Κενό (φιλοσοφία)
«...Η φύση ολόκληρη, λοιπόν, αφεαυτής, συνίσταται
Από δύο πράγματα: από σώματα και από το κενό
Στο οποίο τίθενται, και στο οποίο ποκιλότροπα κινούνται.
Γιατί η κοινή αίσθηση του είδους μας διακηρύσσει
Ότι το σώμα αφεαυτού υπάρχει...»
- Titus Lucretius Carus, De rerum natura, I. 419-423[1]
Στο παραπάνω απόσπασμα εκτός από το προφανές της οντολογίας του Λουκρήτιου, διακρίνουμε το θεμέλιο της οντολογίας των Ατομικών φιλοσόφων. Τίποτα δεν έρχεται σε ύπαρξη από το τίποτα ή χάνεται στο τίποτα. Οι δύο per se οντότητες είναι το σώμα και το κενό. Όλα τα άλλα είναι εγγενείς ή επίκτητες ιδιότητες αυτών των πραγμάτων (coniuncta και eventa αντίστοιχα). Τα σώματα και το κενό -μια δυιστική οντολογική και κοσμολογική άποψη- είναι η βάση της ατομικής θεωρίας, που έγινε -ως ένα βαθμό- το θεμέλιο ανάπτυξης μιας στρατηγικής για την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης
Η φιλοσοφική διαμάχη για την έννοια του κενού
ΕπεξεργασίαΟ Λεύκιππος -για τον οποίο σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό- και ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα, οι γνωστότεροι των Ατομικών φιλοσόφων, θεωρούσαν πως το κενό υπάρχει ως χώρος δίχως ύλη, αντίθετα από τους Ελεάτες που θεωρούσαν ότι αυτό που δεν υφίσταται δεν μπορεί να υπάρχει. Η μεγάλη καινοτομία των ατομικών φιλοσόφων είναι ότι θεώρησαν το κενό ως «ον», σε σχέση με τους προγενέστερους που θεωρούσαν το κενό ως «μη ον». Ή αλλιώς, στους ατομικούς το «μη ον» έδωσε τη θέση του σε κάτι που υπάρχει, το κενό. Σε αυτό το κενό περιέχεται άπειρος αριθμός αδιαίρετων μονάδων (άτομα)[2] αποτελούμενα μεν από αδιαφοροποίητο υλικό, αλλά διαφορετικά ως προς το μέγεθος και το σχήμα. Κινούμενα ποικιλότροπα σε τυχαίες τροχιές, έρχονται σε επαφή με παρόμοια άτομα και σχηματίζουν τον αισθητό κόσμο.
Ομοίως, ο Γοργίας αναφέρει στο ρητορικό έργο του Ελένης Εγκώμιον[3] ότι οι μετεωρολόγοι -εννοώντας τους κοσμολόγους- διαφωνούν μεταξύ τους, «...χρὴ μαθεῖν πρῶτον μὲν τοὺς τῶν μετεωρολόγων λόγους, οἵτινες δόξαν ἀντὶ δόξης τὴν μὲν ἀφελόμενοι τὴν δ' ἐνεργασάμενοι τὰ ἄπιστα καὶ ἄδηλα φαίνεσθαι τοῖς τῆς δόξης ὄμμασιν ἐποίησαν...» . Προφανώς οι διαφωνούντες φιλόσοφοι είναι οι Ατομικοί και οι Ελεάτες[4]. Στην πραγματεία του Περί του μη όντος ή περί της φύσεως, τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματά του αναφέρονται στους «μονιστές» Ελεάτες, οι οποίοι ενεπλάκησαν σε διαφωνία με τους «πλουραλιστές» Ατομικούς για το ον και το μη ον, δηλαδή το κενό.
Φαίνεται πως η προσωκρατική φιλοσοφία ως ένα σημείο διαπνέεται από αυτή τη διαφωνία, γεγονός που πιστοποιείται από τις απαντήσεις των ύστερων προσωκρατικών φιλοσόφων στους Ελεάτες. Η υπόθεση της απάντησης στους Ελεάτες υποστηρίζεται από τον Αριστοτέλη[5], αλλά και από τον Γοργία. Ο Αριστοτέλης τονίζει τέσσερα χαρακτηριστικά της φιλοσοφικής διαμάχης ανάμεσα στους αποκαλούμενους μονιστές και τους πλουραλιστές, το κενό ή μη ύπαρξη, την πολυπλοκότητα, το γίγνεσθαι και την κίνηση. Τα ίδια τέσσερα χαρακτηριστικά τούτης της διαμάχης επιβεβαιώνονται από τον Γοργία, ο οποίος στην πραγματεία του Περί του μη όντος τα αναφέρει ως εξής:
- Ον έναντι του μη όντος
- Δημιουργημένη έναντι της αδημιούργητης ύπαρξης
- Το ένα έναντι των πολλών όντων
- Το ακίνητο και αδιαίρετο ον έναντι των πολλών και διαιρετών όντων.
Τη διαφοροποίηση ανάμεσα στη μοναδικότητα, το ακίνητο, το αδιαίρετο των Ελεατών και το διαιρούμενο, την πολλαπλότητα των όντων και την κίνηση των πλουραλιστών εντοπίζει και ο Πλάτων[6]. Ο μονιστής Παρμενίδης με τη σειρά του επιτέθηκε στο θεμέλιο της ιωνικής φιλοσοφίας της πολυπλοκότητας, βεβαιώνοντας την ενότητα και τη μοναδικότητα του όντος. Θεώρησε ότι είναι πέραν της λογικής η αντίληψη πως η φωτιά -για παράδειγμα- μπορεί να αλλάξει μορφές και να γίνει κάτι άλλο, παραμένοντας ουσιαστικά η ίδια οντότητα.
Φαίνεται πως όλων των ειδών οι αλλαγές -όπως και το κενό άλλωστε- δε θα μπορούσαν να ερμηνευθούν από τον μηχανισμό της πύκνωσης και της αραίωσης του Αναξιμένη[7]. Οι Πυθαγόρειοι, που ακολούθησαν τους Ίωνες Αναξίμανδρο και Αναξιμένη, αμφισβήτησαν την ορθότητα του Παρμενίδη με ένα γεωμετρικό επιχείρημα, προκειμένου να αποδείξουν ότι η σκέψη του οδηγούσε σε αυτοαναιρούμενη άρνηση της πολλαπλότητας. Ενάντια στους Πυθαγόρειους ο Αναξαγόρας και ο Εμπεδοκλής, κατόπιν ο Ζήνων[8], στη βάση της πυθαγόρειας υπόθεσης των μοναδικών σημείων απέδειξαν διαλεκτικά ότι η δική τους υπόθεση περί πολλαπλότητας κατέληγε σε περισσότερο ακραίες αντιφάσεις. Ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας προσπάθησαν να αναδομήσουν τη φυσική φιλοσοφία των Ιώνων, υιοθετώντας τη λογική του Παρμενίδη. Ερμήνευσαν τις φαινόμενες αλλαγές με τη συσπείρωση και την απομάκρυνση των μορίων και περιόρισαν την αλλαγή στο πεδίο της τοπικής κίνησης και αναδιάταξης. Χώρος για το κενό δεν υπήρχε πλέον εφόσον ακόμη και ο αέρας είναι απλά ένα υλικό στοιχείο. Πρώτα ο Ζήνων και κατόπιν ο Μέλισσος της Σάμου[9] εφήρμοσαν την αυστηρή ελεατική λογική στις θεωρίες του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα για να αποδείξουν ότι αν δεν υπάρχει κενό, δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση. Εφόσον, λοιπόν, δεν ήταν πλέον δυνατόν να υποθέσει κανείς την κίνηση δίχως την παρουσία του κενού, οι Ατομικοί προκάλεσαν τους μονιστές Ελεάτες αποδεχόμενοι την ύπαρξη του κενού, της μη ύπαρξης.
Η συμβολή της έννοιας του κενού στη διαμόρφωση επιστημονικού-φιλοσοφικού λόγου
ΕπεξεργασίαΜελετώντας την εξέλιξη των θεωριών των προσωκρατικών φιλοσόφων είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε ότι, ενώ από τη «Σχολή της Μιλήτου» καθώς και άλλων Ιώνων στοχαστών διατυπώνονται θέσεις των οποίων το αντικείμενο άπτεται του επιστημονικού χώρου, εφόσον τα εξαγόμενα συμπεράσματα είναι αποτελέσματα εμπειρικής παρατήρησης, στις «Σχολές της Ν. Ιταλίας» το μεγάλο βάρος πέφτει στη θεωρητική σύλληψη, η οποία ωστόσο συνεπικουρείται από την εμπειρική γνώση[10]. Έτσι παρατηρείται μια ενδιαφέρουσα μεθοδολογική στροφή σε άλλες προβληματικές και συγκεκριμένα σε θεματικές όπως η αλλαγή του όντος και μη όντος, η ηρεμία και η κίνηση, η γένεση και η φθορά. Με αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφική προσωκρατική διανόηση, απελευθερωμένη από πρακτικούς σκοπούς, θεμελιώνοντας τον ορθολογικό φιλοσοφικό στοχασμό, εισάγει τις κυριότερες αφηρημένες έννοιες όλων των κλάδων του επιστητού[11], τις οποίες επεξεργάστηκε και ακολούθησε σχεδόν στο σύνολό της η παγκόσμια διανόηση. Ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή της έννοιας του κενού και του ατόμου οι φιλοσοφικές θέσεις αποδέχονται ή απορρίπτουν την έννοια της κίνησης, συνδέοντάς την αντίστοιχα με την πίστη στην καθαρή λογική και την απόρριψη ή αποδοχή των δεδομένων των αισθήσεων.
Η ατομική θεωρία για την ύλη των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων υπό το φως των ανακαλύψεων της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι ορθή. Όμως, στο πλέον θεμελιακό τους επίπεδο σκέψης οι Ατομικοί θεωρούν πως όλα τα φαινόμενα είναι ερμηνεύσιμα με όρους ιδιοτήτων και συμπεριφοράς των στοιχειωδών οντοτήτων ή σωματιδίων. Με αυτόν τον τρόπο σχεδιάζουν μια στρατηγική για την κατασκευή επιστημονικών θεωριών, σύμφωνα με την οποία η συμπεριφορά των σύνθετων σωμάτων ερμηνεύεται με όρους των συνθετικών μερών τους. Αυτή ακριβώς η στρατηγική οδήγησε σε πολλές επιτυχίες της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, αν και δεν υπάρχει απόδειξη ότι υπάρχουν «έσχατες οντότητες», έτσι όπως τις διατύπωσαν τουλάχιστον οι Ατομικοί φιλόσοφοι.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα σύγχρονα κοσμολογικά πρότυπα της φυσικής (συστήματα πολυπλοκότητας) αποδέχτηκαν πολλά στοιχεία, τα οποία σπερματικά έστω αναφέρθηκαν από τους προσωκρατικούς. Ο Παρμενίδης, με τη θέση ότι η λογική πρέπει να υπερισχύει της εμπειρικής γνώσης και με την προτεινόμενη έμμεση αποδεικτική του διαδικασία απηύθυνε πρόκληση στις επόμενες γενιές των φιλοσόφων[12].
Με τη σειρά τους τα παράδοξα του Ζήνωνα, που σκόπευαν στην υπεράσπιση του παρμενίδειου δόγματος, καθώς και η επανεξέτασή τους από τον Αριστοτέλη και τους σχολιαστές του, προσέφεραν ένα γόνιμο λόγο, στους σημερινούς μαθηματικούς ερευνητές, να είναι προσεκτικοί στην εξέταση του χώρου, του χρόνου, της συνέχειας[13], αλλά και του απείρως μεγάλου ή του απείρως μικρού[14].
Η ανάλυση των ατομικών φιλοσόφων προχωρά σε βάθος, πίσω από την εμφάνιση των μικροσκοπικών, μη δυνάμενων να καταστραφούν ατόμων, που διαχωρίζονται με το κενό. Το κενό είναι εκείνο που κάνει δυνατή την αλλαγή και την κίνηση. Η φαινόμενη αλλαγή είναι απλά το αποτέλεσμα αναδιευθετήσεων των ατόμων συνεπεία των μεταξύ τους συγκρούσεων. Τούτο φαίνεται να οδηγεί σε μια μηχανική αιτιοκρατία, αν και, σε μία προσπάθεια να αφήσουν περιθώρια στην ελεύθερη θέληση, ο Επίκουρος και ο Λουκρήτιος διατύπωσαν την άποψη ότι τα άτομα είναι πιθανό να «παρεκκλίνουν» της πορείας τους. Από την άλλη πλευρά ο Επίκουρος τροποποίησε την ατομική θεωρία[15] με σκοπό να καταδείξει ως αιτία της δημιουργίας του σύμπαντος την παρέκκλιση με την οποία πέφτουν τα άτομα στο κενό. Το κενό κατά τον Επίκουρο είναι άψαυστο, απεριόριστο και ως μηδενικός χώρος, απόλυτα παθητικός, δεν προκαλεί τίποτα -δεν εμποδίζει επίσης- αλλά επιτρέπει διεργασίες μέσω της αγωγιμότητάς του[16].
Ειδικότερα σε αυτή την περίπτωση απορρίπτεται η αιτιοκρατία[17], εφόσον μεσολαβεί η παρέκκλισις, δηλαδή εκείνη η «εκτροπή» από την αναγκαιότητα των φυσικών νόμων που, σύμφωνα με το Λουκρήτιο, αποτελεί την πρώτη εμφάνιση της ελεύθερης θέλησης[18]. Οι ύστεροι Ατομικοί φιλόσοφοι θεώρησαν το «βάρος» ως εγγενή ιδιότητα των ατόμων[19]. Ο Λουκρήτιος ισχυρίζεται ότι ο αριθμός των ατόμων είναι άπειρος, αλλά η ποικιλία των μορφών και των μεγεθών είναι πεπερασμένη. Οι αντίθετες θέσεις του Δημόκριτου και του Επίκουρου για το αν η ύλη συμπεριφέρεται με αιτιοκρατικό ή μη αιτιοκρατικό τρόπο απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν τη σύγχρονη φυσική[20]. Θεωρούμενη στο συγκεκριμένο πλαίσιο η θεωρία της τυχαίας συγκέντρωσης της ύλης για το σχηματισμό των ουράνιων σωμάτων, την οποία εισηγήθηκε ο Επίκουρος, καθίσταται σήμερα η επικρατέστερη κοσμολογική υπόθεση[21].
Ωστόσο, αν όλα όσα υπάρχουν είναι άτομα, τότε τι είναι το κενό; Με τρόπους διαφορετικούς τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Καρτέσιος μεταγενέστερα αρνήθηκαν ότι θα μπορούσε να υπάρχει κυριολεκτικά άδειος χώρος. Από φυσικής άποψης, επομένως, θεώρησαν τον κόσμο ως ενιαία οντότητα. Βάσει της παρμενίδειας θεώρησης «τίποτα δεν μπορεί να δημιουργηθεί από το τίποτα, ακόμη και από τη θεία δύναμη», αντίστροφα, «τίποτα δεν μπορεί να μετατραφεί στο τίποτα, στην ανυπαρξία». Με αυτόν τον τρόπο, βέβαια, οι Ατομικοί πρότειναν την αρχή διατήρησης της ύλης –υλοενέργειας στην επέκτασή της.
Ο Αριστοτέλης στα Φυσικά του δεν αρκείται στην κατηγοριοποίηση των κατακτήσεων της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά επανεξετάζει τα θέματα και την ερευνητική μεθοδολογία, ανανεώνοντας τα ερωτήματα της φυσικής φιλοσοφίας. Βασικό αξίωμα της τελεολογικής θεωρίας του ήταν η φράση «φύσις ουδέν μάτην ποιεί». Εξετάζοντας την κίνηση των πραγμάτων στη φύση, αποφαίνεται ότι αυτή ενεργείται σε έναν πλήρη χώρο. Με αυτόν τον τρόπο, ο Αριστοτέλης, δεν υπερβαίνει το πρόβλημα της ύπαρξης του κενού, αλλά το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο, είναι επιλεκτικό. Στον φυσικό κόσμο του φιλοσόφου τα πράγματα εξετάζονται βάσει της συμπεριφοράς τους και αποκλείεται το γεγονός της παρέμβασης για την εξέτασή τους, ώστε να μη διαταραχτεί η φυσική και αδέσμευτη κατάστασή τους[22]. Συνεπώς, δεν ήταν ζητούμενο του Αριστοτέλη, ούτε όμως και του Δημόκριτου, η δυνατότητα του ανθρώπου να μεταπλάσει το φυσικό περιβάλλον μέσω της τεχνικής του επενέργειας αλλά να μετατρέψει τον άνθρωπο σε ένα ον άμεσα συνδεδεμένο με τη φύση.
Ο Ισαάκ Νεύτων, ακολουθώντας ίσως το παράδειγμα του πλατωνιστή Χένρυ Μορ, δικαιολόγησε το «χώρο» του ως πραγματική, άπειρη οντότητα, ισχυριζόμενος ότι ο Απόλυτος Χώρος αποτελείται από την πανταχού παρουσία του Θεού. Ο Νεύτων προσπάθησε να θεμελιώσει τον νόμο της παγκόσμιας βαρύτητας με αναφορές στη δύναμη του Θεού[23]. Όμως, όταν αναπτύχθηκε η έρευνα σε θέματα όπως ο ηλεκτρομαγνητισμός και η χημική συγγένεια κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα απαιτήθηκαν φυσικές ερμηνείες. Στις θεωρίες των Boscovich και Faraday ο δυϊσμός των ατόμων και του κενού αντικαθίσταται από τη δύναμη πεδίου, στην οποία γίνονται αποδεκτά πολλά και όχι ένα μαθηματικό κέντρο.
Ένας αδιάλλακτος θετικισμός θα συνεχίσει να θεωρεί ότι οι θεωρίες των Ατομιστών είναι απλά φορείς για τη μελέτη των αισθητών φαινομένων. Το σημείο, όμως, στο οποίο χρειάζεται να σταθούμε, είναι το γεγονός ότι η προσπάθεια των αρχαίων Ατομικών φιλοσόφων να επιλύσουν ένα μεταφυσικό ουσιαστικά πρόβλημα για τη φύση της αλλαγής, είχε ως αποτέλεσμα μια καρποφόρα στατηγική για τη δημιουργία των θεωριών στις φυσικές επιστήμες. Βέβαια, υπάρχουν αναπάντητες φιλοσοφικές ενστάσεις σε ό,τι αφορά στις θεωρήσεις των Ατομικών και συνεπώς μια συνολική κοσμολογική ή οντολογική ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον με όρους της Ατομικής θεωρίας.
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι χρησιμοποίησαν τον όρο Κενό, ενώ η σύγχρονη φυσική τον όρο «χωρικά εκτεινόμενο πεδίο δύναμης[24]» ως συνδετικό μέσο για τα άτομα. Η μαθηματική λογική του πεδίου δύναμης δρα ως αναγκαίο μέσο που συνδέει και επιταχύνει τα υποατομικά σωματίδια Είναι ένα εργαλείο του λογικού θετικισμού, αλλά δεν υπάρχει σε φυσική εκδήλωση. Όπως παρουσιάζεται από τη μεταφυσική του χώρου και της κίνησης και την κυματική δομή της ύλης, υπάρχουν πολλά προβλήματα και παράδοξα με αυτή την -σωματιδιακή στη φύση της- άποψη του κόσμου. Είναι προφανές ότι τα σωματίδια δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την απομακρυσμένη δράση μέσω του άδειου χώρου[25]. Ο χώρος, λοιπόν, απαιτεί την ύπαρξη των πεδίων δύναμης, αλλά είναι φανερό ότι η μοναδική οντότητα πρέπει να υπάρχει και συνεπώς συνδέεται με την πολυμορφία. Ο κοινός παρονομαστής που τα συνδέει όλα αυτά είναι ο χώρος.
Νέα παράδοξα;
ΕπεξεργασίαΔίχως να έχουμε κατά νου τη δημιουργία ενός νέου παράδοξου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαφαινόμενη διαμάχη μεταξύ της Ελεατικής σχολής και των Ατομιστών είναι αγών λόγων «κενός νοήματος» και ταυτόχρονα δημιουργική ώθηση για στοχασμό. Τούτο γιατί οι σκέψεις των φιλοσόφων φαίνονται να ανήκουν σε διαφορετικά επίπεδα νοητικής δραστηριότητας. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι φιλόσοφοι-επιστήμονες που έζησαν στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο μιλούσαν για διαφορετικά πράγματα, χρησιμοποιώντας αφηρημένο ή συγκεκριμένο νοητικό υλικό. Το σύμπαν ως αφηρημένη σύλληψη της σύγχρονης φυσικής είναι μια ενιαία οντότητα και τούτο φαίνεται να ρίχνει το βάρος της ζυγαριάς προς την πλευρά της Ελεατικής σχολής. Την ίδια στιγμή, όμως, ως συγκεκριμένη και βιωματική αντίληψη της νευτώνειας μηχανικής θεώρησης του κόσμου, το σύμπαν είναι επίσης ποικιλόμορφο, πολύπλοκο και αυτό με τη σειρά του προσθέτει στη θεωρία των Ατομικών. Η συνδυαστική αντίληψη των δύο σχολών σκέψης θα μπορούσε να αποκαλύψει τη συνθετική εικόνα. Το σύμπαν ως ύπαρξη είναι ενιαία οντότητα, αλλά κάτι τέτοιο δεν αποκλείει την κίνηση και την πολυπλοκότητα στα διαφορετικά επίπεδα της εκδήλωσής του. Τούτο μας οδηγεί, βέβαια, στη θεώρηση μιας ουράνιας και μιας κοσμικής ιεραρχίας των διαφορετικών επιπέδων εκδήλωσης του σύμπαντος, έτσι όπως πιθανώς διατυπώνεται από τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους –ιδιαίτερα από τον Ψευδο-Διονύσιο- και μας υποχρεώνει επίσης να εντοπίσουμε κάποια επιχειρήματα από το έργο του Λουκρήτιου για τη μακροκοσμική και μικροκοσμική θεώρηση του κόσμου.
Στην αρχή του βιβλίου II στο De rerum natura[26] ο Λουκρήτιος προχωρά στις λεπτομέρειες της συμπεριφοράς των ατόμων και τις ιδιότητές τους . Βρίσκονται σε διαρκή κίνηση με τεράστια ταχύτητα, δεδομένου ότι στο κενό δεν συναντούν καμία αντίσταση από το μέσο, και όταν συγκρούονται, μπορούν μόνο να εκτραπούν, όχι να σταματήσουν. Το βάρος τούς παρέχει την έμφυτη τάση να κινηθούν προς τα κάτω, αλλά οι συγκρούσεις μπορούν να εκτρέψουν αυτές τις κινήσεις σε άλλες κατευθύνσεις. Το αποτέλεσμα είναι πως, σε ένα κοσμικό επίπεδο, τα άτομα χτίζουν σύνθετα και σχετικά σταθερά πρότυπα κίνησης που σε μακροκοσμικό επίπεδο μας φαίνονται ως καταστάσεις απόλυτης ηρεμίας ή σχετικά αργής κίνησης. Ο Λουκρήτιος αναφέρει ένα κοπάδι πρόβατα σε μια μακρινή λοφοπλαγιά, που διακρίνεται ως ακίνητη λευκή κηλίδα, ενώ η παρατήρηση εκ του σύνεγγυς αποδεικνύει ότι τα πρόβατα βρίσκονται σε κίνηση[27], τονίζοντας με τρόπο εμφατικό κατά την άποψή μας όχι μόνον τη σχετικότητα της παρατήρησης του φαινομενικού κόσμου, αλλά και την αλλαγή της σχέσης παρατηρητή και παρατηρούμενου, κάτι που εμφανώς οδηγεί σε μια πρώιμη υπόθεση για τη Θεωρία της Σχετικότητας.
Σημειώσεις - παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ [...omnis ut est igitur per se natura duabus / constitit in rebus; nam corpora sunt et inane, / haec in quo sita sunt et qua diversa moventur. / corpus enim per se communis dedicat esse / sensus...] στο Diels H., (ed.), Lucretii de rerum natura, Berlin, 1924.
- ↑ Φυσικώς και λογικώς αδιαίρετα. Βλ. σχετική ανάλυση στο Κύρκος Β. Α., (εισ.) Δημόκριτος: η ζωή και το έργο του, (μτφρ. Στ. Γκιργκένης), Ζήτρος, (Αθήνα 2004), 76.
- ↑ Γοργίου, Ελένης Εγκώμιον, 13-14, [...χρὴ μαθεῖν πρῶτον μὲν τοὺς τῶν μετεωρολόγων λόγους, οἵτινες δόξαν ἀντὶ δόξης τὴν μὲν ἀφελόμενοι τὴν δ' ἐνεργασάμενοι τὰ ἄπιστα καὶ ἄδηλα φαίνεσθαι τοῖς τῆς δόξης ὄμμασιν ἐποίησαν...] στο Σκουτερόπουλος Ν. Μ., Η Αρχαία Σοφιστική, Γνώση, (Αθήνα, 1991).
- ↑ Furley D.J., «The Atomists' Reply to the Eleatics», [1967], στο Mourelatos (ed.), The Presocratics, Princeton University Press (1993), 506.
- ↑ Περί γενέσεως και φθοράς A8, 323a23-32
- ↑ Ο Πλάτων, επίσης, αναφέρει ότι οι Ελεάτες (242d5) ισχυρίζονται ότι το ον είναι ένα, αδιαίρετο και ακίνητο (242e1, 245a8, 249d3). Από την άλλη, οι πλουραλιστές αναφέρουν πως τα όντα είναι πολλά διαιρετά και κινούμενα, (242e1, 245a1, 249d3).
- ↑ Ross W. D., Αριστοτέλης, (μτφρ. Μ. Μητσού), ΜΙΕΤ, (Αθήνα 2001), 131.
- ↑ Το παράδοξο της πολλαπλότητας αποδεικνύει ότι εφόσον ένα άτομο είναι διαιρετό επ’ άπειρον, τότε είναι άπειρο και το μέγεθός του.
- ↑ Η μετακόσμησις σύμφωνα με τον Μέλισσο δεν είναι δυνατόν να υπάρχει, γιατί κάτι τέτοιο με όρους αυστηρής λογικής θα σήμαινε ότι δημιουργήθηκε από το τίποτα μια διάταξη που δεν υπήρχε και μια διάταξη που υπήρχε, εξαφανίστηκε.
- ↑ Χριστιανίδης Γ., κ.ά., Οι επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στο Νεότερο Ελληνισμό, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000), 47.
- ↑ Καλογεράκος, Ι., Θανασάς, Π., «Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι» στο Βιρβιδάκης Σ. - Ιεροδιακόνου Κ. (επιμ), Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τομ. Α΄, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000), 37.
- ↑ Χριστιανίδης, Γ., κ.ά., ό.π., 48.
- ↑ Φίλη Χρ., «Μερικές σύγχρονες θεωρήσεις στο De Rerum natura του Λουκρήτιου» στο Φιλοσοφία 19/20 (1989-90), 388.
- ↑ Χριστιανίδης, Γ., κ.ά., ό.π., 50.
- ↑ Βλ. Lindberg D, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, (μτφρ. Η.Μαρκολέφας), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., (Αθήνα 2003), 114, όπου αποδίδεται ως επίτευγμα του Επίκουρου η διατύπωση της ελεύθερης βούλησης στο μηχανιστικό σύμπαν.
- ↑ Anderson E., Ο Επίκουρος στον 21ο αιώνα, (μτφρ. Δ. Γιαννόπουλος), Θύραθεν, (Θεσσαλονίκη 2002), 166-167.
- ↑ Sharples R.W., Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί, (μτφρ. Μ.Λυπουρλής - Γ. Αβραμίδης), Θύραθεν, (Θεσσαλονίκη 2002), 117.
- ↑ libera voluntas στο Lucretius, De rerum Natura, II 251 κ.ε.
- ↑ Ο Σιμπλίκιος θεωρεί πως τα άτομα του Δημόκριτου είχαν το βάρος ως πρωταρχική ιδιότητα. Ο Αέτιος (Ι 3, 18 και Ι 12, 6) είναι εκείνος που υποστηρίζει ότι το βάρος ως ιδιότητα των ατόμων είναι πρόσθεση του Επίκουρου, [...ο δε Επίκουρος τούτοις και τρίτον βάρος προσέθηκεν. ανάγκη γαρ φησί, κινείσθαι τα σώματα τήι του βάρους πληγήι...]
- ↑ Anderson E., ό.π., 171.
- ↑ Στο ίδιο, 176.
- ↑ Χριστιανίδης Γ., κ.ά., ό.π., 140.
- ↑ Βλ. σχετική συζήτηση στο Stenger V. J., «The God of Falling Bodies», στο Skeptical Inquirer special issue on Science and Religion, Vol 25, No. 5, September/October (2001).
- ↑ Η ιδέα του πεδίου δύναμης χρησιμοποιείται από τους επιστήμονες για να ερμηνεύσουν το μάλλον ασύνηθες φαινόμενο που συμβαίνει απούσης της φυσικής επαφής. Ενώ όλες οι μάζες ελκύουν, όταν βρίσκονται σε κάποια απόσταση μεταξύ τους, τα φορτία μπορούν είτε να απωθούν είτε να ελκύουν ευρισκόμενα σε απόσταση. Μια εναλλακτική λύση της περιγραφής αυτής της δράσης σε απόσταση είναι απλά να υποθέσουμε πως υπάρχει κάτι μάλλον περίεργο γύρω από τον χώρο που περιβάλλει κάποιο φορτισμένο αντικείμενο. Οποιοδήποτε άλλο φορτισμένο αντικείμενο βρίσκεται στον ίδιο χώρο υφίσταται την επίδραση του φορτίου.
- ↑ Ο όρος απομακρυσμένη δράση αναφέρεται στην έννοια ενός αντικειμένου που ασκεί μια δύναμη σε ένα δεύτερο αντικείμενο, χωρίς να έλθει σε επαφή μαζί του. Η βαρυτική και η ηλεκτρική δύναμη είναι και οι δύο δυνάμεις με απομακρυσμένη δράση.
- ↑ Lucretius, De rerum Natura, II 80-332.
- ↑ Στο ίδιο, ΙΙ 317-22.
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Φικιώρης, Ευτύχιος: «Η ύπαρξη του κενού». Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 3 (1986), 36-51.
- Anderson E., Ο Επίκουρος στον 21 ο αιώνα, (μτφρ. Δ. Γιαννόπουλος), Θύραθεν, (Θεσσαλονίκη 2002).
- Βιρβιδάκης Σ. - Ιεροδιακόνου Κ. (επιμ), Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τομ. Α΄, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000).
- Diels H., (ed.), Lucretii de rerum natura, (Berlin 1924).
- Furley D. J., «The Atomists' Reply to the Eleatics», [1967], στο Mourelatos (ed.), The Presocratics, Princeton , University Press (1993).
- Κύρκος Β. Α., (εισ.) Δημόκριτος: η ζωή και το έργο του, (μτφρ. Στ. Γκιργκένης), Ζήτρος, (Αθήνα 2004).
- Lindberg D., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, (μτφρ. Η.Μαρκολέφας), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., (Αθήνα 2003).
- Ross W. D., Αριστοτέλης, (μτφρ. Μ. Μητσού), ΜΙΕΤ, (Αθήνα 2001).
- Sharples R.W., Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί, (μτφρ. Μ.Λυπουρλής - Γ. Αβραμίδης), Θύραθεν, (Θεσσαλονίκη 2002)
- Σκουτερόπουλος Ν. Μ., Η Αρχαία Σοφιστική, Γνώση, (Αθήνα, 1991).
- Stenger V. J., «The God of Falling Bodies», στο Skeptical Inquirer special issue on Science and Religion, Vol 25, No. 5, September/October (2001).
- Φίλη Χρ., «Μερικές σύγχρονες θεωρήσεις στο De Rerum natura του Λουκρήτιου» στο Φιλοσοφία 19/20 (1989-90).
- Χριστιανίδης Γ., κ.ά., Οι επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στο Νεότερο Ελληνισμό, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000).