Ο Κάρλο Τζελόζο (ιταλικά: Carlo Geloso, 20 Αυγούστου 1879 - 23 Ιουλίου 1957) ήταν Ιταλός στρατηγός κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1939, ανέλαβε τη διοίκηση των Ιταλικών Δυνάμεων στην Αλβανία. Την επόμενη χρονιά, κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, τέλεσε ανώτατος διοικητής της 11ης Ιταλικής Στρατιάς. Ήταν διοικητής των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα από το 1941 μέχρι το 1943. Όταν η Ιταλία εντάχθηκε στους Συμμάχους, ο Τζελόλο κρατήθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου από τους Γερμανούς. Μετά τη γερμανική παράδοση, κρατήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα από τους Σοβιετικούς και αφέθηκε ελεύθερος το 1946.

Κάρλο Τζελόζο
Γέννηση20 Αυγούστου 1879
Παλέρμο, Ιταλία
Θάνατος23 Ιουλίου 1957 (77 ετών)
Ρώμη, Ιταλία
Χώρα Βασίλειο της Ιταλίας
ΚλάδοςΙταλικός Βασιλικός Στρατός
Εν ενεργεία1898–1943, 1947
ΒαθμόςΣτρατηγός
Μονάδες21η Μεραρχία Πεζικού Γρεναδιέρων Σαρδηνίας
XXVI Σώμα Στρατού
11η Ιταλική Στρατιά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφία Επεξεργασία

Γεννημένος στο Παλέρμο στις 20 Αυγούστου 1879 με γονείς τους Μποναβεντούρα Τζελόζο και Φορτουνάτα Μπούρτζιο ντι Βιλανόβα,[1] ο Κάρλο Τζελόζο μπήκε στη Στρατιωτική Ακαδημία Πυροβολικού και Μηχανικού του Τορίνου στις 27 Οκτωβρίου 1898. Αποφοίτησε στις 26 Αυγούστου 1901 ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Εφαρμογών Πυροβολικού και Μηχανικού του Τορίνο. Αποφοίτησε το 1903 και προάχθηκε σε υπολοχαγό στις 11 Αυγούστου,[1][2] ενώ διορίστηκε στο 3ο Σύνταγμα Φρουριακού Πυροβολικού. Στις 28 Δεκεμβρίου 1907, παντρεύτηκε την Άντζελα Ροκάλια και τον Απρίλιο του 1909 μεταφέρθηκε στο 15ο Σύνταγμα Πυροβολικού Μάχης. Το 1910, ολοκλήρωσε με επιτυχία κύκλο μαθημάτων γενικών επιτελών στο Τορίνο και στις 30 Νοεμβρίου 1911, προάχθηκε σε λοχαγό κατ' επιλογή (δηλαδή πριν την κανονική περίοδο προαγωγής). Μέχρι το 1912 υπηρέτησε στο προσωπικό των Στρατιωτικών Περιφερειών της Ρώμης και της Νάπολης.[1][2] Τον Ιούλιο του 1912, αναχώρησε για την Τριπολίτιδα, όπου ανέλαβε να οργανώσει τον εφοδιασμό για το Ιταλικό εκστρατευτικό σώμα στη Ζουάρα. Επέστρεψε στην Ιταλία στις 5 Αυγούστου, αλλά παρέμεινε διοικητής του εφοδιασμού μέχρι τον Απρίλιο του 1914, οπότε και διορίστηκε στο 9ο Σύνταγμα Φρουριακού Πυροβολικού.[1]

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Επεξεργασία

Μετά την είσοδο της Ιταλίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τζελόζο στάλθηκε για να υπηρετήσει σε θέση επιτελούς στο μέτωπο των Ιουλιανών Άλπεων και στις 9 Νοεμβρίου 1915 προάχθηκε σε ταγματάρχη.[1][2] Τον Μάιο του 1916, διορίστηκε επικεφαλής της 31ης Μεραρχίας Πεζικού και η συμμετοχή του με τη μεραρχία στην Έκτη Μάχη του Ιζόντσο, του χάρισε το πρώτο Ασημένιο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας.[1] Τον Φεβρουάριο του 1917, μεταφέρθηκε στο γενικό επιτελείο. Τον Μάιο κέρδισε το δεύτερο Ασημένιο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας για τη συμμετοχή του στη Δέκατη Μάχη του Ιζόντσο στην περιοχή του Μπόσκο Μάλο-Ποντ Χορίτε και, στις 31 Μαΐου, προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη.[1] Ως επικεφαλής της 65ης Μεραρχίας Πεζικού από τον Ιούλιο, πολέμησε στην Ενδέκατη Μάχη του Ιζόντσο στην περιοχή Μέσνιακ, κερδίζοντας το τρίτο του Ασημένιο Μεταλλιο, κι έπειτα στην καταστροφική Μάχη του Καπορέττο.[1] Από τον Απρίλιο του 1918 ήταν επικεφαλής της 34ης Μεραρχίας Πεζικού. Η οργανωτική του ικανότητα αναγνωρίστηκε τον Σεπτέμβριο κι του απονεμήθηκε το παράσημο του ιππότη στο Στρατιωτικό Τάγμα της Σαβοΐας.[3] Μετά την ανακωχή, πέρασε κάποιο διάστημα στην περιοχή Τονάλε-Γκάρντα πριν πάρει τη θέση του διοικητή στην Πάντοβα κι έπειτα στη φρουρά της Ρώμης και του γενικού επιτελείου.[1]

Περίοδος μεσοπολέμου Επεξεργασία

Παρά τη διακεκριμένη, αν όχι ασυνήθιστη, καριέρα του, από τις 20 Ιουλίου 1920 μέχρι τις 7 Μαρτίου 1925 υποβιβάστηκε σε «Ειδική Βοηθητική Θέση», μία ειδική διευθέτηση που είχε ως σκοπό τη διάθεση του μεγάλου αριθμού των αξιωματικών μετά το τέλος του πολέμου.[1][4] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στις 4 Μαΐου 1921 έγινε μέλος του φασιστικού κινήματος, και στις 31 Δεκεμβρίου 1924 προάχθηκε σε συνταγματάρχη.[1]

Το 1925 και κατά την επιστροφή του στην ενεργό δράση, διορίστηκε στη Γενική Γραμματεία της Ανώτατης Επιτροπής Άμυνας όπου, τον Φεβρουάριο του 1926. έγινε επικεφαλής της υπηρεσίας.[1][4] Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι την 1η Μαρτίου 1928, οπότε και στάλθηκε να διοικήσει το 6ο Σύνταγμα Βαρέως Πεδινού Πυροβολικού.[1][4]

Στις 25 Ιανουαρίου 1931 προάχθηκε σε ταξίαρχο και τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, επέστρεψε στη Ρώμη ως επιτελάρχης του VIII Σώματος Στρατού. Έπειτα, το 1933, υπηρέτησε ως διοικητής πυροβολικού του III Σώματος Στρατού στο Μιλάνο και στη συνέχεια, διορίστηκε ως προσωρινός επιτελάρχης του X Σώματος Στρατού στη Νάπολη και του VI Στρατού Σώματος στην Μπολόνια το 1934 και 1935 αντίστοιχα.[1][5] Στις 25 Νοεμβρίου 1935, διορίστηκε στην υψηλού κύρους και περιζήτητη θέση του διοικητή της 21ης Μεραρχίας Πεζικού Γρεναδιέρων της Σαρδηνίας (Granatieri di Sardegna) στη Ρώμη.[1][5]

Αιθιοπία και Αλβανία Επεξεργασία

Τον Μάρτιο του 1936 στάλθηκε στην Ιταλική Σομαλιλάνδη για να διοικήσει το Ειδικό Τμήμα Πεζικού «Λάγκι» κατά τη διάρκεια του Β΄ Ιταλο-Αιθιοπικού Πολέμου. Εκεί κατέλαβε την περιοχή των λιμνών του ισημερινού και νίκησε τον Αιθίοπα Ντέστα Ντάμτου. Τον Οκτώβριο του 1936, έγινε κυβερνήτης της περιοχής που αποτελεί το σημερινό κυβερνείο Γκάλα-Σιντάμο, καθώς και διοικητής της τοπικής ιταλικής φρουράς. Για τις υπηρεσίες του προάχθηκε τον Δεκέμβριο σε στρατηγό μεραρχίας (υποστράτηγο) κι έλαβε μία επιπλέον διάκριση Στρατιωτικού Τάγματος της Σαβοΐας. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1938.[1][6] Η βίαιη καταστολή της αιθιοπικής αντίστασης, ειδικά μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του αντιβασιλέα Ροντόλφο Γκρατσιάνι τον Φεβρουάριο του 1937, οδήγησε την κυβέρνηση της Αιθιοπίας να τον συμπεριλάβει στον κατάλογο των εγκληματιών πολέμου και προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να τον εκδώσει στην Αιθιοπία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[1]

Το 1938 επέστρεψε στη Ρώμη, όπου μέχρι τις 3 Αυγούστου ήταν Επίτιμος Κυβερνήτης του Γκάλα-Σιντάμο, αλλά το 1939 προάχθηκε σε στρατηγό σώματος στρατού (αντιστράτηγο) και στάλθηκε να διοικήσει το Σώμα Στρατού του Μπάρι. Τον Οκτώβριο στάλθηκε να διοικήσει αρχικά το VII Σώμα Στρατού στην Τεργέστη και μετέπειτα, την 1η Δεκεμβρίου, το XXVI Σώμα Στρατού, το οποίο περιελάμβανε την Ιταλική φρουρά στην κατεχόμενη τότε από τους Ιταλούς Αλβανία.[1][7]

Ο Τζελόζο παρέμεινε στην Αλβανία μέχρι τις 6 Ιουνίου 1940. Κατά τη διάρκεια της θητείας του κατέστρωσε σχέδια επίθεσης στην Ελλάδα και στοιχεία των σχεδίων του χρησιμοποιήθηκαν στη μετέπειτα Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα αλλά, κάτω από τις συνθήκες και τις δυνάμεις που θα συμμετείχαν σε αυτήν, πολύ διαφοροποιημένα από αυτό που είχε οραματιστεί.[7] Αν και ικανός οργανωτής, ήταν αδέξιος στους παρασκηνιακούς πολιτικούς ελιγμούς που χαρακτήριζαν το Φασιστικό καθεστώς. Στις 23 Απριλίου 1941, μετά τη διαφωνία του με τον Γκαλεάτσο Τσιάνο, Υπουργό Εξωτερικών και φυσικό κληρονόμο του Μουσολίνι, κατά τη διάρκεια μίας συζήτησης για πιθανό πόλεμο με την Ελλάδα, αντικαταστάθηκε από τον Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα.[1]

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και κατοχή της Ελλάδας Επεξεργασία

Η είσοδος της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον βρήκε επικεφαλής της Τρίτης Στρατιάς, αλλά στις 15 Νοεμβρίου 1940 επέστρεψε στην Αλβανία για να αναλάβει τη διοίκηση της Ενδέκατης Στρατιάς, που μόλις είχε συσταθεί, στον πόλεμο κατά της Ελλάδας που ήταν σε εξέλιξη.[1][7] Τον Σεπτέμβριο του 1941, μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα και την έναρξη της κατοχής στη χώρα, ονομάστηκε Ανώτατος Διοικητής των Ιταλικών Δυνάμεων στην Ελλάδα, ενώ παρέμεινε διοικητής της Ενδεκάτης Στρατιάς. Διατήρησε και τις δύο θέσεις μέχρι την απόλυσή του τον Μάιο του 1943. Τον Οκτώβριο του 1942, προάχθηκε σε στρατηγό στρατιάς (στρατηγό).[1][7]

Η θητεία του στην Ελλάδα προσέλκυσε επικρίσεις από πολλές πλευρές. Οι Έλληνες ως ήταν φυσικό τον μισούσαν ως τον επικεφαλής διοικητή των ιταλικών δυνάμεων κατοχής, που επέδειξαν βαρβαρότητα κατά τις αντιστασιακές επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα οι Γερμανοί σύμμαχοι των Ιταλών τον θεωρούσαν «αδύναμο» και αναποτελεσματικό, παρά τη φήμη που είχε ως αφοσιωμένος οπαδός της ιταλογερμανικής συμμαχίας του Άξονα. Ο Τζελόζο εναντιώθηκε στα αιτήματα των Γερμανών για πιο σκληρά αντίποινα, και μάλιστα εναντιώθηκε στις απαιτήσεις για εφαρμογή διακριτικών μέτρων εναντίον των Ελλήνων Εβραίων στην Ιταλική ζώνη κατοχής.[1] Από την άλλη, την άνοιξη του 1943, ο Τζελόζο ενέκρινε τον θεσμό της συλλογικής τιμωρίας εναντίον του άμαχου πληθυσμού ως αντίποινα στις αντιστασιακές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και μέτρων όπως «από αέρος βομβαρδισμοί και κανονιοβολισμούς», «λεηλασία των προμηθειών σε τροφές» και «μεταφορά των αρχηγών των χωριών και όλων των αντρών που απάρτιζαν τα κοινοτικά συμβούλια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης». Αυτή η διαταγή οδήγησε στο διάστημα των επόμενων μηνών σε σειρά θηριωδιών, όπως της Σφαγή του Δομένικου.[8]

Την ίδια στιγμή, η σχέση του με τους Γερμανούς γινόταν όλο και πιο τεταμένη, καθώς φρουρούσε με ζήλο τα ιταλικά προνόμια στην Ελλάδα εναντίον γερμανικής καταπάτησης, ειδικά μετά το διορισμό του στρατάρχη Αλεξάντερ Λερ ως του Γερμανού επικεφαλής Νοτιοανατολικής Ευρώπης τον Δεκέμβριο του 1942. Αυτός ο διορισμός ήρθε ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης της κατάστασης στο Βόρειοαφρικανικό μέτωπο, κάτι το οποίο έκανε την απόβαση Συμμάχων στην Ελλάδα όλο και πιο πιθανή. Οι Γερμανοί, οι οποίοι δεν εμπιστεύονταν την ικανότητα των Ιταλών να αντικρούσουν μία τέτοια επίθεση, άρχισαν να μετακινούν περισσότερους από τους δικούς τους στρατιώτες στην Ελλάδα και προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τους Ιταλούς σε μερικές στρατηγικές περιοχές, όπως η Αθήνα και ο Σιδηρόδρομος Αθηνών-Θεσσαλονίκης, με την αιτιολογία πως με αυτόν τον τρόπο καθιστούσαν διαθέσιμα επιπλέον Ιταλικά στρατεύματα για άμυνα στη Δυτική Ελλάδα. Ο Τζελόζο αρνήθηκε κατηγορηματικά να εξετάσει αυτό το ενδεχόμενο και πρότεινε πως οποιαδήποτε επιπλέον στρατιωτική Γερμανική δύναμη φτάσει στην Ελλάδα, θα πρέπει να βρίσκεται υπό τις δικές του διαταγές. Έχοντας την υποστήριξη της Ιταλικής ανώτατης διοίκησης, η κατάσταση δεν επιλύθηκε, με τον Τζελόζο να προτείνει μέχρι και τη δημιουργία μίας «Ομάδας Στρατιών Ανατολής», η οποία θα περιελάμβανε όλες τις Ιταλικές δυνάμεις που βρίσκονταν στις κατεχόμενες περιοχές των Βαλκανίων και της οποίας θα ήταν επικεφαλής ο ίδιος, ως αντιστάθμισμα των δυνάμεων των οποίων ήταν επικεφαλής ο Λερ.[9]

Αν και ο επικεφαλής του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου, Ούγκο Καβαλλέρο, τον επαίνεσε ως «ίσως ο καλύτερος από τους στρατηγούς μας, τεχνικά προετοιμασμένος, ενεργητικός και με τακτ», ο Τζελόζο απολύθηκε στις 3 Μαΐου 1943 και τέθηκε υπό τη διάθεση του Υπουργείου Πολέμου. Ο πιθανότερος λόγος της απόλυσής του ήταν η τελευταία του διαφωνία με τον Λερ σε μία συνάντηση που έλαβε χώρα λίγες μέρες πριν την απόλυση. Ο Λερ απαίτησε από τους Ιταλούς μία σειρά μέτρων για τον περιορισμό της επέκτασης του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, συμπεριλαμβανομένων και των συλλήψεων αξιωματικών του τέως Ελληνικού Στρατού, της κατάσχεσης όλων των ραδιοφωνικών σταθμών και της παράδοσης όλων των Εβραίων που βρίσκονταν στην Ιταλική ζώνη στον έλεγχο των Γερμανών.[1]

Φυλάκιση, απελευθέρωση και τελευταία χρόνια Επεξεργασία

Στις 20 Ιουνίου 1943, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, τοποθετήθηκε στην εφεδρεία, αλλά ανακλήθηκε για να υπηρετήσει στο Υπουργείο Πολέμου. Τις μέρες πριν την ανακωχή του Κασίμπιλε, τέθηκε ως διοικητής των στρατευμάτων που προορίζονταν να υπερασπιστούν τη Ρώμη, αλλά στην πραγματικότητα δεν άσκησε ποτέ διοίκηση. Συνελήφθη από τους Γερμανούς στις 23 Σεπτεμβρίου και στάλθηκε σε ένα Όφλαγκ[α] στην πόλη Σκόκι. Απελευθερώθηκε με την άφιξη των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, στάλθηκε στο Χάρκοβο και κατόπιν, στις 9 Οκτωβρίου 1945, επέστρεψε στην Ιταλία.[1][10] Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, ο Τζελόζο έγραψε στον τότε Υπουργό Πολέμου της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας (RSI), Ροντόλφο Γκρατσιάνι, ζητώντας του να μεσολαβήσει για την ασφαλή απελευθέρωσή του. Ωστόσο, δεν φαίνεται να είχε ενταχθεί στην RSI.[11] Με την επιστροφή του στην Ιταλία, του ζητήθηκε να συντάξει έναν κατάλογο με τα ονόματα των συντρόφων του και των συνεργατών τους που βρίσκονταν σε αιχμαλωσία.[11]

Την 1η Φεβρουαρίου 1946 τέθηκε σε άδεια, αλλά ανακλήθηκε για να υπηρετήσει προσωρινά από τις 27 Απριλίου μέχρι τις 30 Ιουνίου 1947. Στις 28 Μαΐου 1947, με την Ιταλική μοναρχία να έχει καταργηθεί την προηγούμενη χρονιά, έδωσε όρκο πίστης στη νέα Ιταλική Δημοκρατία. Την 1η Μαΐου 1954, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, τέθηκε σε μόνιμη άδεια και απεβίωσε περίπου τρία χρόνια αργότερα, στις 23 Ιουλίου 1957, στη Ρώμη.[1][11]

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Στρατόπεδο συγκέντρωσης αξιωματικών αιχμαλώτων πολέμου

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 1,21 1,22 1,23 1,24 Massignani 1999.
  2. 2,0 2,1 2,2 Bregantin 2010, σελ. 396.
  3. Bregantin 2010, σελίδες 396–397.
  4. 4,0 4,1 4,2 Bregantin 2010, σελ. 397.
  5. 5,0 5,1 Bregantin 2010, σελ. 398.
  6. Bregantin 2010, σελ. 398–399.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Bregantin 2010, σελ. 399.
  8. Santarelli, Lidia (2004). «Muted violence: Italian war crimes in occupied Greece». Journal of Modern Italian Studies 9 (3): 280–299. doi:10.1080/1354571042000254728. 
  9. Bregantin 2010, σελίδες 319–333.
  10. Bregantin 2010, σελ. 400.
  11. 11,0 11,1 11,2 Bregantin 2010, σελ. 401.

Πηγές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία