Καρνιτίνη

αμινοξύ που μεταξύ άλλων παίζει ρόλο στη γονιμότητα του άνδρα

Η καρνιτίνη (β-υδροξυ-γ-Ν-τριμεθυλαμινοβουτυρικό οξύ, 3-ύδροξυ-4-Ν,Ν,Ν-τριμεθυλαμινοβουτυρατικό οξύ) είναι αμμωνιούχος ουσία η οποία εμπλέκεται στον μεταβολισμό των περισσότερων θηλαστικών, φυτών, καθώς και κάποιων βακτηρίων.[1][2][3][4] Η καρνιτίνη υποστηρίζει τον μεταβολισμό μεταφέροντας τις μακριές αλυσίδες των λιπαρών οξέων στα μιτοχόνδρια ώστε να οξειδωθούν για να παραχθεί ενέργεια, και συμμετέχει στην απομάκρυνση των προϊόντων του μεταβολισμού από τα κύτταρα.[3] Δεδομένου του βασικού ρόλου της στον μεταβολισμό, η καρνιτίνη συγκεντρώνεται σε ιστούς όπως οι σκελετικοί μύες και η καρδιά, οι οποίοι μεταβολίζουν τα λιπαρά οξέα ως πηγή ενέργειας.[3] Υγιή άτομα, ακόμη και οι αυστηρά χορτοφάγοι, συνθέτουν αρκετή L-καρνιτίνη in vivo χωρίς να απαιτείται συμπλήρωμα.[1]

Η χημική δομή της καρνιτίνης

Η καρνιτίνη απαντάται ως ένα από τα δύο στερεοϊσομερή (τα δύο εναντιομερή δ-καρνιτίνη (S-(+)-) και λ-καρνιτίνη (R-(-)-)).[5] Αμφότερα είναι βιολογικά ενεργά, αλλά μόνο η λ-καρνιτίνη βρίσκεται φυσικά σε ζώα, και η δ-καρνιτίνη είναι τοξική, καθώς εμποδίζει τη δράση της λ-μορφής. Σε θερμοκρασία δωματίου, η καθαρή καρνιτίνη είναι λευκή σκόνη και διαλυτό αμφιτεριόν σε νερό με χαμηλή τοξικότητα. Παραγόμενη από αμινοξέα,[6] η καρνιτίνη εξήχθη από κρέας το 1905, με αποτέλεσμα να λάβει το όνομά της από τη λατινική λέξη carno/carnis, η οποία σημαίνει σάρκα.[2]

Κάποια άτομα με γενετικές ή ιατρικές παθήσεις (όπως τα πρόωρα νεογνά) δεν μπορούν να συνθέσουν επαρκή ποσότητα καρνιτίνης, με αποτέλεσμα να απαιτούνται συμπληρώματα διατροφής.[1][3][4][7] Προκαταρκτικές κλινικές έρευνες έδειξαν ότι μπορεί να βοηθήσει την καρδιακή λειτουργία σε άτομα με καρδιαγγειακή νόσο ή νευροπάθεια σε ανθρώπους που λαμβάνουν χημειοθεραπεία.[1] Παρά τη συχνή χρήση συμπληρωμάτων καρνιτίνης από αθλητές για βελτιωμένη απόδοση, δεν υπάρχουν επαρκή υψηλής ποιότητας στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι παρέχουν όφελος.[3][4]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 «L-Carnitine». Micronutrient Information Center, Linus Pauling Institute, Oregon State University, Corvallis, OR. 1 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2020. 
  2. 2,0 2,1 «Carnitine--metabolism and functions». Physiological Reviews 63 (4): 1420–80. October 1983. doi:10.1152/physrev.1983.63.4.1420. PMID 6361812. https://archive.org/details/sim_physiological-reviews_1983-10_63_4/page/1420. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Carnitine». Office of Dietary Supplements, US National Institutes of Health. 10 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2020. 
  4. 4,0 4,1 4,2 «L-carnitine: Uses, benefits and dosage». Drugs.com. 20 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2020. 
  5. «Levocarnitine». PubChem, National Library of Medicine, US National Institutes of Health. 25 Απριλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2020. 
  6. Cox, Richard A.; Hoppel, Charles L. (1973-12-01). «Biosynthesis of carnitine and 4-N-trimethylaminobutyrate from 6-N-trimethyl-lysine» (στα αγγλικά). Biochemical Journal 136 (4): 1083–1090. doi:10.1042/bj1361083. ISSN 0006-2936. PMID 4786530. PMC 1166060. https://portlandpress.com/biochemj/article/136/4/1083/9431/Biosynthesis-of-carnitine-and-4-N. 
  7. «Preface: Carnitine: Lessons from One Hundred Years of Research». Annals of the New York Academy of Sciences 1033 (1): ix–xi. November 2004. doi:10.1196/annals.1320.019. Bibcode2004NYASA1033D...9..