Λουκάς Κανακάρης - Ρούφος

Έλληνας πολιτικός
(Ανακατεύθυνση από Λουκάς Ρούφος)

Ο Λουκάς Κανακάρης - Ρούφος (1878 - 11 Νοεμβρίου 1949) ήταν Πατρινός πολιτικός, ο οποίος είχε εκλεγεί πολλάκις βουλευτής και είχε συμμετάσχει σε πολλές κυβερνήσεις με την ιδιότητα του υπουργού.

Λουκάς Κανακάρης - Ρούφος
Ο Λουκάς Κανακάρης - Ρούφος ως εκπρόσωπος της Ελλάδας σε συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1926
Βουλευτής Πατρών
Περίοδος
1905 – 1906
Βουλευτής Πατρών
Περίοδος
1908 – 1913
Γενικός Διοικητής Κρήτης[1]
Περίοδος
24 Σεπτεμβρίου 1913 – 24 Φεβρουαρίου 1915
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση1878, Πάτρα
Θάνατος11 Νοεμβρίου 1949
ΕθνότηταΕλληνική
ΥπηκοότηταΕλληνική
ΣπουδέςΝομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πρώιμα χρόνια

Επεξεργασία

Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν δευτερότοκος γιος του Θάνου Κανακάρη - Ρούφου, δημάρχου Πατρέων, βουλευτή και μέλους της οικογένειας Ρούφου, και της Κυριακής Προβελέγγιου, αδερφής του ποιητή και βουλευτή Αριστομένη Προβελέγγιου. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν ανηψιός των Γεωργίου Ρούφου και Αγγελή Ρούφου, εγγονός του πρωθυπουργού Μπενιζέλου Ρούφου και δισέγγονος του Γεωργίου Κουντουριώτη. Αδερφός του ήταν ο Λαλάκης Ρούφος, δήμαρχος Πατρέων και βουλευτής. Μεγάλωσε στην Πάτρα και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στην Πάτρα και ασχολήθηκε με τις πολιτικές δραστηριότητες του πατέρα του συμμετέχοντας στους προεκλογικούς αγώνες του. Σε μια μάλιστα προεκλογική συγκέντρωση κινδύνεψε να τραυματιστεί σοβαρά εξαιτίας κάποιων οπαδών του Γεροκωστόπουλου.

Πολιτική σταδιοδρομία

Επεξεργασία

Σε ηλικία 26 ετών το 1905 εκλέχτηκε βουλευτής Πατρών μαζί με τον εξάδελφό του Ιωάννη Ρούφο. Παράλληλα ανέλαβε και την αρχηγία του πολιτικού γραφείου του πατέρα του μετά τον θάνατό του. Το 1906 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής, δύο χρόνια όμως αργότερα, το 1908, εξαιτίας του θανάτου του ξαδέλφου του Ιωάννη, εκλέχτηκε σε αναπληρωματική εκλογή. Το 1910 επανεκλέχτηκε ενώ το 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος του πρότεινε το αξίωμα του προέδρου της Βουλής, το οποίο όμως δε δέχθηκε. Τον επόμενο χρόνο, το 1913, παραιτήθηκε από το βουλευτικό του αξίωμα για ν' αναλάβει τη θέση του γενικού διοικητού της Κρήτης κατόπιν προτάσεως του Βενιζέλου. Η θητεία του συνέπεσε με την επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στην επίσημη τελετή που έλαβε χώρα στο φρούριο "Φιρκάς" των Χανίων την 1η Δεκεμβρίου 1913, παρευρέθησαν οι Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, πρόεδρος της Βουλής, Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, ο πρώτος πρόεδρος της Βουλής της Κρητικής Πολιτείας και αρχηγός της επανάστασης του 1866 Χατζη-Μιχάλης Γιάνναρης, ο οποίος και ύψωσε την Ελληνική σημαία. Τον Βασιλιά προσφώνησε ο ίδιος. Ως διοικητής Κρήτης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σωστή οργάνωση της Αγροφυλακής καθώς και στην εκτέλεση δημοσίων έργων. Η εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάσση Γαβριηλίδη καθώς και άλλες τοπικές εφημερίδες δημοσίευσαν εγκωμιαστικά άρθρα για το έργο του στην Κρήτη.

Στις 9 Απριλίου του 1915 ο θεσμός των γενικών διοικήσεων καταργήθηκε και έτσι επέστρεψε στην Αθήνα. Τον ίδιο χρόνο εκλέχτηκε βουλευτής Πατρών για ακόμη μια φορά. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1916, έγινε για πρώτη φορά υπουργός, αναλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εσωτερικών και προσωρινά και του Δικαιοσύνης, στην κυβέρνηση Καλογερόπουλου. Τον Ιούλιο του 1917 με κοινή επιστολή αυτού και του αδελφού του Βασίλη Ρούφου ανακοίνωσε, παρά τη στενή του σχέση με το Βενιζέλο, τη στήριξη του προς το πρόσωπο του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Με την επικράτηση των Βενιζελικών συνελήφθη και παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι το 1920. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 εξελέγη βουλευτής Πατρών με τη στήριξη του Λαϊκού κόμματος συγκεντρώνοντας 22.932 ψήφους. Το Μάρτιο του 1922 ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αλλά ένα μήνα αργότερα παραιτήθηκε. Αμέσως αναχώρησε μαζί με την ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Δημήτριο Γούναρη, για τη διεθνή διάσκεψη στη Γένοβα. Αργότερα λόγω της αναχώρησης του Γούναρη για την Ελλάδα, έγινε αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας. Το Μάϊο του ίδιου έτους ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για δεύτερη φορά.

Στις 20 Ιουλίου 1922, ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας υπέγραψε μαζί με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Υπ. Δικαιοσύνης Δημήτριο Γούναρη, τον νόμο 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» ώστε να απαγορευθεί η είσοδος των Μικρασιατών στην Ελλάδα, καθώς διαφαινόταν η ήττα του Ελληνικού Στρατού και η συνακόλουθη έλευση χιλιάδων προσφύγων. Έτσι με αυτόν τον νόμο οι Έλληνες Μικρασιάτες εγκλωβίστηκαν και έπεσαν θύματα των σφαγών από τον τακτικό τουρκικό στρατό και τους Τσέτες (άτακτους Τούρκους).[2][3][4]

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1922 παραιτήθηκε από τη θέση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.

Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1925 ο Ρούφος έγινε υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας στην κυβέρνηση Πάγκαλου και τον επόμενο χρόνο υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ευταξία : από 06/11/1925 έως 22/08/1926 [5]. Ως υπουργός Εξωτερικών συνήψε διάφορες συμφωνίες, όπως για παράδειγμα με τη Γιουγκοσλαβία (17 Αυγούστου 1926), στην οποία αντέδρασε όλος ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος. Μεταξύ των άλλων η συνθήκη προέβλεπε τη συγκυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας στο λιμένα της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα του Αξιού, την παραχώρηση του ελέγχου της σερβικής μονής στο Άγιο Όρος καθώς και τη μετατροπή της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελής σε ελληνοσερβική, με την προϋπόθεση όμως ότι οι υπάλληλοι θα μιλούσαν τη σερβική γλώσσα. Η συνθήκη αυτή προξένησε επίσης έντονη δυσαρέσκεια και στους κύκλους των στρατιωτικών, δυσαρέσκεια η οποία θα φαινόταν στην πορεία. Μετά την πτώση του Πάγκαλου, η κυβέρνηση έσπευσε ν' ακυρώσει τη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών. Επίσης κατά τη διάρκεια της θητείας του συνέβη το «Επεισόδιο του Πετριτσίου» με τη Βουλγαρία. Οι συγκεκριμένες πολιτικές κινήσεις ήταν καθορισμένες από τον Πάγκαλο, ο οποίος επεδίωκε ειρηνικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες προκειμένου να είναι ελεύθερος για να ασχοληθεί με τα της Τουρκίας.

Τελευταία χρόνια

Επεξεργασία

Το 1931, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Ρούφος ίδρυσε το σύλλογο προστασίας ελληνικών προϊόντων, στον οποίο συμμετείχαν οι μεγαλύτερες πολιτικές και επιχειρηματικές φυσιογνωμίες της εποχής, όπως οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κυριάκος Βενιζέλος, Γεώργιος Μερκούρης, Ξενοφών Ζολώτας, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Φωτήλας, Ζυγομαλάς, Θεμιστοκλής Σοφούλης και πολλοί άλλοι. Ο Λουκάς Ρούφος διετέλεσε πρώτος πρόεδρος αυτού του συλλόγου. Ο σύλλογος σύντομα ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα, η οποία όμως σταμάτησε με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα με την ασχολία του ως πρόεδρος του παραπάνω συλλόγου ξαναδραστηριοποιήθηκε στην πολιτική. Στις εκλογές του 1932 συμμετείχε χωρίς επιτυχία στις εκλογές. Το 1936 όμως κατάφερε να εκλεγεί, για τελευταία φορά, βουλευτής Αχαΐας. Επίσης είχε χρηματίσει πρόεδρος του Ελληνοβουλγαρικού συνδέσμου Αθηνών καθώς και της Ελληνικής Εταιρείας Επιστημονικής Οργάνωσης Εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος ήταν μασόνος.

Απεβίωσε στις 11 Νοεμβρίου του 1949 στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Παπαγεωργακοπούλου και είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Ρόδη Κανακάρη - Ρούφο, πρέσβη και λογοτέχνη.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2020. 
  2. «17.04.2016, Εφημερίδα των Συντακτών, Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες, Τάσος Κωστόπουλος». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2020. 
  3. Η απαγόρευση εξόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και η παράδοσή τους στους κεμαλικούς, huffingtonpost, 06/10/2018
  4. Πώς ήρθαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1922;, tvxs.gr, 15/02/2020
  5. Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, εκδ.Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ.85