinian Monasteries in the Late Mamluk and Early Ottoman Periods στο Ioana Feodorov, Bernard Heyberger, Samuel Noble (Hrsg.): Arabic Christianity between the Ottoman Levant and Eastern Europe. Brill, Leiden 2021, σελ. 30–46, εδώ σελ. 33–35
  33. Manginis 2016, σελ. 119.
  34. Manginis 2016, σελ. 79.
  35. Constantin A. Panchenko: The “Dark Age” of Middle Eastern Monasticism. Decline and Revival of the Palestinian Monasteries in the Late Mamluk and Early Ottoman Periods στο Ioana Feodorov, Bernard Heyberger, Samuel Noble (Hrsg.): Arabic Christianity between the Ottoman Levant and Eastern Europe. Brill, Leiden 2021, σελ. 30–46, εδώ σελ. 35–37.
  36. Kurt Weitzmann: Zur Geschichte des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 11–16, εδώ σελ. 15 κ.ε.
  37. Constantin A. Panchenko: The “Dark Age” of Middle Eastern Monasticism. Decline and Revival of the Palestinian Monasteries in the Late Mamluk and Early Ottoman Periods στο Ioana Feodorov, Bernard Heyberger, Samuel Noble (Hrsg.): Arabic Christianity between the Ottoman Levant and Eastern Europe. Brill, Leiden 2021, σελ. 30–46, εδώ σελ. 42.
  38. Constantin A. Panchenko: Arab Orthodox Christians Under the Ottomans 1516–1831. Holy Trinity Seminary Press, Jordanville NY 2016. Wolfgang Hage: Das orientalische Christentum. Kohlhammer, Stuttgart 2007, σελ. 108.
  39. Manginis 2016, σελίδες 126 κ.ε..
  40. Manginis 2016, σελίδες 129, 134.
  41. Ιερομόναχος Ιουστίνος Σιναΐτης: The Sinai Library: a resource of continuing significance στο Mel Collier (Hrsg.): What do we lose when we lose a library? University Library, KU Leuven 2016, σελ. 133–140.
  42. Nikolas Sarris: Binding or Rebinding at St Catherine’s Monastery of Sinai στο Alessandro Bausi, Michael Friedrich (Hrsg.): Tied and Bound: A Comparative View on Manuscript Binding. De Gruyter, Berlin/Boston 2023, σελ. 339–370, εδώ σελ. 344.
  43. Manginis 2016, σελ. 166.
  44. Yoram Tsafrir: St. Catherine’s Monastery in Sinai: Drawings by I. Dunayevsky στο Israel Exploration Journal 28 (1978), σελ. 218–229, εδώ σελ. 229.
  45. Martin Petzolt: Konstantios vom Sinai στο Religion in Geschichte und Gegenwart (RGG). 4η έκδοση. Τόμ. 4, Mohr-Siebeck, Tübingen 2001, στ. 1635–1636
  46. Manginis 2016, σελ. 169.
  47. Manginis 2016, σελ. 160.
  48. 48,0 48,1 Manginis 2016, σελ. 165.
  49. «From Sinai to Kyiv: The Journey of Four Icons | SAPIENTIA» (στα Αγγλικά). 11 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  50. Manginis 2016, σελ. 171.
  51. Κριτική του Oscar von Gebhardt στο Theologische Literaturzeitung 1 (1876), στ. 28–30. (Digitalisat)
  52. Bericht des wissenschaftlichen Beamten Prof. Karl Schmidt über eine Forschungsreise nach dem Katharinenkloster auf dem Sinai στο Sitzungsberichte der Preussischen Akademie der Wissenschaften, Berlin 1915, σελ. 122–125 (Digitalisat); Carl Schmidt, Bernhard Moritz: Die Sinai-Expedition im Frühjahr 1914 στο Sitzungsberichte der Preussischen Akademie der Wissenschaften. Philosophisch-historische Klasse (VIII), 1926, σελ. 26–34. (Γερμανικά)
  53. Nicholas Pickwoad, Athanasios Velios: Conservation and Continuity: Preserving the Library of the Monastery of Saint Catherine on Mount Sinai στο Studies in Conservation 51 (2006), σελ. 293–297.
  54. Aziz S. Atiya: The Monastery of St. Catherine and the Mount Sinai Expedition, 1952, σελ. 583.
  55. «The feast of Saint Paisios the Hagiorite, Patron Saint of the Holy Archdiocese of Australia» (στα Αγγλικά). Orthodox Times. 12 Ιουλίου 2024. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  56. Wolfgang Hage: Das orientalische Christentum. Kohlhammer, Stuttgart 2007, σελ. 108.
  57. Dominik Peters: Sehnsuchtsort Sinai: Eine israelische Kulturgeschichte der ägyptischen Halbinsel. Wallstein, Göttingen 2018, σελ. 148.
  58. Dominik Peters: Sehnsuchtsort Sinai: Eine israelische Kulturgeschichte der ägyptischen Halbinsel. Wallstein, Göttingen 2018, σελ. 178.
  59. «Saint Catherine Area» (στα Αγγλικά). UNESCO World Heritage Centre. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  60. Kingsley, Patrick; name=Awad, Marwa (5 Σεπτεμβρίου 2013). «Mount Sinai monastery latest victim of Egypt's upheavals» (στα αγγλικά). The Guardian. ISSN 0261-3077. https://www.theguardian.com/world/2013/sep/05/mount-sinai-monastery-egypt-closure. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  61. Ancient monastery closed to visitors amid Sinai unrest, but Bedouin neighbors protect it
  62. «Η ISIS ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση στη μονή στο όρος Σινά». in.gr. 19 Απριλίου 2017. https://www.in.gr/2017/04/19/world/i-isis-anelabe-tin-eythyni-gia-tin-epithesi-sti-moni-sto-oros-sina/. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  63. «Ιερά Μονή Όρους Σινά: Εγκαίνια Βιβλιοθήκης και Μωσαϊκού Ψηφιδωτού». Πεμπτουσία. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  64. «President Sisi follows up on Sinai's Great Transfiguration Project» (στα αγγλικά). Egypt Independent. 15 Ιανουαρίου 2022. https://www.egyptindependent.com/president-sisi-follows-up-on-sinais-great-transfiguration-project/. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  65. «Ägypten weist Berichte über Schließung des Katharinenklosters zurück» (στα γερμανικά). Deutschlandfunk. 30 Μαΐου 2025. https://www.deutschlandfunkkultur.de/aegypten-weist-berichte-ueber-schliessung-des-katharinenklosters-zurueck-100.html. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  66. «Η Αίγυπτος διαψεύδει τις «φήμες για δήμευση» της Μονής Σινά». Η Ναυτεμπορική. 29 Μαΐου 2025. https://www.naftemporiki.gr/kosmos/1962556/i-aigyptos-diapseydei-tis-fimes-gia-dimeysi-tis-monis-sina/. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2025. 
  67. Kurt Weitzmann: Zur Kunst des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 81–96, εδώ σελ. 88 κ.ε.
  68. Kurt Weitzmann: Zur Kunst des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 81–96, εδώ σελ. 91.
  69. Πανσελήνου Ν., 2002, Βυζαντινή Ζωγραφική, Η Βυζαντινή Κοινωνία και οι Εικόνες της, Καστανιώτης, Αθήνα, σελ. 97.
  70. Kurt Weitzmann: Zur Kunst des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 81–96, εδώ σελ. 92.
  71. Kurt Weitzmann: Zur Kunst des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 81–96, εδώ σελ. 92.
  72. Martina Pippal: Kunst des Mittelalters – Eine Einführung. 3η έκδοση. Böhlau, Wine/Köln/Weimar 2010, σελ. 115.
  73. Kurt Weitzmann: Zur Kunst des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 81–96, εδώ σελ. 92.
  74. Kurt Weitzmann: Zur Kunst des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 81–96, εδώ σελ. 93.
  75. Kurt Weitzmann: Zur Kunst des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 81–96, εδώ σελ. 95.
  76. Kurt Weitzmann: Zur Kunst des Katharinenklosters στο John Galey, Kurt Weitzmann: Das Katharinenkloster auf dem Sinai, Stuttgart 1988, σελ. 81–96, εδώ σελ. 96.
  77. Dieter Harlfinger, Diether R. Reinsch, Joseph A. M. Sonderkamp σε συνεργασία με τον Giancarlo Prato: Specimina Sinaitica: Die datierten griechischen Handschriften des Katharinen-Klosters auf dem Berge Sinai 9. bis 12. Jahrhundert. Reimer, Berlin 1983, ISBN 3-496-00743-5. (Γερμανικά)
  78. Panayotis G. Nicolopoulos: The New Finds. Holy Monastery and Archdiocese of Sinai. Athens 1999. (Αγγλικά)
  79. Christa Müller-Kessler: Codex Sinaiticus Rescriptus. A Collection of Christian Palestinian Aramaic Manuscripts στο Le Muséon 127, 2014, σελ. 263–309.
  80. https://www.svetazemlja.info/strana_sr.php?strana_id=49
  81. Agnes Smith Lewis: Catalogue of the Syriac MSS. in the Convent of S. Catharine on Mount Sinai (= Studia Sinaitica I). London 1894.
  82. Sebastian P. Brock: Catalogue of the Syriac Fragments (New Finds) in the Library of the Monastery of Saint Catherine, Mount Sinai. Athens 1995, ISBN 960-85739-0-4.
  83. Philothee du Sinaï: Nouveaux manuscrits syriaques du Sinaï. Athens 2008, ISBN 978-960-85739-8-7.
  84. Paul Géhin: Les manuscrits syriaques de parchemin du Sinaï et leur membra disjecta (= Corpus scriptorum Christianorum orientalium / Subsidia, 136). Peeters, Louvain 2017, ISBN 978-90-429-3501-3.
  85. Margaret Dunlop Gibson: Catalogue of the Arabic mss. in the Convent of Saint Catharine on Mount Sinai (= Studia Sinaitica III). London 1894.
  86. Ioannis E. Meïmaris: Κατάλογος τῶν νέων ἀραβικῶν χειρογράφων τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ Ὄρους Σινᾶ, Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης. Αθήνα 1985.
  87. Ioannis C. Tarnanidis: The Slavonic Manuscripts Discovered in 1975 at St Catherine’s Monastery on Mount Sinai. Thessaloniki 1988 (Digitalisat).
  88. A. Tsagareli: Katalog Gruzinskikh rukopisej Sinajskogo monastyrja (= Palestinskij Sbornik IV, 1). St. Petersburg 1888, σελ. 193–240.
  89. Gérard Garitte: Catalogue des manuscrits géorgiens littéraires du Mont Sinaï (= Corpus scriptorum Christianorum orientalium / Subsidia 165, 9). Durbecq, Louvain 1956.
  90. Zaza Alekzidse, M. Shanidze, L. Khevsuriani, M. Kavtaria: The New Finds of Sinai: Catalogue of Georgian Manuscripts Discovered in 1975 at Saint Catherine’s Monastery on Mount Sinai. Athens 2005, ISBN 978-960-85739-6-3.
  91. Zaza Alekzidse, M. Shanidze, L. Khevsuriani, M. Kavtaria: The New Finds of Sinai. Catalogue of Georgian Manuscripts Discovered in 1975 at Saint Catherine’s Monastery on Mount Sinai. Athens 2005.
  92. Zaza Alekzidse, Jean Pierre Mahé: Découverte d’un texte albanien: Une langue ancienne du Caucase retrouvée. στο Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 141:2, 1997, σελ. 517–532.
  93. 93,0 93,1 93,2 https://sinai.library.ucla.edu/ Sinai Palimpsest Project.
  94. Ιερομόναχος Ιουστίνος Σιναΐτης: The Sinai Library: A Resource of Continuing Significance. στο Sinaiticus. The Bulletin of the Saint Catherine’s Foundation 2017, σελ. 13–17.
  95. Keith Knox (Chief Science Advisor, EMEL, USA); Roger Easton (Chester F. Carlson Center for Imaging Science, Rochester, USA); William Christens-Barry (Chief Scientist, Equipoise Imaging, LCC, MD, USA); David Kelbe (Centre for Space Science Technology, Alexandra, Neuseeland)
  96. Claudia Rapp, Michael Phelps: The Sinai Palimpsests Project. στο Sinaiticus. The Bulletin of the Saint Catherine’s Foundation. 2017, σελ. 18–20.
  97. Sebastian P. Brock: Two Hitherto Unattested Passages of the Old Syriac Gospels in Palimpsests from St Catherie’s Monastery, Sinai. στο Δελτίο Βιβλικῶν Μελετῶν 31A, 2016, σελ. 7–18.
  98. Christa Müller-Kessler: Three Early Witnesses of the «Dormition of Mary» in Christian Palestinian Aramaic. Palimpsests from the Cairo Genizah (Taylor-Schechter Collection) and the New Finds in St Catherine’s Monastery. στο Apocrypha 29, 2018, σελ. 69–95.
  99. Analecta Bolladiana 137, 2019; https://www.bollandistes.org/analecta-bollandiana-general/
  100. Sebastian P. Brock: Ktabe Mpassqe: Dismembered and reconstituted Syriac and Christian-Palestinian Aramaic Manuscripts: Some Examples, Ancient and Modern. στο Hugoye. Journal of Syriac Studies 15, 2012, σελ. 7–20.
  101. Zaza Aleksidze mit J-P. Mahé: Découverte d’un texte albanien: une langue ancienne du Caucase retrouvée. στο Comptes rendus des séances l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 1997, σελ. 512–532.
  102. Jost Gippert, Wolfgang Schulze, Zaza Aleksidze, Jean-Pierre Mahé: The Caucasian-Albanian Palimpsests of Mt. Sinai, τόμ. 1–3, Turnhout, 2009–2011.

Πηγές - Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • George H. Forsyth, Kurt Weitzmann: The church and fortress of Justinian. Ann Arbor 1973.
  • Kurt Weitzmann: The icons. Bd. 1: From the sixth to the tenth century. Ann Arbor 1976.
  • Kurt Weitzmann, George Galavaris: The illuminated Greek manuscripts. τόμ. 1: From the ninth to the twelfth century. Ann Arbor 1990, ISBN 0-691-03602-0.
  • John Galey: Das Katharinenkloster auf dem Sinai. Ειδική έκδοση. Belser, Stuttgart/Zürich 1988, ISBN 3-7630-1294-X.
  • Helen C. Evans: Trésors du Monastère de Sainte-Catherine, Mont Sinai, Egypte. Fondation Pierre Gianadda, Martigny 2004, ISBN 2-88443-085-7.
  • Manginis, George (2016). Mount Sinai: A History of Travellers and Pilgrims (στα Αγγλικά) (1η έκδοση). London: Haus Publishing Limited. ISBN 978-1-910376-50-8. 
  • Uzi Dahari, Rivka Calderon: Monastic Settlements in South Sinai in the Byzantine Period: the Archaeological Remains. Israel Antiquities Authority, Jerusalem 2000. (Open Access)
  • Peter Grossmann: Besuche und Überfälle in der vorjustinianischen Laura am Mosesberg στο Byzantinische Zeitschrift 92 (1999), σελ. 455–465.
  • Jean-Michel Mouton, Andrei Popescu-Belis: Une description du monastère Sainte-Catherine du Sinaï au XII: Le manuscrit d’Abū l-Makārim στο Arabica 53 (2006), σελ. 1–53.
  • Andreas Müller: Der Sinai im 6. Jahrhundert. Ein Beitrag zur Geschichte der Entwicklung byzantinisch-ostkirchlicher Spiritualität στο Philotheos 5 (2005) 255–278.
  • Ihor Ševčenko: The Early Period of the Sinai Monastery in the Light of Its Inscriptions στο Dumbarton Oaks Papers 20 (1966), σελ. 255–264.
  • Aziz S. Atiya: The Monastery of St. Catherine and the Mount Sinai Expedition στο Proceedings of the American Philosophical Society 96 (1952), S. 578–586.

Αρχιτεκτονική

Επεξεργασία
  • Andreas Andreopoulos: The Mosaic of the Transfiguration in St. Catherine’s Monastery on Mount Sinai: A Discussion of its Origins στο Byzantion 72 (2002), σελ. 9–41.
  • George H. Forsyth: The Monastery of St. Catherine at Mount Sinai: The Church and Fortress of Justinian στο Dumbarton Oaks Papers 22 (1968), σελ. 1–19.
  • Peter Grossmann: Christliche Architektur in Ägypten. Brill, Leiden 2002.
  • Peter Grossmann: Neue baugeschichtliche Untersuchungen im Katharinenkloster im Sinai στο Archäologischer Anzeiger 3 (1988), σελ. 543–558.
  • Peter Grossmann: Early Monks at Mount Moses and Justinian’s Monastery στο Pegaso: Rivista annuale di cultura mediterranea 1 (2001), σελ. 177–201.
  • Peter Grossmann: Zu Decke und Dach der Theotokoskirche des Katherinenklosters im Sinai στο Eastern Christian art 6 (2009), σελ. 39–49.
  • Nili Lipschitz, Yoav Waisel: Dendroarchaeological Investigations in Israel (St. Catherine’s Monastery in Southern Sinai) στο Israel Exploration Journal 26 (1976), σελ. 39–44.
  • Bernhard Moritz: Beiträge zur Geschichte des Sinaiklosters im Mittelalter nach arabischen Quellen. Akademie der Wissenschaften, Berlin 1918. (Digitalisat)

Χειρόγραφα

Επεξεργασία
  • James H. Charlesworth: The New Discoveries in St. Catherine’s Monastery: A Preliminary Report on the Manuscripts (= American Schools of Oriental Research Monograph Series, 3). Eisenbrauns, Winona Lake IN 1981, ISBN 0-89757-403-6.
  • Panayotis G. Nicolopoulos: The New Finds of Sinai. Holy Monastery and Archdiocese of Sinai. Athens 1999, ISBN 960-85984-2-7.
  • Claudia Rapp, Giulia Rossetto, Jana Grusková, Grigory Kessel (εκδ.): New Light on Old Manuscripts. The Sinai Palimpsests and Other Advances in Palimpsest Studies (= Denkschriften der philosophisch-historischen Klasse. Band 547; = Veröffentlichungen zur Byzanzforschung. Band 45). Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 2023, ISBN 978-3-7001-9157-5.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία