Το Κα' Ρετσόνικο, ιταλ.: Ca' Rezzonico, είναι ένα παλάτσο και μουσείο τέχνης στο Μεγάλο Κανάλι στο εκτημόριο Ντορσοντούρο (sestiere Dorsoduro) της Βενετίας, στην Ιταλία. Είναι ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο δείγμα του 18ου αι. της Βενετικής μπαρόκ και ροκοκό αρχιτεκτονικής και εσωτερικής διακόσμησης, και παρουσιάζει πίνακες από τους κορυφαίους Βενετούς ζωγράφους της περιόδου, συμπεριλαμβανομένου του Φραντσέσκο Γκουάρντι και του Τζιαμπατίστα Τιέπολο. Είναι ένα δημόσιο μουσείο αφιερωμένο στην Βενετία του 18ου αι. (Museo del Settecento Veneziano), και ένας από τους 11 χώρους που διαχειρίζεται το Ίδρυμα Μουσείων της πόλης της Βενετίας (Fondazione Musei Civici di Venezia).

Κα' Ρετσόνικο
Ca' Rezzonico
Χάρτης
Είδοςανάκτορο, μουσείο τέχνης και μέγαρο
Αρχιτεκτονικήμπαρόκ
ΔιεύθυνσηDorsoduro 3136
Γεωγραφικές συντεταγμένες45°26′0″N 12°19′37″E
Διοικητική υπαγωγήΒενετία
ΤοποθεσίαΝτορσοντούρο
ΧώραΙταλία
Έναρξη κατασκευής1667
ΈνοικοιMuseum of 18th-century Venice
ΙδιοκτήτηςΛιονέλο ντε Μινερμπί[1][2]
ΔιαχειριστήςMuseum of 18th-century Venice
ΑρχιτέκτοναςBaldassarre Longhena
ΔημιουργόςBaldassarre Longhena και Giorgio Massari
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Κατασκευή (17ος-18ος αι.)

Επεξεργασία

Το Κα' Ρετσόνικο βρίσκεται στην δεξιά όχθη του Μεγάλου Καναλιού της Βενετίας, στο σημείο όπου συνδέεται με το Ρίο ντι Σαν Μπαρνάμπα. Το οικόπεδο πιο πριν είχε δύο οικίες, που εμφανίζονται σε πρώιμες ζωγραφιές της Βενετίας το 1500, οι οποίες έναν αιώνα και μισό αργότερα ήταν σε κακή κατάσταση λόγω φθοράς. Ανήκαν στον Οίκο Μπον, μια από τις οικογένειες πατρικίων της Βενετίας. Το 1649 ο αρχηγός της οικογένειας, ο Φιλίππο Μπον, επιμελητής (procurator) της πόλης και προστάτης των τεχνών, αποφάσισε να μετατρέψει τις δύο οικίες σε ένα μεγάλο παλάτσο στην περιοχή. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε τον Μπαλτασάρε Λονγκένα (1597-1682), τον μεγαλύτερο υποστηρικτή του Βενετικού μπαρόκ, ένα στυλ που αντικαθιστούσε αργά το αναγεννησιακό και το αρχιτεκτονικό στυλ του Παλλάντιο. Ο Λονγκένα ήταν ο σχεδιαστής του διάσημου τρούλου της εκκλησίας της Σάντα Μαρία ντελα Σαλούτε, ενός μνημείου μπαρόκ της Βενετίας. Μέχρι το 1661 η Λονγκένα είχε συνδυάσει τις δύο προηγούμενες οικοδομές, και οι εργασίες είχαν ξεκινήσει στην πρόσοψη που είχε προσανατολιστεί στο κανάλι, και είχε φτάσει ως τον πρώτο όροφο των ευγενών (piano nobile). Ωστόσο, ούτε ο αρχιτέκτονας ούτε ο πελάτης δεν θα έβλεπαν την ολοκλήρωση του παλάτσο Μπον: ο Λονγκένα απεβίωσε το 1682, και ο Φιλίππο Μπον είδε τα οικονομικά του να καταστρέφονται από το κόστος του παλάτσο, ώστε αναγκάστηκε να σταματήσει το έργο.[3]

Ο Φιλίππο Μπον απεβίωσε το 1712, και το ημιτελές παλάτσο, που ήδη φθειρόταν, κληρονομήθηκε στους γιους του και μετά από εγγονούς του, αλλά κανένας δεν είχε τα χρήματα για να ολοκληρώσει την κατασκευή. Το 1750 οι Μπον προσέφεραν το ημιτελές παλάτσο στον Τζιαμπατίστα Ρετσόνικο, τραπεζίτη και έμπορο υφασμάτων από τη Λομβαρδία, του οποίου η οικογένεια είχε αγοράσει τίτλο ευγένειας στη Βενετία το 1648, όταν -κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κρήτης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία- τα ενετικά κρατικά ταμεία είχαν εξαντληθεί. Ο Ρετσόνικο πλήρωσε 60.000 χρυσά δουκάτα για το μη ολοκληρωμένο κτίριο. Οι δημοτικοί επιθεωρητές εξέτασαν το κτίριο και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο μέρος της οικοδομής ήταν ερείπια, σε κίνδυνο κατάρρευσης. Μόνο το πίσω μέρος του κτιρίου, το οποίο είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον δεύτερο όροφο, είχε στέγη και μπορούσε να διατηρηθεί. Ο Ρετσόνικο προσέλαβε τον πιο διάσημο αρχιτέκτονα της εποχής του, τον Τζιόρτζιο Μασάρι (1687-1766), ο οποίος είχε κτίσει τις εκκλησίες των Ιησουιτών και την εκκλησία της Πιετά στη Βενετία, καθώς και το παλάτσο της οικογένειας Γκράσι, που ήταν απέναντι από το παλάτσο Ρετσόνικο, στην άλλη πλευρά του Μεγάλου Καναλιού. [3]

Ένας πίνακας του Καναλέττo των αρχών του 18ου αι.[4] δείχνει μόνο το ισόγειο και τον πρώτο όροφο (των ευγενών) ολοκληρωμένο, και μια προσωρινή στέγη που προστατεύει την οικοδομή από τον καιρό. Οι Ρετσόνικο επέσπευσαν την ανοικοδόμηση. Το 1752, η τυχαία πτώση ενός κομματιού μαρμάρου προκάλεσε την κατάρρευση της σκαλωσιάς, ρίχνοντας πέντε λιθοξόους κάτω στο έδαφος. [3] Ο Mασάρι ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό το αρχικό σχέδιο του Λονγκένα, αλλά έκανε μια σειρά τροποποιήσεων για να ταιριάζει στα ελαφρύτερα γούστα του ροκοκό. Αφαίρεσε μερικούς βαρείς διπλούς κίονες στην πρόσοψη, αντικαθιστώντας τους με λεπτότερους κίονες, και εξάλειψε τις βαριές βάσεις κιόνων, δίνοντας το κτίριο μια ελαφρύτερη, πιο κομψή εμφάνιση. Επίσης πρόσθεσε μια σειρά μικρών οβάλ παραθύρων επάνω από τα μεγαλύτερα παράθυρα στον δεύτερο όροφο, προσθέτοντας φως και ένα ροκοκό άγγιγμα. [2][3]

Η πρόσοψη ολοκληρώθηκε μεταξύ 1750 και 1752. Στρέφοντας την προσοχή του στο εσωτερικό, ο Μασάρι δεν ακολούθησε τη βενετική συνήθεια, και έβαλε το κύριο επίσημο δωμάτιο στο πίσω μέρος του κτιρίου, χωρίς να βλέπει το κανάλι. Διπλασίασε το ύψος της οροφής σε αυτό το δωμάτιο, και εξάλειψε τοίχους για να δημιουργήσει έναν πιο δραματικό χώρο. Έφτιαξε μια επίσημη διαδρομή που οδηγούσε τους επισκέπτες, από την προβλήτα και την πύλη εισόδου στο Μεγάλο Κανάλι, σε ένα αναβρυτήριο στην εσωτερική αυλή, που έφερε τον θυρεό του Ρετσόνικο σε μάρμαρο. Μόλις ολοκληρώθηκαν τα σαλόνια, οι οροφές τους ζωγραφίστηκαν με νωπογραφίες από τον Τζιοβάνι Μπατίστα Κροσάτο, και με οπτικές απάτες (trompe-l'œil) από τον Τζιρόλαμο Μενγκότσι Κολόνα. [5]

Τα εσωτερικά έργα είχαν σχεδόν τελειώσει το 1756. Η ακμή της δύναμης των Ρετσόνικο και της μεγαλοπρέπειας του παλάτσο ήρθε το 1758, όταν ο Κάρλο, ο μικρότερος αδελφός του Τζιάμπατιστα Ρετσόνικο, εκλέχθηκε πάπας ως Κλήμης ΙΓ΄, την ίδια χρονιά που ο Λουδοβίκο Ρετσόνικο νυμφεύτηκε τη Φαουστίνα Σαβορνιάν, ενώνοντας τις δύο πλουσιότερες οικογένειες της Βενετίας. Για να εορτάσει αυτή την περίσταση, ο Ρετσόνικο ανέθεσε στον πιο διάσημο ζωγράφο της Βενετίας, τον ηλικιωμένο Τζιοβάνι-Μπατίστα Τιέπολο, να ζωγραφίσει τις οροφές δύο σαλονιών, μαζί με τους ζωγράφους Γκασπάρε Ντιτσιάνι και Τζάκοπο Γκουαράνα. [3]

Το παλάτσο ήταν το μέρος περαιτέρω εορτασμών το 1759, όταν ο Αουρέλιο Ρετσόνικο εκλέχθηκε επιμελητής του Σαν Μάρκο, και το 1762, όταν ο Λουντοβίκο Ρετσόνικo εξελέγη στην ίδια θέση. Για τρεις νύχτες, οι προσόψεις και τα εσωτερικά του παλάτσο φωτίζονταν με πυρσούς και κεριά για να εορτάσουν το γεγονός. Μετά την εκλογή του ως πάπας, ο Κάρλο Ρετσόνικο μετέφερε μεγάλο μέρος της συλλογής οικογενειακής τέχνης από τη Βενετία στη Ρώμη. [3]

19ος-20ος αι. - παρακμή και αναβίωση

Επεξεργασία

Πενήντα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του παλάτσο, το 1810, απεβίωσε το τελευταίο μέλος του ενετικού κλάδου των Ρετσόνικο, ο καρδινάλιος Αμπόντιο της Πίζας, με αποτέλεσμα να τερματιστεί η οικογενειακή γραμμή. Το παλάτισο σχεδόν θα γινόταν Κολλέγιο Ιησουιτών, αλλά πέρασε αντίθετα από αρκετές οικογένειες, και το 1832 στον Κάρλο Πιντεμόντε, τον εγγονό του ποιητή και πολιτικού Ιππόλιτο Πιντεμόντε από το Πεδεμόντιο. Ο Πιντεμόντε πώλησε όλα τα έπιπλα και τις συλλογές τέχνης του παλάτσο. Μόνο οι νωπογραφίες παρέμειναν στη θέση τους. Το 1837, ο Πιντμόντε πώλησε το άδειο κτίριο στον κόμη Λαντίσλαο Ζελίνσκι, ο οποίος με τη σειρά του νοίκιασε το παλάτσο στον βαρόνο φον Μπύλοβ, και στη συνέχεια τον Ζιχτζ Σέρνερ. Από το 1840 έως το 1857 νοικιάστηκε στον δούκα της Μόντενα και την οικογένειά του, ο οποίος περιλάμβανε τον ντον Κάρλο δούκα της Μαδρίτης, τον υποψήφιο για τον ισπανικό θρόνο. [3]

Από το 1850 περίπου, ο δεύτερος όροφος του παλάτσο νοικιάστηκε από τον αρχαιολόγο και έμπορο τέχνης Τζιάκομπο Κουέρσι ντελα Ρόβερε, ο οποίος το χρησιμοποίησε ως πινακοθήκη για να πωλήσει πίνακες των Ρούμπενς, Ρέμπραντ, Καραβάτζιο, Καναλέττο και άλλων παλαιών δασκάλων. Στη δεκαετία του 1880, έγινε το σπίτι του ζωγράφου Ρόμπερτ Μπάρετ Μπράουνινγκ, του οποίου ο πατέρας Ρόμπερτ Μπράουνγκ, ο ποιητής, απεβίωσε στο διαμέρισμά του στον ενδιάμεσο όροφο το 1889. Την εποχή αυτή, ο Αμερικανός ζωγράφος πορτρέτων Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ είχε επίσης στούντιο στο παλάτσο.

Το 1906 ο Μπράουνινγκ έλαβε μια προσφορά από τον Βίλχελμ Β ́ αυτοκράτορα της Γερμανίας, που ήθελε να αγοράσει το κτίριο, αλλά τελικά το πώλησε του στον κόμη Λιονέλο φον Χήρσελ ντε Μινέρμπι, βουλευτή του ιταλικού κοινοβουλίου και συλλέκτη σύγχρονης τέχνης. Το παλάτσο έγινε ο χώρος θεαματικών χορών μασκέ, εορτασμών με πυρσούς και κεριά, και κονσέρτων.

Ο Αμερικανός συγγραφέας τραγουδιών και συνθέτης Κόουλ Πόρτερ νοίκιασε το Κα' Ρετσόνικο για 4.000 δολάρια το μήνα στη δεκαετία του 1920. [6] Ο Πόρτερ προσέλαβε 50 γονδολιέρηδες και πλήρωσε μια ομάδα σχοινοβατών για να "αποτελέσουν μια λάμψη από πολύχρωμα φώτα".[7]

Η παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 έφερε τέλος στις σπατάλες και τις εκκεντρικότητες του Μινέρμπι, που έψαξε για έναν αγοραστή για το παλάτσο. Μετά από τέσσερα χρόνια διαπραγματεύσεων, τον Ιούνιο του 1935 η πόλη της Βενετίας αγόρασε το παλάτσο και άρχισε να το μετατρέπει σε μουσείο Βενετικής τέχνης από τον 18ο αι. Έργα τέχνης του 18ου αι., συμπεριλαμβανομένων νωπογραφιών από οροφές από άλλα μέγαρα, και συλλογές που ανήκαν στον δήμο, συγκεντρώθηκαν στο Κα' Ρετσόνικο για να συνοδεύσουν τις δικές του οροφογραφίες. Η πόλη αγόρασε επίσης επιπλέον έργα των Τιέπολo, Γκουάρντι, Κανόβα και άλλων καλλιτεχνών, για να αυξήσει τη συλλογή. Το κτίριο υποβλήθηκε σε σημαντική ανακαίνιση στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η οποίαολοκληρώθηκε το 2001.[3]

Το ισόγειο και η αυλή

Επεξεργασία

Οι επισκέπτες συνήθως έφταναν με γόνδολα στην κύρια πύλη εισόδου, που βρισκόταν στον Μεγάλο Κανάλι. Το κτίριο είναι στενό και βαθύ, με την πρόσοψη στο κανάλι να έχει εύρος τριών δωματίων. Οι επισκέπτες περνούσαν από την είσοδο και κατέβαιναν σε ένα μακρύ διάδρομο στην αυλή, όπου βρισκόταν μία κρήνη, με τον θυρεό του οίκου των Ρετσόνικο. Η άλλη είσοδος από τους δρόμους της Βενετίας βρίσκεται πίσω από την κρήνη. Από το ισόγειο, οι επισκέπτες ανεβαίνουν στον όροφο των ευγενών μέσω της σκάλας της τιμής, η οποία έχει μαρμάρινα μπαλούστρα διακοσμημένα με γλυπτά του Τζιούστο Λε Κορτ. Ο Λε Κορτ ήταν ο κορυφαίος γλυπτής στη Βενετία στα τέλη του 17ου αι., και συνεργάστηκε στενά σε πολλά έργα με τον πρώτο αρχιτέκτονα του κτιρίου, τον Λονγκένα.

Ο όροφος των ευγενών

Επεξεργασία

Τα επίσημα δωμάτια του παλάτσο βρίσκονται στον όροφο των ευγενών (piano nobile). Το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό είναι το μεγάλο σαλόνι ή αίθουσα χορού, διαστάσεων 14 Χ 24 μ. στο πίσω μέρος του κτιρίου. Αυτό το δωμάτιο που δημιουργήθηκε από τον Mασάρι, είναι διπλού ύψους και δείχνει ακόμη υψηλότερο, λόγω της οπτικής απάτης (trompe-l'œil) που ζωγράφισε στους τοίχους και την οροφή ο Τζιρόλαμο Μενγκότσι Κολόνα (και όχι ο Πιέτρο Βισκόντι, όπως πίστευαν εδώ και καιρό). [8] Το κεντρικό τμήμα της οροφής, ζωγραφισμένο από τον Τζιοβάννι-Μπατίστα Κροζάτo, απεικονίζει τον Απόλλωνα επάνω στο άρμα του, μεταξύ της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής. Ο θυρεός της οικογένειας Ρετσόνικο, με τον δικέφαλο αετό, εμφανίζεται επίσης εμφανώς στον τοίχο της αίθουσα χορού απέναντι στην είσοδο. Οι δύο τεράστιοι πολυέλαιοι που κατασκευάστηκαν από ξύλο και επίχρυσο μέταλλο, των μέσων του 18ου αι, είναι από τα λίγα φωτιστικά που χρονολογούνται από την αρχική περίοδο του κτιρίου. Η αίθουσα χορού είναι τώρα διακοσμημένη με αγάλματα του 18ου αι. από τον Aντρέα Μπρουστόλον, συμπεριλαμβανομένου ενός Αιθίοπα πολεμιστή που έχει σκαλιστεί σε έβενο.[9][8]

Το σαλόνι των αλληγοριών, ένα δωμάτιο που διακοσμήθηκε για να τιμήσει τον γάμο του Λουντοβίκο Ρετσόνικο, ανιψιού του πάπα Κλήμη ΙΓ΄ Ρετσόνικο και μελλοντικού επιμελητή του Σαν Μάρκο, με τη Φαουστίνα Σαβορνιάν το 1758 είναι επίσης στον όροφο των ευγενών. Η οροφή έχει μία μεγάλη νωπογραφία (fresco) από τον Τζιαμπατίστα Τιέπολo και τον γιο του, Τζιαντομένικο Τιέπολo, που απεικονίζει τον γαμπρό και τη νύφη να μεταφέρονται από το άρμα του Απόλλωνα.[9] Ήταν ένα από τα τελευταία έργα του Tιέπολo στη Βενετία, πριν την αναχώρησή του για τη Μαδρίτη το 1762. Ο Τιέπολο ολοκλήρωσε το έργο της οροφής σε μόλις δώδεκα ημέρες, στη σκαλωσιά. Η νωπογραφία του Tιέπολo, όπως και οι πίνακες στο μεγάλο σαλόνι, είναι πλαισιωμένοι από ζωγραφιστή αρχιτεκτονική (οπτική απάτη), συμπεριλαμβανομένης ενός ψεύτικου μπαλούστρου, από τον Τζιρόλαμο Μενγκότσι Κολόνα, ο οποίος ζωγράφισε επίσης τα πλαίσια του μεγάλου σαλονιού. Ο πίνακας απεικονίζει το νυφικό ζευγάρι σε άμαξα, που οδηγείται από τον θεό του ήλιου, τον Απόλλωνα. Άλλες αλληγορικές μορφές περιλαμβάνουν ερωτιδείς με δεμένα μάτια, χερουβείμ (putti) και περιστέρια να πετάνε, τη μορφή της Φήμης που κρατά μια τρομπέτα, τις τρεις Χάρητες σε ένα σύννεφο, έναν γενειοφόρο γέρο με ένα δάφνινο στεφάνι που συμβολίζει την Αξία (Τιμή), και ένα λιοντάρι, το σύμβολο της Βενετίας, μαζί με τους θυρεούς των δύο οικογενειών. [8]

Τα έπιπλα του σαλονιού περιλάμβαναν πίνακες και έπιπλα από Ιταλούς καλλιτέχνες του πρώτου μισού και των μέσων του 18ου αι., συμπεριλαμβανομένου του πορτρέτου του πάπα Κλήμη ΙΓ΄ Ρετσόνικο από τον Άντον Ράφαελ Μενγκς, έναν πίνακα βωμού (retable) από τον Φραντσέσκο Τσούνιο μαθητή του Τιέπολο, και ένα θρανίο προσευχής (prie-dieu) από σκαλισμένη καρυδιά, που απεικονίζει την φαντασία του ιταλικού ροκοκό.

Ένας διάδρομος από το σαλόνι οδηγεί σε ένα μικρό παρεκκλήσιο, που είναι κρεμασμένο πάνω από το Ρίο Σαν Μπαρνάμπα. Το παρεκκλήσιο κτίστηκε είτε από τον Αουρέλιο Ρετσόνικo, είτε από τον καρδινάλιο Ρετσόνικo ανιψιό του πάπα Κλήμη ΙΓ΄, στο δεύτερο μισό του 18ου αι. Ορισμένες από τις αρχικές διακοσμήσεις παραμένουν, συμπεριλαμβανομένων των γύψινων και επίχρυσων ροκοκό αναγλύφων στους λευκούς τοίχους, και μια εικόνα βωμού "Η Παρθένος και οι Άγιοι", από έναν μαθητή του Tιέπολo, τον Φραντσέσκο Τσούνιo και του θρανίου προσευχής (prie-dieu), δηλ. ενός καθίσματος για να γονατίζεις και να προσεύχεσαι, στο στριφτό και γυριστό βενετικό ροκοκό στυλ. [10]

Το Σαλόνι των Παστέλ

Επεξεργασία

Αυτό ήταν αρχικά ένα δωμάτιο για ακροάσεις. Εκεί το παπικός λεγάτος ενημέρωσε τον καρδινάλιο Ρετσόνικο ότι εκλέχθηκε πάπας την προηγούμενη μέρα. Η οροφή είναι διακοσμημένη με νωπογραφίες, που συνολικά απεικονίζουν τον "Θρίαμβο των Τεχνών έναντι της Άγνοιας", που παρουσιάζεται σε ένα πλαίσιο με οπτική απάτη, με αλληγορικές σκηνές ζωγραφισμένες στις γωνίες. Οι επιμέρους πίνακες, ιδιαίτερα Ο Θρίαμβος της Ποίησης, χρονολογούνται από την εποχή που ο Tιέπολo εργαζόταν στο κύριο σαλόνι, και συνήθως αποδίδονται είτε στον Τζιαμπατίστα Κροζάτo είτε στον Γκασπάρε Ντιτσιάνι του Μπελούνo. Το δωμάτιο πήρε το όνομά του από τον αριθμό των παστέλ πορτρέτων της Ροζάλμπα Καρριέρα και άλλων σημαντικών Βενετών καλλιτεχνών. Περιλαμβάνει ένα ωραίο παστέλ πορτρέτο της τραγουδίστριας της όπερας Φαουστίνας Μπορντόνι από τη Ρ. Καριέρα. Ένα άλλο αξιοσημείωτο παστέλ πορτρέτο είναι αυτό της Σεσίλια Γκουάρντι Τιέπολο, σύζυγο του ζωγράφου Τιέπολο, ζωγραφισμένο από τον γιο της Λορέντσο. Ζωγραφίστηκε το 1757.[11]

Η αίθουσα με τις ταπισερί

Επεξεργασία

Περιέχει τρεις μεγάλες φλαμανδικές ταπισερί από τα τέλη του 17ου αι., καθώς και γλυπτά και επίχρυσα έπιπλα από την περίοδο αυτή. Οι νωπογραφίες στην οροφή αναπαριστούν τον "Θρίαμβο της Αρετής", του Τζάκοπο Γκουαράνα. Η κίτρινη πόρτα είναι επίσης αξιοσημείωτη. απεικονίζει έναν με λάκκα πίνακα ενός "Κινέζου με ομπρέλα", περιτριγυρισμένο από άνθινα μοτίβα, και χρονολογείται από το 1760.[12]

Η αίθουσα του θρόνου

Επεξεργασία

Στο τέλος του ορόφου των ευγενών, η αίθουσα βλέπει τόσο στο Μεγάλο Κανάλι, όσο και το Ρίο Σαν Μπαρνάμπα. Το όνομά της προέρχεται από έναν περίτεχνο επίχρυσο και ξυλόγλυπτο θρόνο, που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της σύντομης επίσκεψης του πάπα Πίου ΣΤ΄ το 1778, στον δρόμο του από τη Ρώμη για τη Βιέννη. Ήταν επίσης το γαμήλιο δωμάτιο του Λουντοβίκο Ρετσόνικο και της Φαουστίνας Σαβοργνιάν. Εκτός από τον θρόνο, τα άλλα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της αίθουσας είναι οι νωπογραφίες στην οροφή, με τίτλο Η Αλληγορία της Αξίας, που τη ζωγράφισαν ο Tιέπολo και οι γιοι του σε μόλις δώδεκα ημέρες. Το έπιπλο στην αίθουσα είναι επίσης αξιόλογα, ιδιαίτερα τα γλυπτά και επίχρυσα τραπέζια, καθρέπτες και κηροστάτες, διακοσμημένα με αγάλματα με χερουβείμ (putti) και μορφές που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες αρετές. Το δωμάτιο διαθέτει επίσης αρκετά λεπτά κινεζικά πορσελάνια βάζα.[3]

Η αίθουσα Τιεπόλο

Επεξεργασία

Έχει την τρίτη από τα τέσσερις οροφές του Τιέπολο στο κτίριο, που ονομάζεται Η Ευγένεια και η Αρετή νικούν την Άγνοια. Σε αντίθεση με τις άλλες οροφογραφίες του Tιέπολo, αυτή, ζωγραφισμένη το 1744-45, δεν έγινε για το Κα' Ρετσόνικo, αλλά για την οικογένεια του Πιέτρο Μπαρμπαρίγκo για το δικό του μέγαρο στη Σάντα Μαρία ντελ Τζίλιο. Αγοράστηκε από την πόλη της Βενετίας το 1934 και τοποθετήθηκε στο μουσείο. Η αίθουσα επίσης παρουσιάζει πίνακες από Βενετούς καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένων του Πιέτρο Λόνγκι, του Φραντσέσκο γκουάρντι, και δύο πρώιμα έργα σε οβάλ πλαίσια από τον Τζιαμπατίστα Τιέπολo από το 1715 έως το 1716. Επίσης τα έπιπλα είναι κομμάτια βενετικού μπαρόκ, συμπεριλαμβανομένου ενός τραπεζιού για χαρτιά, και μια διακοσμημένο ζωγραφισμένο σεκρετέρ ή ερμάριο, που που χρησιμοποιείται για να έχει αντικείμενα κατασκευασμένα στη Γερμανία τον 18ο αι. [3]

Η βιβλιοθήκη

Επεξεργασία

Η βιβλιοθήκη ή αίθουσα του Μορλάιτερ, έχει τέσσερις μεγάλες βιβλιοθήκες γεμάτες με μικρά γλυπτά από τερακότα του Βενετού γλύπτη Τζιοβάννι-Μαρία Μορλάιτερ (1699-1781), που αποκτήθηκαν για το μουσείο από την πόλη της Βενετίας το 1935. Η οροφή έχει νωπογραφία στο ίδια θέμα όπως η οροφογραφία τού Tιέπολo στην Αίθουσα του Θρόνου, δηλ. την "Αλληγορία της Αξίας", της Mατία Μπορτολόνι.

Σχολή Λαζαρίνι

Επεξεργασία

Η αίθουσα Λαζαρίνι πήρε το όνομά της από τον Βενετό ζωγράφο Γκρεγκόριο Λαζαρίνι, από το τέλος του 17ου αι. Οι τρεις μεγάλες μυθολογικές ζωγραφικές στο δωμάτιο αποδόθηκαν σε αυτόν τον 19ο αι. Πιο πρόσφατη επιστήμη μελέτη αποδίδει έναν πίνακα στο δωμάτιο, τον Ορφέα που φονεύεται από τις Βάκχες, στον Λαζάρι. Οι υπόλοιποι αποδίδονται τώρα στον Αντόνιο Μπελούτσι και στον Αντόνιο Μολινάρι. Οι πέντε οβάλ πίνακες στην οροφή, επίσης με μυθολογικά θέματα, είναι του Φραντσίσκο Μαφέι, από τα τέλη του 17ου αι. Η αίθουσα διαθέτει επίσης ένα πολύ καλό γραφείο μαρκετερί, με ένθετα ελεφαντόδοντου και διακοσμημένο με επίχρυσο χαλκό, από τον εβενοποιό Πιέτρο Πιφέτι, υπογεγραμμένο και χρονολογημένο το 1741.[13]

Αίθουσα Μπρουστολόν

Επεξεργασία

Χωλ (Portego)

Επεξεργασία

Στην παραδοσιακή δομή του βενετικού παλάτσο, το χωλ (portego) ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του κτιρίου, το οποίο προοριζόταν να διαδραματίσει το ρόλο μίας αίθουσας επιδείξεων. Σήμερα, στον χώρο αυτόν εκτίθενται μαρμάρινες προτομές του 18ου αι., που αντιπροσωπεύουν αλληγορικά πορτρέτα και μορφές, ενώ οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με κόκκινο μάρμαρο της Βερόνας.

Πινακοθήκες του δεύτερου ορόφου

Επεξεργασία

Πίνακες του Χωλ

Επεξεργασία

Ο δεύτερος (ή επάνω) όροφος περιέχει μια σειρά από πινακοθήκες, που παρουσιάζουν βενετικούς πίνακες και διακοσμητικά έργα από τον 18ο αι. Πολλοί μεγάλοι πίνακες του Καναλέττo είναι στην έκθεση, συμπεριλαμβανομένου του Αρχιτεκτονικού Καπρίτσιου και δύο Απόψεις στο Μεγάλο Κανάλι, ζωγραφισμένα το 1719-20 κατά τη διάρκεια της νεότητάς του. Σημειώνουν την αρχή της διάσημης σειράς σκηνών του από τη Βενετία. Αγοράστηκαν για το μουσείο από την πόλη της Βενετίας το 1983. Μία άλλη μεγάλης κλίμακας απεικόνιση του λιμανιού Η γιορτή της Αγίας Μάρθας από τον Γκασπάρε Ντιτσιάνι, είναι επίσης στην έκθεση, μαζί με αρκετές διάσημες σκηνές της ζωής στη Βενετία κατά την περίοδο του Φραντσέσκο Γκουάρντι.

Το κύριο σαλόνι

Επεξεργασία

Το κύριο σαλόνι πήρε το όνομά του από το πίνακα του Φραντσέσκο Γκουάρντι: Το σαλόνι των μοναχών του Αγ. Ζαχαρία (1740-1745) που εκτίθεται στην αίθουσα μαζί με το Χωλ του παλάτσο του Ντάντολο στο Σαν Μουαζέ. Η νωπογραφία της οροφής με τίτλο "Η Ομόνοια στεφνώνεται από την Αρετή με την παρουσία της Δικαιοσύνης, της Σύνεσης, της Μετριοπάθειας, της Φήμης και της Αφθονίας" είναι έργο του Κονσταντίνο Τσεντίνι (Πάδουα, 1741 - Βενετία, 1811), μέλους της Συντεχνίας των Ζωγράφων της Βενετίας και καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας. Η νωπογραφία ήταν αρχικά στο παλάτσο Νάνι στο Καναρέτζιo, και μεταφέρθηκε στη δεκαετία του 1930 στην σημερινή της θέση. Το πλαίσιο που περιβάλλει τη νωπογραφία είναι παλαιότερο κατά έναν αιώνα, και οφείλεται στον ζωγράφο κάδρων Aντόνιο-Φελίτσε Φεράρι (1667 - 1720).

Άλλοι Βενετοί καλλιτέχνες, τα έργα των οποίων μπορούν να βρεθούν σε αυτό το όροφο περιλαμβάνουν τον Cima da Conegliano, τον Alvise Vivarini, τον Bonifacio de' Pitati, τον Tintoretto, τον Schiavone, την οικογένεια Bassano, τον Paolo Fiammingo, τον Lambert Sustris, τον Padovanino και τον Carpinoni, τον Pietro Vecchia, τον Giovanni Segala, την Palma il Giovane, τον Bernardo Strozzi, τον Francesco Maffei, τον Giovan Battista Langetti, τον Pietro Liberi, τον Balestra, τον Niccolò Bambini, την Piazzetta, τον Nicola Grassi, τον Pietro Longhi, την Rosalba Carriera, τον Sebastiano και τον Marco Ricci, τον Pellegrini, τον Amigoni, τον Antonio Marini, τον Zuccarelli, τον Zais, τον Giuseppe Bernardino Bison, τον Schvoni, τον Iptofi, τον Cipoli, τον Mancini και την Emma Cafardi.[14]

Νωπογραφίες από τη Βίλα Τσιανίγκο

Επεξεργασία

Σε ένα τμήμα του δεύτερου ορόφου υπάρχουν δωμάτια με νωπογραφίες από τον Τζιαντομένικο Τιέπολo, γιο του Τζιαμπατίστα Τιέπολo, οι οποίες ήταν αρχικά στη Βίλα Τσιανίγκo, κοντά στο Mιράνo.

Στον διάδρομο που οδηγεί στην αίθουσα, στον αριστερό τοίχο, υπάρχει μια σκηνή από το επικό ποίημα Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ του Τορκουάτο Τάσο: "Ο Ρινάλντο εγκαταλείπει τον κήπο της Αρμίδας" από τον Τζιαντομένικο Τιεπόλο, η οποία ήταν στο ισόγειο της βίλας Τσιανίγκο. Στον δεξί τοίχο της ηματιοθήκης υπάρχουν δύο καμβάδες του Νικολό Μπαμπίνι: Ο Αχιλλέας και τα κορίτσια του Λυκομήδη και Η απαγωγή των Σαβίνων. Τους δύο καμβάδες ξεπερνά η Αποθέωση της Βενετίας του Φραντσέσκο Φοντεμπάσο. Στα δεξιά η Αλληγορία του Θέρους και στον πίσω τοίχο Γεράκι κυνηγά κοπάδι σπουργιτιών που φεύγουν.

Ο Πουλσινέλα ήταν ένας τυποποιημένος χαρακτήρας στην ιταλική κομέντια ντελ άρτε από τον 17ο αι, μια μορφή για γελοιοποίηση και σάτιρα. Φορούσε ένα υψηλό λευκό καπέλο και ένδυμα, μια μάσκα, και έφερε ένα ραβδί ή μακριά πιρούνια. Οι νωπογραφίες άρχισαν να δημιουργούνται γύρω στο 1759 και απεικονίζουν τις ιστορίες του Πουλτσινέλα σε διάφορες κωμικές ή σατιρικές σκηνές. Αρχικά τα έφτιαξε ο πρεσβύτερος Τιεπόλο για το δικό του εξοχικό σπίτι. Τελείωσε περίπου το 1797. Ένα άλλο σημαντικό έργο του Tιέπολo εμφανίζεται στο τμήμα αυτό: Ο Νέος Κόσμος; μία μεγάλη νωπογραφία στον διάδρομο, που ήταν αρχικά στο ισόγειο της βίλας Τσιανίγκo, απεικονίζει μια σειρά Βενετών, συμπεριλαμβανομένου ενός με στολή Πουλτσινέλα με ένα μακρύ πιρούνι, που περιμένουν να κοιτάξουν σε μια μαγική παρουσίαση φανού, ο Promenade λέγεται ότι δείχνει τον ίδιο τον Tιέπολo, στα δεξιά, κοιτάζοντας την σκηνή ειρωνικά μέσω των γυαλιών του. Στον απέναντι τοίχο υπάρχουν δύο ακόμη σκηνές, ο Περίπατος και Χορεύοντας μινουέτο, που δείχνουν, επίσης με κάποιο ορισμένο ειρωνικό τόνο, βενετούς αριστοκράτες να κάνουν περίπατο ή να χορεύουν. [3]

Το δωμάτιο Πουλτσινέλα, σε αυτό το τμήμα, περιέχει μια ομάδα τριών νωπογραφιών από τον Τζιαντομένικο Τιέπολo από τη βίλα: ο Πουλτσινέλα ερωτευμένος, ο Πουλτινέλα και οι ακροβάτες, και η Αναχώρηση του Πουλτσινέλα. Η στρογγυλή νωπογραφία στην οροφή απεικονίζει τον Πουλτσινέλα, όπως αυτός φαίνεται από κάτω, καθώς ακροβατεί επάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Τα έργα αυτά έγιναν μεταξύ 1793 και 1797 στη βίλα Τσιανίγκο, κατά τη διάρκεια της πρώτης κατοχής της Βενετίας από τους Γάλλους και στην αρχή της πτώσης της Δημοκρατίας της Βενετίας, στο ιδιαίτερο στυλ ζωής και τέχνης της.

Το τμήμα του Πουλισινέλα περιέχει δύο ακόμη δωμάτια, το δωμάτιο των Κενταύρων και το δωμάτιο των Σατύρων, με μονοχρωμικές σκηνές από τον Τζιαντομένικο Τιέπολο για τα θέματα και τα πλάσματα. Η οροφή του δωματίου των Κενταύρων έχει μια κόκκινη μονοχρωματική εικόνα που ονομάζεται Ραψωδία, η οποία λέγεται ότι είναι ένας φόρος τιμής στον ποιητή Όμηρο, μαζί με μετάλλια και εικόνες μυθολογικών σκηνών και πλασμάτων. Στην οροφή είναι μια μεγάλη ορθογώνια ζωγραφική με Σκηνές από την Ρωμαϊκή Ιστορία, και επάνω από τις πόρτες, επιπλέον εικόνες τόσο ανδρών όσο και γυναικών σατύρων. [3]

Το παρεκκλήσιο είναι ένα δωμάτιο που εκθέτει πίνακες του Τζιαντομένικο Τιέπολο για το παρεκκκλήσιο της βίλας Τσιανίγκο, το οποίο καθαγιάστηκε το 1758. Οι πίνακες υπογράφονται από τον Tιέπολo με την ημερομηνία 1759. Η κύρια μορφή στις ζωγραφιές είναι ο Άγ. Ιερώνυμος Εμιλιάνι, που απεικονίζεται με χειροπέδες για να θυμίζει τη φυλάκισή του το 1511 από στρατιώτες της Γερμανίας, και την απελευθέρωσή του, σύμφωνα με τον θρύλο, μέσω της παρέμβασης της Παρθένου Μαρίας. [15]

Το δωμάτιο του Αντόνιο Γκουάρντι

Επεξεργασία

Οι νωπογραφίες αυτού του δωματίου, που παραγγέλθηκαν από την Μαρία Μπαρμπαρίγκο Σαβορνιάν από τον ζωγράφο Αντόνιο Γκουάρντι, καλύφθηκαν με γύψο κατά τη διάρκεια του 19ου αι. και βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του παλάτσο Μπαρμπαρίγκο Νταμπάλα το 1936. Αφού αποκολλήθηκαν, μεταφέρθηκαν στο Κα' Ρετσόνικo. Είναι τρεις σε αριθμό: Αθηνά, Αφροδίτη με Έρωτα μπροστά από το σιδηρουργείο του Ηφαίστου, και Απόλλωνας. Οι νωπογραφίες ήταν πλαισιωμένες με γύψινα. Αυτά τα αποκατασταμένα φρέσκα είναι τα μόνα παραδείγματα αυτού του είδους των έργων του Γκουάρντι. Η Κυρία με το Βέλο, που αντιπροσωπεύει την αλληγορία της Αγνότητας, είναι το έργο του Βενετού γλύπτη Αντόνιο Κοραντίνι, ο οποίος ήταν γνωστός για την απεικόνιση των μορφών με βέλα.

Αίθουσα του Λόνγκι

Επεξεργασία

Οι πίνακες που βρίσκονται σε αυτό το δωμάτιο προσφέρουν την ευκαιρία να συγκριθούν δύο διαφορετικές τάσεις της βενετικής σχολής ζωγραφικής του 18ου αι.: από τη μία ζωντάνια, αισθησιασμός, ροκοκό, στοιχεία ορατά στα αλληγορικά και μυθολογικά έργα του Τζιαμπατίστα Τιέπολο, όπως στην οροφογραφία "Ζέφυρος και Φλόρα", και από την άλλη το ειρωνικό και κριτικό πνεύμα των Βενετικών Φώτων, ορατό στα έργα του Πιέτρο Λόνγκι που είναι κρεμασμένα στους τοίχους. Ο καμβάς του Tιέπολo, ζωγραφισμένος στη δεκαετία του 1730 για το Κα' Πέζαρo, αποτελεί ένα από τα πρώτα έργα του. Η κοινή παρουσία του Ζέφυρου, ενός από τους τέσσερις ανέμους, και της Φλόρας είναι αναφορά στην άνοιξη, οπότε και στη γονιμότητα. Τα χρώματα είναι φωτεινά και διαφανή. Ο καλλιτέχνης έχει χρησιμοποιήσει αισθησιακά, σαρκώδη χρώματα και τονίζει τις αντιθέσεις χρωμάτων. Η σειρά ζωγραφικών έργων του Πιέτρο Λόνγκι στους τοίχους απεικονίζει σκηνές από την καθημερινή ζωή: μια επίσκεψη σε ένα ατελιέ ζωγραφικής, ένας κομμωτή στη δουλειά, σκηνές οικογενειακής ζωής, κονσέρτα, εκδηλώσεις και ψυχαγωγία. Ο Λόνγκι εμφανίζεται σε αυτές ως ένας διακριτικός παρατηρητής των μορφών και του τρόπου ζωής, υποδεικνύοντας λεπτομερώς τις μάταιες συνήθειες και τις φανταχτερές αδυναμίες των ηρώων του και του κόσμου τους. Παρουσιάζει απόψεις (vedute), όπως ο Καναλέτο, αλλά διαφέρει από αυτόν καθώς παρουσιάζει το εσωτερικό σπιτιών.

Το δωμάτιο με την πράσινη λάκκα

Επεξεργασία

Η διακόσμηση αυτής της αίθουσας (Sala delle Lacche Verdi) είναι ένα σύνολο επίπλων ζωγραφισμένων σε πράσινο και χρυσό, που ονομάζεται σαλόνι Κάλμπο-Γκρότα με μοτίβα κινεζικής έμπνευσης (chinoiserie), πολύ δημοφιλή στη Βενετία του 18ου αι. Το σκηνικό προέρχεται από το Παλάτσο Κάλμπο-Γκρότα στο εκτημόριο Καναρέτζιο. Στην οροφή της αίθουσας βρίσκεται η νωπογραφία του Θριάμβου της Αρτέμιδος από τον Τζιοβάννι-Αντόνιο Γκουάρντι, από το παλάτσο Μπαρμπαρίγκο-Νταμπάλα του Άντζελο Ραφαέλε. Το αλληγορικό-μυθολογικό αυτό έργο που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1850, είναι ένα τέλειο παράδειγμα του ταλέντου του καλλιτέχνη στο στυλ ροκοκό, φωτεινό και γεμάτο φαντασία. Οι τοίχοι του δωματίου είναι διακοσμημένοι με απόψεις (venduta) και τοπία.

  • Τοπίο με μοναχούς και ταξιδιώτες και Τοπίο με νερόμυλο και πλύστρες από τον Μάρκο Ρίτσι, Ιταλό χαράκτη απόψεων και ζωγράφο. Αυτός κυρίως ξεκίνησε τη ζωγραφική τοπίου στη Βενετία τον 18ο αι.
  • Φανταστικό τοπίο με αψίδα και Φανταστικό τοπίο με το αναβρυτήριο του Ποσειδώνα, από τον Λούκα Καρλεβάριτς.
  • Τοπίο με πλοία και Τοπίο με καραβάνι από τον Γιόχαν-Άντον Άισμαν, Αυστριακό ζωγράφο που γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ και δραστηριοποιήθηκε στη Βερόνα και τη Βενετία. Ζωγράφιζε κυρίως σκηνές λιμανιού και σκηνές μάχης. Απεβίωσε στη Βενετία το 1698.
  • Τοπίο με καταρράκτη και Τοπίο με θάλασσα από τον Γιάκομπ ντε Χόις, Ολλανδό ζωγράφο του χρυσού αιώνα. Είναι γνωστός για τους πίνακές του με Ιταλικά τοπία.
  • Από τον Τζιουζέπε Τσάις, που έργα του υπάρχουν σε άλλα δωμάτια: Ανάπαυση στην όχθη ποταμιού, Τοπίο με ποιμένες, Ποιμένες που αρμέγουν.

Τρίτος όροφος και ημιόροφος: συλλογή Mαρτίνι και συλλογή Mεστρόβιτς

Επεξεργασία

Ο τρίτος και τελευταίος όροφος έχει μια αναπαραγωγή ενός φαρμακείου του 18ου αι. στη Βενετία, το οποίο ανακατασκευάστηκε το 1936 με πρωτότυπα υλικά από ένα φαρμακείο της περιόδου. Περιλαμβάνει επίσης μια πινακοθήκη αφιερωμένη στην συλλογή 264 πινάκων του συλλέκτη Eγκίντιο Μαρτίνι, συμπεριλαμβανομένων έργων από τον 15ο έως το τέλος του 19ου αι. από τους μεγάλους Βενετούς διδασκάλους. Εκτίθεται σχεδόν σε όλον τον τρίτο όροφο. Περιλαμβάνει σημαντικά έργα του Μπερνάρντο Στρότσι, του Φραντσίσκο Μαφέι, του Πιέτρο Βέκια, των Τιέπολο πατέρα και του γιου, του Τζιαμπατίστα Πιατζέτα, του Γκασπάρε Ντιτσιάνι και άλλων μεγάλων Βενετών διδασκάλων.

Ο ημιόροφος, που φτάνει κάποιος σε αυτόν από την σκάλα στο ισόγειο, έχει μια άλλη πινακοθήκη που εκθέτει την συλλογή Mεστρόβιτς, του Φερούτσιο Μεστρόβιτς, του οποίου η οικογένεια ζούσε στη Δαλματία, και που μετανάστευσε στη Βενετία το 1945. Πρόσφερε τη συλλογή του στο μουσείο τον Δεκέμβριο του 2001 και τον Οκτώβριο του 2009. Αυτή συνίσταται από περίπου τριάντα πίνακες ζωγραφικής από τον 15ο έως τον 20ο αι. Περιλαμβάνει σημαντικά έργα του Τζάκοπο Τιντορέτo και του Μπονιφάτσιo Βερονέζε, μεταξύ άλλων. [3]

Άλλα σημαντικά έργα που βρίσκονται στον τελευταίο όροφο περιλαμβάνουν τον Θάνατο του Δαρείου από τον Τζιοβάννι Μπατίστα Πιατζέτα, και μια συλλογή τριών πορτρέτων από τον Πιέτρο Μπελότι. Επίσης, στη συλλογή του μουσείου εκπροσωπείται με ένα παστέλ η Βενετή καλλιτέχνης Μαρία Μολίν.[16]

Βλέπε επίσης

Επεξεργασία
  • Κατάλογος κτιρίων και οικοδομημάτων στη Βενετία

Αναφορές

Επεξεργασία
  1. www.britishmuseum.org/research/search_the_collection_database/term_details.aspx?bioId=24620. Ανακτήθηκε στις 26  Ιουνίου 2019.
  2. Ανακτήθηκε στις 26  Ιουνίου 2019.
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 Pedrocco 2012.
  4. Canaletto painting
  5. Pedrocco 2012, σελ. 13.
  6. «Cole Porter Is Dead; Songwriter Was 72». The New York Times. 16 Οκτωβρίου 1964. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2012. 
  7. Nielsen Business Media, Inc. (29 Οκτωβρίου 1949). Billboard. Nielsen Business Media, Inc. σελίδες 45–. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2012. 
  8. 8,0 8,1 8,2 Pedrocco 2012, σελ. 21.
  9. Tiepolo fresco.
  10. Pedrocco 2012, σελ. 33.
  11. Pedrocco 2012, σελ. 43.
  12. Pedrocco 2012, σελ. 45.
  13. Pedrocco 2012, σελ. 72.
  14. «Third floor». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2016. 
  15. Pedrocco 2012, σελ. 156.
  16. Alberto Cottino (2003). La donna nella pittura italiana del Seicento e Settecento: il genio e la grazia. U. Allemandi. ISBN 9788842211754. 

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Pedrocco, Filippo (2012), Ca' Rezzonico: Musée de l'art vénitien du XVIII siécle, Milan: Marsilio Editori, ISBN 978-88-317-1425-9 
  • Ducher, Robert (1988), Caractéristique des Styles, Paris: Flammarion, ISBN 2-08-011539-1 

Εξωτερικές συνδέσεις

Επεξεργασία
  • (εγγλικά) Επίσημος ιστότοπος του μουσείου Ca' RezzonicoOfficial Ca' Rezzonico museum website
  • Ο Giambattista Tiepolo, 1696-1770, ένας πλήρης κείμενο εκθεσιακός κατάλογος από το Μετρόπολ Μουσείο Τέχνης, ο οποίος περιλαμβάνει υλικό για το Ca' Rezzonico
  • Εικονική ξενάγηση του Ca' Rezzonico που παρέχεται από την Google Arts & CultureGoogle Τέχνη & Πολιτισμός
  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Ca' Rezzonico (Venice) στο Wikimedia Commons