Ιωάννης Βαρβιτσιώτης

Έλληνας πολιτικός

Ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης του Μιλτιάδη (2 Αυγούστου 1933) είναι Έλληνας νομικός και πολιτικός που διετέλεσε επί σειρά ετών βουλευτής της ΕΡΕ και της Νέας Δημοκρατίας, πολλές φορές υπουργός, ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1993 - 1997).

Ιωάννης Βαρβιτσιώτης
Υπουργός Εθνικής Άμυνας Ελλάδας
Περίοδος
2 Ιουλίου 1989 – 12 Οκτωβρίου 1989
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη 1989
Περίοδος
11 Απριλίου 1990 – 13 Οκτωβρίου 1993
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη 1990
Υπουργός Δικαιοσύνης Ελλάδας
Περίοδος
7 Αυγούστου 1992 – 3 Δεκεμβρίου 1992
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη 1990
Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων
Περίοδος
28 Νοεμβρίου 1977 – 10 Μαΐου 1980
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1977
Υπουργός Εμπορίου
Περίοδος
22 Φεβρουαρίου 1975 – 28 Νοεμβρίου 1977
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1974
Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος[1]
Περίοδος
1985 – 1996
Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας
Περίοδος
1994 – 1997
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση2 Αυγούστου 1933 (1933-08-02) (91 ετών), Αθήνα, Αττική, Ελλάδα
ΕθνότηταΕλληνική
Πολιτικό κόμμαΝέα Δημοκρατία
ΣύζυγοςΣοφία Λαναρά
ΠαιδιάΜιλτιάδης Ι. Βαρβιτσιώτης, Ελένη Βαρβιτσιώτη,[2] Θωμάς Βαρβιτσιώτης,[3] Κωνσταντίνος Βαρβιτσιώτης[4]
ΕπάγγελμαΝομικός
ΒραβεύσειςΜεγαλόσταυρος του Τάγματος του Φοίνικος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Χρημάτισε υφυπουργός Εσωτερικών (1974), υφυπουργός Εξωτερικών (1974 - 1975), υπουργός Εμπορίου (1975 - 1977), υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1977 - 1980), υπουργός Εθνικής Άμυνας (1989 και 1990 - 1993) και υπουργός Δικαιοσύνης (1992, ταυτόχρονα με τη θητεία του στο Εθνικής Άμυνας).

Βιογραφία

Επεξεργασία

Είναι γόνος σημαντικής πολιτικής οικογένειας, με απώτερη καταγωγή από τη Βαρβίτσα Λακωνίας (από κει και το επώνυμο Βαρβιτσιώτης), που έχει εκπροσώπους στη Βουλή των Ελλήνων από τις πρώτες δεκαετίες της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου του 1933.

Φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ της τότε Δυτικής Γερμανίας, με ειδίκευση στο Εταιρικό Δίκαιο. Με την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να δικηγορεί και το 1960 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατόπιν εισηγήσεως του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρόκα. Την εποχή εκείνη γνωρίζεται τυχαία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, γνώριμο του πατέρα του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, που είχε διατελέσει βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, ο οποίος και του ανέθεσε να συντάξει σχετικές εισηγήσεις προς κυβερνητικούς παράγοντες, ενώ λίγο αργότερα τον ορίζει υποψήφιο βουλευτή της ΕΡΕ στη Β΄ Περιφέρεια Αθηνών.

Έτσι με τη βοήθεια και του οικογενειακού φίλου Γεωργίου Ράλλη, στις εκλογές του 1961 εκλέχθηκε αμέσως με την πρώτη φορά βουλευτής, επανεκλεγείς και στις εκλογές του 1963, του 1964 και στις υπόλοιπες που ακολούθησαν (στη Β΄ Αθηνών από το 1974 ως και το 1996 και Επικρατείας το 2000).[5]

Την περίοδο της Δικτατορίας, και συγκεκριμένα ένα χρόνο μετά την επιβολή της, τον Ιούλιο του 1968, μαζί με άλλους βουλευτές, αρχίζει να προσυπογράφει ανακοινώσεις περί επανόδου της χώρας στη δημοκρατική ομαλότητα. Οι Αρχές του απαγορεύουν την έξοδο από τη χώρα, οπότε σε συνεννόηση με τους Γ. Ράλλη και Π. Παπαληγούρα συνδέεται με κλιμάκιο της οργάνωσης «Ελεύθεροι Έλληνες». Η σύνδεση όμως αυτή αποκαλύφθηκε και στις 9 Οκτωβρίου συνελήφθη. Μετά από ανάκριση που ακολούθησε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ περιορίστηκε επί ένα πεντάμηνο σε πλήρη απομόνωση.

 
Ψηφοδέλτιο του Ι. Βαρβιτσιώτη και της ΕΡΕ, δεκαετία 1960.

Μετά τη μεταπολίτευση, συμμετείχε ως υφυπουργός Εσωτερικών στη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας 1974 και στις εκλογές του ίδιου έτους εκλεγείς και πάλι, με τη Νέα Δημοκρατία ανέλαβε ακολούθως υφυπουργός Εξωτερικών (1974 – 1975), υπουργός Εμπορίου (1975 – 1977),υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1977-1980),υπουργός Εθνικής Αμύνης (Κυβέρνηση Συνεργασίας, 1989), Εμπορίου (Οικουμενική Κυβέρνηση, 1989), Εθνικής Άμυνας (1990-1993), Δικαιοσύνης (1992).

Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (1985-1996) και αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1994-1997). Το 1989 τάχθηκε κατά της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στην πολιτική του καριέρα επέδειξε αξιόλογη κοινοβουλευτική δράση όπως γραμματέας του προεδρείου της Βουλής (1961-1963), γραμματέας της επιτροπής αναθεώρησης του Συντάγματος (1963), και κοσμήτορας της Βουλής (1965-1967). Υπήρξε επίσης μόνιμο μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στις εργασίες σύνδεσης Ελλάδας με την ΕΟΚ την περίοδο 1962-1967, λαμβάνοντας επίσης μέρος σε κοινοβουλευτικές ομάδες του ΝΑΤΟ.

Επίσης από τον Ιανουάριο του 1998 μέχρι τον Αύγουστο του 2010 διετέλεσε πρόεδρος του «Ινστιτούτου Κ. Καραμανλής», ενώ ένα χρόνο πριν, τον Μάιο του 2009 εγκατέλειψε την πολιτική μετά από 48 χρόνια πολιτικής καριέρας.

Έγραψε πολλές μελέτες νομικού και πολιτικού περιεχομένου, οι κυριότερες των οποίων είναι: «Η ονομαστική μετοχή» (1960), «Η ΕΟΚ και το Εταιρικόν Δίκαιον» (1970), «Η αλλαγή στο εδώλιο» (1984), «Αποκατάσταση Ιστορικών Αληθειών» (1985),«Η αλήθεια για το παρελθόν πυξίδα για το μέλλον» (1989), «Συνταγματικοί Προβληματισμοί» (1993),"Η Ελλάδα Μπροστά στο 2000:Ένα Νέο Συνταγματικό Πλαίσιο"(1998), "Η Βουλευτική Ασυλία" (2000), "Οι Τρεις Απειλές του Αιώνα" (2002), «Πολιτι(στι)κή φωτογραμμετρία» (2005), "Η Μεταναστευτική Πολιτική της Ευρώπης" (2006), "Η Αναγκαία Αναθεώρηση" (2006),«Τυφλοί στρατοί-Η Δύση και η Απειλή του Ισλαμικου Φονταμενταλισμού» (2008), «Αναζητώντας την Τέχνη» (2008)και τη δίγλωσση έκδοση «5 Χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2004-2009 » (2009)καθώς και πολλά άρθρα πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου. Επισκέφθηκε, επίσημα προσκεκλημένος, την Αγγλία, τη Δυτική Γερμανία και τις ΗΠΑ.

Τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικος, λόγω της μακράς πολιτικής του δράσης, καθώς και με άλλα ανώτατα παράσημα διαφόρων κρατών, μεταξύ των οποίων με τον Μεγαλόσταυρο της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας και τον Ταξιάρχη του Τάγματος Stara Planina της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Το 1963 τιμήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα με τον Χρυσούν Σταυρόν της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους.

Ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης είναι παντρεμένος (Νοέμβριος 1967), με τη Σοφία Θ. Λαναρά με την οποία και απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρεις γιους και μία κόρη. Είναι μόνιμος κάτοικος Αθήνας. Γιος του είναι ο επίσης πολιτικός και βουλευτής Μιλτιάδης Ι. Βαρβιτσιώτης.

Τιμητικές διακρίσεις

Επεξεργασία

Το 2023 ο Δήμος Σπάρτης τιμήσε τον Ιωάννη Βαρβιτσιώτη ως Επίτιμος Δημότης της πόλης. Τιμήθηκε για την πολυσχιδή προσφορά του στην πόλη της Σπάρτης.[6]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  • "Who's Who" 1979 σελ.65.
  • Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, εκδ.Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ.119

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία