Ο "Λόμπο" είναι το πρώτο διήγημα του συγγραφέα Έρνεστ Τόμπσον Σέτον από το βιβλίο "Τα Αγρίμια Που Γνώρισα", που κυκλοφόρησε το 1898. Ο Σέτον έγραψε την ιστορία βασισμένος σε προσωπική του εμπειρία από κυνήγι λύκων στις νοτιοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες.

Λόμπο
Ο Λόμπο και η Μπλάνκα
ΣυγγραφέαςΈρνεστ Τόμπσον Σέτον
ΤίτλοςLobo the King of Currumpaw
ΥπότιτλοςThe King of Currumpaw
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1898
Μορφήδιήγημα

Υπόθεση Επεξεργασία

Ο Λόμπο ήταν ένας λύκος που μαζί με την αγέλη του ήταν η μάστιγα του Νέου Μεξικού στα τέλη του 19ου αιώνα. Σκότωνε συνέχεια πρόβατα και οι καταστροφές που προκαλούσε ήταν τεράστιες. Οι κάτοικοι μεταχειρίζονταν διάφορα μέσα για να τον πιάσουν αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν μάταιος κόπος. Φέρανε κι ένα γνωστό κι επιτήδειο κυνηγό λύκων γι' αυτό το σκοπό, μα όσα τεχνάσματα και αν χρησιμοποίησε κι εκείνος, δεν μπόρεσε να ξεγελάσει τον Λόμπο. Ήταν αδύνατο να τον πιάσει κανείς. Όλα τα μάντευε, μυριζόταν αμέσως τον κίνδυνο και πάντα ξέφευγε. Ώσπου μια μέρα οι άνθρωποι ανακάλυψαν το αδύνατο σημείο του: ήταν μία λευκή λύκαινα, η Μπλάνκα, η οποία ήταν το ταίρι του Λόμπο. Ο Σέτον τοποθέτησε διάφορες παγίδες σε ένα στενό πέρασμα, σκεπτόμενος ότι η Μπλάνκα θα έπεφτε σε κάποια από αυτές τις παγίδες, τις οποίες ο Λόμπο είχε καταφέρει να αποφύγει. Το σχέδιο του Σέτον πέτυχε. Η Μπλάνκα έπεσε σε μία παγίδα και ο Σέτον την βρήκε να ουρλιάζει με τον Λόμπο στο πλευρό της. Ο Λόμπο έτρεξε σε μια ασφαλή απόσταση και παρακολούθησε τον Σέτον και τους άντρες του να σκοτώνουν την Μπλάνκα σπάζοντας το λαιμό της με σχοινιά δεμένα στα άλογά τους. Ο Σέτον άκουσε τις κραυγές του Λόμπο λίγες μέρες αργότερα και περιέγραψε πως είχαν "μια αναμφισβήτητη νότα θλίψης... Δεν ήταν πια το δυνατό, προκλητικό ουρλιαχτό αλλά ένας μακρύς θρήνος". Παρά το γεγονός ότι ο Σέτον αισθάνθηκε τύψεις για το πένθος που προκάλεσε στον Λόμπο, συνέχισε το σχέδιό του να τον πιάσει.

Παρά τον κίνδυνο, ο Λόμπο ακολούθησε τη μυρωδιά της Μπλάνκα μέχρι το ράντσο του Σέτον. Ο Σέτον τοποθέτησε περισσότερες παγίδες χρησιμοποιώντας το πτώμα της Μπλάνκα για να πάρουν τη μυρωδιά της. Στις 31 Ιανουαρίου 1894 ο Λόμπο πιάστηκε έχοντας όλα του τα πόδια παγιδευμένα. Όταν τον πλησίασε ο Σέτον, ο Λόμπο παρά τα τραύματά του στάθηκε και ούρλιαξε. Η γενναιότητα του Λόμπο και η αφοσίωση στη σύντροφό του, άγγιξε τον Σέτον, ο οποίος δεν μπορούσε πια να τον σκοτώσει. Μαζί με τους άνδρες του έδεσαν τον Λόμπο, του έβαλαν φίμωτρο και τον οδήγησαν στο ράντσο. Ο Λόμπο αρνήθηκε να τους αναγνωρίσει ως αφεντικά. Οι άντρες τον αλυσόδεσαν και ο Λόμπο απλά κοίταξε προς τη στέπα. Το ίδιο βράδυ πέθανε χωρίς να εξακριβωθούν τα αίτια.

Επιρροές Επεξεργασία

Το τομάρι του Λόμπο διατηρείται στο Ernest Thompson Seton Memorial Library and Museum στο Νέο Μεξικό. Ο Σέτον μέχρι το θάνατό του το 1946, υπερασπίστηκε τον λύκο, ένα ζώο που ήταν δαιμονοποιημένο. Έγραψε χαρακτηριστικά: "Από την εποχή του Λόμπο, η ειλικρινή επιθυμία μου ήταν να πω στους ανθρώπους ότι κάθε άγριο πλάσμα αποτελεί από μόνο του πολύτιμη κληρονομιά που δεν έχουμε δικαίωμα να καταστρέψουμε."

Η ιστορία του Λόμπο άγγιξε τις καρδιές πολλών ανθρώπων τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στον υπόλοιπο κόσμο και ήταν εν μέρει υπεύθυνη για την αλλαγή της στάσης ως προς το περιβάλλον και έδωσε το κίνητρο για την έναρξη του κινήματος για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Η ιστορία αυτή είχε βαθιά επιρροή σε έναν από τους πιο δημοφιλείς παρουσιαστές και φυσιοδίφες στον κόσμο, τον σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο και ενέμπνευσε την ταινία της Disney "The Legend Of Lobo" (1962), συμπεριλήφθηκε στο τεύχος "Σκηνές του Δάσους" των Κλασσικών Εικονογραφημένων, ήταν το θέμα ενός ντοκιμαντέρ του BBC που σκηνοθέτησε ο Steve Gooder το 2007 και συμπεριλήφθηκε σε έκθεση που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Ιστορίας του Νέου Μεξικού.

Επίσης, στο video-game Red Dead Redemption οι παίκτες μπορούν να σκοτώσουν ένα λύκο που ονομάζεται Λόμπο.

Αναφορές Επεξεργασία

  • Rick McIntyre (Ed.), War Against the Wolf, 1995. Stillwater: Voyageur Press.
  • Gretta Nilsson, Endangered Species Handbook, 2005. Ουάσινγκτον, D.C.: Animal Welfare Institute.
  • Έρνεστ Τόμπσον Σέτον, Τα Αγρίμια Που Γνώρισα, 1899. Νέα Υόρκη: Scribners.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία