Η μοιχεία είναι το εξωσυζυγικό σεξ ενός παντρεμένου ανθρώπου. Θεωρείται κάτι κοινωνικά, θρησκευτικά, ηθικά, κάποιες φορές ακόμα και νομικά, απαράδεκτο. Αν και οι σεξουαλικές δραστηριότητες που αποτελούν μοιχεία ποικίλλουν, καθώς και οι κοινωνικές, θρησκευτικές και νομικές συνέπειές τους, η έννοια υπάρχει σε πολλές κοινωνίες και μοιράζεται κάποιες ομοιότητες στον Χριστιανισμό, το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό.[1]

Καταδίκη μοιχών στην Αζέν, Γαλλία, τον 13ο αιώνα.

Μία και μοναδική πράξη σεξουαλικής συνεύρεσης συνήθως επαρκεί για να θεωρηθεί μοιχεία, ενώ πιο μακροχρόνιες σεξουαλικές σχέσεις ονομάζονται εξωσυζυγικές σχέσεις. Η μοιχεία αναφέρεται γενικά ως σεξουαλική επαφή μεταξύ ενός συζύγου και ενός τρίτου προσώπου που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου συζύγου. Ωστόσο, στον Χριστιανισμό θεωρείται στον ίδιο βαθμό σοβαρότατη αμαρτία ακόμα και αν υπάρξει συγκατάθεση του άλλου συζύγου, όπως για παράδειγμα αν οι σύζυγοι ήταν ήδη σε διάσταση αλλά δεν είχε βγει ακόμα διαζύγιο.

Στη νομική γλώσσα, η μοιχεία χρησιμοποιείται σήμερα με την έννοια της παραβίασης της σύμβασης, ενώ στην κοινωνική ψυχολογία οι όροι απιστία ή εξαπάτηση είναι κοινοί.

Ιστορικά

Επεξεργασία

Ιστορικά, πολλοί πολιτισμοί έχουν θεωρήσει τη μοιχεία σοβαρό αδίκημα. Συχνά είχε βαρύτατες συνέπειες, συνήθως για τις γυναίκες και ορισμένες φορές για τους άντρες, κάποιες από τις οποίες μπορεί να ήταν η θανατική ποινή, ο ακρωτηριασμός ή τα βασανιστήρια.[2] Τέτοιου είδους ποινές έχουν θεωρηθεί παρωχημένες, ειδικά στις Δυτικές χώρες μετά τον 19ο αιώνα. Στις περισσότερες Δυτικές χώρες η μοιχεία δεν θεωρείται πλέον ποινικό αδίκημα, αλλά μπορεί να έχει νομικές συνέπειες, ειδικά στις περιπτώσεις διαζυγίων, καθώς το διαζύγιο βγαίνει εις βάρος όποιου / όποιας διέπραξε τη μοιχεία. Σε κάποιες κοινωνίες και ειδικά σε ορισμένες θρησκευτικές κοινότητες η μοιχεία μπορεί να επηρεάσει την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων και να οδηγήσει στον κοινωνικό εξοστρακισμό τους.

Από τον 20ό αιώνα, η ποινικοποίηση της μοιχείας έχει αμφισβητηθεί και πολλοί διεθνείς οργανισμοί ζητούν την πλήρη αποποινικοποίησή της, ειδικά μετά από τις πολλαπλές περιπτώσεις λιθοβολισμών σε χώρες που εκείνη αποτελεί αδίκημα. Η επικεφαλής του τμήματος των Ηνωμένων Εθνών που ασχολείται με την εξάλειψη των νόμων που διακρίνουν σε βάρος των γυναικών ή τις διακρίνουν στη βάση της εφαρμογής τους ή των συνεπειών τους, Καμάλα Τσαντρακιράνα, δήλωσε ότι «η μοιχεία δεν πρέπει να θεωρείται ποινικό αδίκημα σε καμία περίπτωση».[3] Μία κοινή δήλωση της Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών στη νομοθεσία και στην πράξη λέει πως «η ποινικοποίηση της μοιχείας παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών».[4] Σε κάποιες χώρες ήταν ποινικό αδίκημα ακόμα και έως την πρόσφατη ιστορία. Για παράδειγμα, η μοιχεία αποποινικοποιήθηκε στη Χιλή το 1994, στην Αργεντινή το 1995, στην Αυστρία το 1997, στη Βραζιλία το 2005 και στο Μεξικό το 2011.

Στις μουσουλμανικές χώρες που ακολουθούν τον νόμο της Σαρία, η ποινή της μοιχείας μπορεί να είναι ο λιθοβολισμός.[5] Η συγκεκριμένη ποινή επιτρέπεται ως νόμιμη τιμωρία σε 15 τέτοιες χώρες,[6] αν και πλέον δεν εφαρμόζεται παρά μόνο στο Ιράν και τη Σομαλία.[7] Οι περισσότερες χώρες στις οποίες η μοιχεία θεωρείται ποινικό αδίκημα έχουν ως κυρίαρχη θρησκεία το Ισλάμ ή αποτελούν μέρος των υποσαχάριων Αφρικανικών χωρών όπου η χριστιανική θρησκεία πλειοψηφεί, αν και υπάρχουν και ορισμένες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα όπως οι Φιλιππίνες, η Ταϊβάν και αρκετές πολιτείες των Η.Π.Α. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγο του βασιλιά ή τη σύζυγο του πρωτότοκου γιου του θεωρείται προδοσία,[8] ενώ σε παλαιότερους αιώνες μια τέτοια πράξη σε κάποιες χώρες, όπως στην Αγγλία, εθεωρείτο εσχάτη προδοσία και επέσυρε θανατική ποινή. Αναλογικά, σε κοινωνίες που θεωρούν σημαντικές και εφαρμόζουν τακτικά αποκλειστικές διαπροσωπικές σχέσεις, οι σεξουαλικές σχέσεις με κάποιον εκτός της σχέσης μπορεί επίσης να θεωρηθεί απιστία ή εξαπάτηση και υπόκειται σε κυρώσεις.

Στην Ελλάδα

Επεξεργασία

Στο παρελθόν, σύμφωνα με το άρθρο 357 του Ποινικού κώδικα, η μοιχεία τιμωρούταν με κάθειρξη μέχρι και ενός έτους. Δεν τιμωρούταν σε περίπτωση που ο παθών σύζυγος δεν το κατήγγειλε ή το ζεύγος ευρίσκετο σε διάσταση. Αποποινικοποιήθηκε με τον ν.1272/82 από την πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Adultery | sexual behaviour». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2019. 
  2. Morgan, Hector Davies (1826). The Doctrine and Law of Marriage, Adultery, and Divorce: Exhibiting a Theological and Practical View... W. Baxter. 
  3. «Adultery Laws Unfairly Target Women, U.N. Says | Inter Press Service». www.ipsnews.net. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2019. 
  4. «OHCHR». www.ohchr.org. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2019. 
  5. «Punishment for adultery in Islam». www.religioustolerance.org (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Απριλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2019. 
  6. Foundation, Thomson Reuters. «INFOGRAPHIC: Stoning - where is it legal?». news.news.trust.org. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2019. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Redpath, Rhiannon. «Women Around the World Are Being Stoned to Death. Do You Know the Facts?». Mic (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2019. 
  8. Βλ. για παράδειγμα τον Νόμο 1351 Περί Προδοσίας της. Μ. Βρετανίας.