Μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1448)

Η Δεύτερη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου (ουγγρικά: második rigómezei csata, τουρκικά: Ikinci Kosova Savaşı) (17–20 Οκτωβρίου 1448) ήταν μια μάχη ανάμεσα σε έναν σταυροφορικό στρατό οδηγούμενο από την Ουγγαρία και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Κοσσυφοπέδιο. Ήταν το αποκορύφωμα μιας ουγγρική επίθεσης για να εκδικηθεί για την ήττα στη Βάρνα τέσσερα χρόνια νωρίτερα.

Δεύτερη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου
των Οθωμανικών πολέμων στην Ευρώπη και των Οθωμανο-Ουγγρικών πολέμων
Ένας άτακτος ακιντζής νικά έναν Ούγγρο ιππότη με λάσο.
Χρονολογία17–20 Οκτωβρίου 1448 (Ιουλιανό ημερολόγιο)
ΤόποςΚοσσυφοπέδιο, Δεσποτάτο της Σερβίας
ΑποτέλεσμαΚαθοριστική οθωμανική νίκη
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
40,000–60,000

22,000–30,000

  • 5,000
  • 4,000
  • 3,000
Απολογισμός
4,000 νεκροί[1]
6,000–17,000 νεκροί ή αιχμάλωτου

Στην τριήμερη μάχη ο οθωμανικός στρατός υπό τις διαταγές του Σουλτάνου Μουράτ Β΄ νίκησε τον σταυροφορικό στρατό του αντιβασιλέα Ιωάννη Ουνυάδη. Υπολογίζοντας ότι θα χρειαστεί πάνω από 40.000 άνδρες να νικήσει τους Οθωμανούς, ο ούγγρος αντιβασιλέας προσπάθησε να ενωθεί με τις αντιοθωμανικές αλβανικές δυνάμεις, ενδεχομένως ηγούμενες από τον Σκεντέρμπεη. Οι Οθωμανοί στη βάση τους, στη Σόφια, πληροφορήθηκαν για την πορεία του σταυροφορικού στρατού και, άρχισαν να ετοιμάζουν τους άντρες τους.

Έχοντας αποτύχει να εντοπίσουν τον κύριο οθωμανικό στρατό, ο οποίος πίστευαν ότι ήταν ακόμα στην πρωτεύουσα, στην Αδριανούπολη, ο Ουνυάδης αιφνιδιάστηκε, στις 17 Οκτωβρίου, όταν ο οθωμανικός στρατός εμφανίστηκε μπροστά στους άνδρες του στο Κοσσυφοπέδιο. Κατασκεύασε ένα τάμπορ, φρούριο από βαγόνια, στον λόφο Πλεμετίνα, από όπου θα πολεμούσε τους Οθωμανούς, οι οποίοι έχτισαν μια δικιά τους ξύλινη οχύρωση σαν απάντηση. Ιππικές αψιμαχίες στις πτέρυγες των οχυρωμάτων κατά τις πρώτες δύο ημέρες και μια σταυροφορική επίθεση τη νύχτα 18/19 Οκτωβρίου με τα βαγόνια και τα όπλα τους εναντίον της κεντρικής θέσης του Σουλτάνου προκάλεσε μεγάλη αιματοχυσία, αλλά όχι οριστικά αποτελέσματα.

Στις 19 Οκτωβρίου ο Μουράτ Β΄ χρησιμοποίησε τους σπαχήδες του από τη Θεσσαλία για να περικλείσει το ιππικό της αριστερής σταυροφορικής πτέρυγας, μαζί με μια γενική επίθεση σε όλο το μήκος της γραμμής για να αποσπάσει την προσοχή του Ουνυάδη από την κύρια προσπάθεια. Ο ελιγμός δούλεψε και το βλαχικόμολδαβικό και ουγγρικό διαλύθηκε από τους σπάχηδες, που πήραν αιχμαλώτους. Μεγάλο μέρος του σταυροφορικού στρατού στη συνέχεια υποχώρησε. Στις 20 Οκτωβρίου, με τον Μουράτ Β΄ να παρακολουθεί προσωπικά τη μάχη, οι Γενίτσαροι επιτέθηκαν και σκότωσαν όλους όσους είχαν μείνει στο οχύρωμα.

Η μάχη έληξε τις όποιες ελπίδες της διάσωσης της Κωνσταντινούπολης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ουγγρικό βασίλειο δεν είχε πλέον τους στρατιωτικούς και οικονομικούς πόρους για να εξαπολύσει επίθεση εναντίον των Οθωμανών. Με το τέλος της σταυροφορικής απειλής μισού αιώνα στα ευρωπαϊκά τους σύνορα, ο γιος του Μουράτ Μωάμεθ Β΄ ήταν ελεύθερος να πολιορκήσει στην Κωνσταντινούπολη το 1453.

Υπόβαθρο

Επεξεργασία

Το 1448, ο Ιωάννης Ουνυάδης είδε την κατάλληλη στιγμή για να ηγηθεί εκστρατείας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την ήττα στη Μάχη της Βάρνας (1444), συγκέντρωσε έναν άλλο στρατό για να επιτεθεί στους Οθωμανούς. Η στρατηγική του βασιζόταν σε μια αναμενόμενη εξέγερση των βαλκανικών λαών, σε μια αιφνιδιαστική επίθεση και στην καταστροφή η κύριας δύναμης των Οθωμανών σε μία μόνο μάχη.

Τον Σεπτέμβριο του 1448 ο Ουνυάδης οδήγησε τις ουγγρικές δυνάμεις πάνω από τον Δούναβη και στρατοπέδευσαν στη Σερβία κοντά στο Κοβιν, λίγο έξω από τη σερβική πρωτεύουσα, το Σμεντέρεβο. Για έναν ολόκληρο μήνα, οι Ούγγροι είχαν στρατοπεδεύσει εκεί περιμένοντας τους Γερμανούς σταυροφόρους, τον Βλάχο δούκα καθώς και τον βοημικό και τον αλβανικό στρατό.[2] Ο αλβανικός στρατός υπό τον Σκεντέρμπεη δεν συμμετείχε σε αυτή τη μάχη καθώς αποτράπηκε από τη σύνδεση με τον στρατό του Ουνυάδη από τους Οθωμανούς και τους συμμάχους τους.[2][3] Πιστεύεται ότι είχε καθυστερηθεί από τον Σέρβο δεσπότη Γεώργιο Μπράνκοβιτς, τότε σύμμαχο με του Σουλτάνου Μουράτ Β΄, αν και ο ακριβής ρόλος του Μπράνκοβιτς αμφισβητείται.[4][5][6] Ως αποτέλεσμα, Ο Σκεντέρμπεης ρήμαξε την επικράτεια του Μπράνκοβιτς ως τιμωρία για την εγκατάλειψη του χριστιανικού αγώνα.[3][7]

Ο Μπράνκοβιτς αντέδρασε διφορούμενα στην καταπάτηση και διαπραγματεύτηκε όρους ένταξης στη σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών κατά αυτήν τη χρονική περίοδο. Ο Ουνυάδης είχε πει στον Μπράνκοβιτς ότι είχε φέρει 20.000 από τους δικούς του άντρες, περιμένοντας πρόσθετες ενισχύσεις, και ότι αυτός [ο Μπράνκοβιτς] με το ελαφρύ του ιππικό ήταν ο μόνος σύμμαχος απαραίτητος για μια αποφασιστική νίκη. Ο Μπράνκοβιτς ήταν κουρασμένος, έχοντας αποκατασταθεί το βασίλειο του μετά από μια πλήρους κλίμακας Οθωμανική κατοχή μόλις το 1444, και, με πλήρη επίγνωση της δύναμης της Οθωμανικής στρατιωτικής ισχύος, θέλοντας να κρατήσει το θρόνο του. Ο δεσπότης Μπράνκοβιτς δεν ήταν επίσης πρόθυμος να θέσει τον εαυτό του υπό την ηγεσία του Ουνυάδη από καμία συνθήκη, καθώς ο ίδιος προσωπικά τον αντιπαθούσε, θεωρώντας τον χαμηλότερου κύρους.

Το κεντρικό στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ του Ουνυάδη και του Μπράνκοβιτς ήταν προσωπική τους διαμάχη. Μετά την Ειρήνη του Σέγκεντ το 1444, η Σερβία έγινε υποτελής των Οθωμανών, συμφωνώντας να πληρώνει 50.000 φλορίνια και να καταβάλλει 4.000 άντρες σε ιππικό όταν καλούταν στα όπλα. Για τον Ουνυάδη και τον Βλάντισλαβ, ο δεσπότης προσέφερε όλες τις ουγγρικές του κτήσεις για μια συμφωνία ειρήνης. Ο Ουνυάδης δεν δώσει νοιαζόταν ιδιαίτερα για οποιεσδήποτε συμφωνίες με τους Οθωμανούς, ενώ ο Μπράνκοβιτς το είδε αυτό ως μια ευκαιρία για ειρήνη και ευημερία για τη Σερβία, έτσι συμφωνήθηκε ειρήνη, ο Μπράνκοβιτς έφυγε από την Ουγγαρία για να πάει στο Σμεντέροβο. Αργότερα εκείνο το έτος (1444) ο σταυροφορικός στρατός ήθελε να πάει στην Αδριανούπολη μέσω της Σερβίας και της Βουλγαρίας, αλλά ο Μπράνκοβιτς τους αρνήθηκε τη διέλευση. Καθώς οι σταυροφόροι ήξεραν ότι ο Ενετικός στόλος μπορούσε να αποκλείσει τα στενά του Μαρμαρά μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, επέλεξαν τη διαδρομή από τον Δούναβη, αλλά ο Ουνυάδης θεώρησε τον δεσπότη τρελό για τη σκέψη του ότι ο Μουράτ του έδωσε πίσω τη χώρα του μόνιμα και υποσχέθηκε στον Μπράνκοβιτς ότι θα έκαιγε τη Σερβία στην επιστροφή του. Μετά τη μάχη της Βάρνας ο Ουνυάδης πέρασε το 1445 επιλύοντας εσωτερικά θέματα, το 1446 έπρεπε να εκστρατεύσει στη Στυρία κατά του Ούλρικ του Τσέλιε και σε 1447 κατέσταλε μια φιλοθωμανική Βλαχική εξέγερση, αλλά το 1448 είχε έρθει η ώρα για άλλη μια σταυροφορία, και άλλη μια ευκαιρία για το δεσπότη να εξιλεωθεί, αλλά και πάλι αρνήθηκε το πέρασμα και ζήτησε βοήθεια από τους Οθωμανούς αντ' αυτού.[εκκρεμεί παραπομπή]

Οι σταυροφόροι, 22.000–30.000 σε αριθμό,[8][9] έφτασαν στο Κοσσυφοπέδιο – την περιοχή της πρώτης Μάχης του Κοσσυφοπεδίου το 1389, ανάμεσα σε Σέρβους και Οθωμανούς – και αντιμετώπισαν έναν οθωμανικό στρατό έως και 60.000 ανδρών.[10][11] Ο Σουλτάνος Μουράτ ο ίδιος διέταζε ένα μεγάλο τμήμα κανονιών και γενιτσάρων, ενώ ο γιος του και διάδοχος του Μωάμεθ, που αντιμετώπιζε μάχη για πρώτη φορά, οδηγούσε τα ανατολίτικα στρατεύματα στη δεξιά πτέρυγα. Ο Ουνυάδης διέταζε το κέντρο του στρατού του στη μάχη, ενώ η δεξιά πτέρυγα των σταυροφόρων ήταν υπό τους Βλάχους. Οι Ούγγροι είχαν ένα μεγάλο ποσό κανονιών.

Την επόμενη μέρα η μάχη άνοιξε όταν ο Ουνυάδης επιτέθηκε στις οθωμανικές πτέρυγες με μικτό ιππικό (ελαφρύ και βαρύ). Οι τουρκικές πτέρυγες, που αποτελούταν από στρατιώτες από τη Ρούμελη και την Ανατολία, έχαναν μέχρι που το τουρκικό ελαφρύ ιππικό έφτασε για να τους ενισχύσει. Οι σταυροφορικές πτέρυγες έπειτα διαλύθηκαν και οι επιζώντες υποχώρησαν πίσω στην κύρια δύναμη του Ουνυάδη. Όταν ο Ουνυάδης είδε την ήττα των πτέρυγών του, επιτέθηκε με την κύρια δύναμή του, που αποτελείτο από ιππότες και ελαφρύ πεζικό. Το σώμα γενίτσαρων δεν ήταν επιτυχές αφού το ιππικό προόδευσε στο τουρκικό κέντρο, αλλά σταματήθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο. Όταν η κύρια επίθεση σταμάτησε, το τουρκικό πεζικό να ανασυγκροτήθηκε και με επιτυχία έκανε τους ουγγρικούς ιππότες να υποχωρήσουν. Το ελαφρύ ιππικό, που τώρα πια δεν είχε την υποστήριξη των ιπποτών, επίσης νικήθηκέ. Οι ουγγρικές δυνάμεις υποχώρησαν προς το στρατόπεδό τους. Κατά την υποχώρηση, οι γενίτσαροι σκότωσαν τους περισσότερους Ούγγρους ευγενείς. Ο Ουνυάδης ξέφυγε, αλλά αργότερα πιάστηκε από τους Σέρβους. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, το τουρκικό πεζικό εκτόξευε βλήματα στους Ούγγρους, οι οποίοι απάντησαν με κανόνια. Την επόμενη μέρα, μια τελική επίθεση κατέστρεψε τον εναπομείναντα ουγγρικό στρατό.

Επακόλουθα

Επεξεργασία

Τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν στους Οθωμανούς μετά από αυτή την ήττα, τελικά πέφτοντας υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά τη μάχη ο Ουνυάδης συνελήφθη από τον Μπράνκοβιτς, που δεν τον απελευθέρωσε μέχρι να συμφωνηθούν μια πληρωμή λύτρων 100.000 φλορινίων, η επιστροφή των κτήσεων που ο Ουνυάδης είχε αποσύρει από τον Μπράνκοβιτς, και ο αρραβώνας του διαδόχου του Ουνυάδη με την κόρη του Μπράνκοβιτς.[12] Για το υπόλοιπο της βασιλείας του ο Ουνυάδης υπερασπίστηκε επιτυχώς το Βασίλειο της Ουγγαρίας κατά των Οθωμανικών εκστρατειών. Ο Σκεντέρμπεης, επίσης, με επιτυχία, συνέχισε την αντίσταση στην Αλβανία μέχρι το θάνατό του το 1468, αλλά δέκα χρόνια αργότερα, η χώρα έπεσε υπό πλήρη Οθωμανικό έλεγχο.

Αναφορές

Επεξεργασία

Αναφορές

Επεξεργασία
  1. Antoche 2017, σελ. 273.
  2. 2,0 2,1 Rogers, Clifford (21 Ιουνίου 2010). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology. Oxford University Press. σελ. 471. ISBN 9780195334036. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2012. 
  3. 3,0 3,1 Frashëri 2002, σελίδες 160–161
  4. Vaughan, Dorothy Margaret (1 Ιουνίου 1954). Europe and the Turk: a pattern of alliances, 1350-1700. AMS Press. σελ. 62. ISBN 9780404563325. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2012. 
  5. Sedlar, Jean W. (1994). East Central Europe in the Middle Ages, 1000-1500. University of Washington Press. σελ. 393. ISBN 9780295972909. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2012. 
  6. Babinger 1992, σελ. 40
  7. Kenneth, Setton (1997) [1978]. The papacy and the Levant, 1204–1571: The thirteenth and fourteenth centuries. II. Philadelphia: American Philosophical Society. σελ. 100. ISBN 978-0-87169-127-9. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2010. Scanderbeg intended to go “peronalmente” with an army to assist Hunyadi, but was prevented from doing so by Branković, whose lands he ravaged as punishment for the Serbian desertion of the Christian cause. 
  8. Antoche 2017.
  9. Turnbull, The Ottoman Empire 1326-1699, σελ. 36 «Hunyadi led an army of 24,000 men, including 8,000 Wallachians, but suffered another military defeat without even seeing his Albanian allies.»
  10. Bennett, The Hutchinson Dictionary of Ancient & Medieval Warfare, p. 182 "Hunyadi led 24,000 - 30,000 men including 10,000 Wallachians, but should have waited to join Scanderbeg's troops before confronting Murad's force of 40,000."
  11. Sedlar, East Central Europe in the Middle Ages, σελ. 248 «Hunyadi,who was now the richest landowner in Hungary, had raised an army of 24,000 men from his private resources, including German and Bohemian infantrymen armed with handguns to supplement his Hungarian cavalry. [...]This time the sultan brought on to the field a force of at least 60,000 men including Janissaries with muskets and a contingent of artillery.»
  12. Molnár, Miklós (30 Απριλίου 2001). A Concise History of Hungary. Cambridge University Press. σελ. 65. ISBN 9780521667364. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2012. 

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία