Νικόλαος Μαξιμιλιάνοβιτς, 4ος Δούκας του Λόιχτενμπεργκ
Ο Νικόλαος Μαξμιλιανόβιτς (ρωσ. Николай Максимилианович Рома́новский, 4 Αυγούστου 1843 - 6 Ιανουαρίου 1891) από τον Οίκο του Μπωαρναί ήταν Ρώσος πρίγκιπας και στρατιωτικός, ο οποίος ήταν 4ος δούκας του Λόιχτενμπεργκ από το 1852 μέχρι το τέλος του το 1891. Ήταν εγγονός του Νικόλαου Α΄ της Ρωσίας. Έγινε αρχηγός του Οίκου του, και υποψήφιος για τον θρόνο της Ελλάδας και της Ρουμανίας.
Μγάλωσε στη Ρωσία, και ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, αλλά επίσης μελέτησε τη μεταλλειολογία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Ήταν υποψήφιος για τον θρόνο της Ελλάδας το 1862, και γι' αυτόν της Ρουμανίας το 1866, αλλά οι δεσμοί του με τη Ρωσία είχαν ως αποτέλεσμα να μην ανέλθει σε κάποιον από τους δύο.
Ορισμένος πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Εταιρείας Μεταλλειολογίας και τιμητικός πρόεδρος της Ρωσικής Εταιρίας Τεχνολογίας το 1865 από τον Αλέξανδρο Β΄, πραγματοποίησε αρκετές επιστημονικές αποστολές στη Ρωσία. Η σχέση του με την Ναντέζντα Αννένκοβα τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα το 1868. Έμεινε χωρίς την περιουσία του και εγκαταλειμμένος από την οικογένειά του, αλλά αργότερα συγχωρήθηκε εν μέρει από τον θείο του. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην εξορία, και απεβίωσε σε ηλικία 47 ετών από καρκίνο του λάρυγγα.
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΉταν το τρίτο παιδί και ο πρώτος γιος του Μαξιμιλιανού, 3ου Δούκα του Λόιχτενμπεργκ, και της Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας Νικολάγιεβνας της Ρωσίας, κόρης του Νικολάου Α΄ της Ρωσίας. Ο πατέρας του ήταν εγγονός της Ιωσηφίνας Τασέρ ντε Λα Παζερί, (πρώτης συζύγου του Ναπολέοντα Βοναπάρτη), εγγονός του Μαξιμιλιανού Α΄ Ιωσήφ της Βαυαρίας, και ανιψιός του Όθωνα της Ελλάδας. Η μητέρα του ήταν εγγονή του Παύλου της Ρωσίας και του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄ της Πρωσίας.[6][7]
Πρώτος εγγονός του τσάρου Νικολάου Α΄, γεννήθηκε σε μια ντάτσα στην ιδιοκτησία Σεργκουιέβκα κοντά στο Πέτεργκοφ στη Ρωσία στις 4 Αυγούστου 1843. Η γέννησή του ήταν δύσκολη και γεννήθηκε με ένα πόδι μικρότερο από το άλλο. Αυτή η αναπηρία αργότερα οδήγησε τους γονείς του να αναζητήσουν ορθοπεδικές θεραπείες στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, υποβλήθηκε σε τέσσερις εγχειρήσεις στο πόδι του στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, πριν ανατεθεί στην φροντίδα του Δρ. Νικολάυ Ιβάνοβιτς Πιρόγκοφ, ο οποίος του απαγόρευσε γυμναστικές ασκήσεις. Λόγω αυτού του θεραπευτικού προγράμματος, ο Νικόλαος μεγάλωσε σχεδόν κανονικά, και δεν είχε πλέον αυτό το φυσικό πρόβλημα.[6]
Παιδική ηλικία και εκπαίδευση
ΕπεξεργασίαΜετά την υπόσχεση που έκανε ο παππούς του στον γάμο των γονιών του, ο Νικόλαος έλαβε την προσφώνηση της Αυτοκρατορικής Υψηλότητας και τον τίτλο του Πρίγκιπα Ρομανόβσκυ. Αν και ήταν μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, δεν είχε δικαίωμα σε κάποιο τίτλο ή περιουσία από το μονάρχη. Ωστόσο, οι γονείς του είχαν μεγάλη περιουσία, και έλαβαν σύνταξη από τον Τσάρο. Μετά το τέλος του πατέρα του, Μαξιμιλιανού, το 1852, η οικογένεια πώλησε την περιουσία της στο εξωτερικό, προκειμένου να εξασφαλίσει εισόδημα για τον Νικόλαο και τους αδελφούς του.[6]
Μετά το τέλος του πατέρα του, όταν ήταν ακόμη 9 ετών, ο Νικόλαος έγινε πολύ δεμένος με τη μητέρα του, με την οποία μιλούσε ρωσικά, παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη της τάξης του προτιμούσαν τα γαλλικά. Το 1854 η μητέρα του παντρεύτηκε κρυφά τον κόμη Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Στρογκάνοφ και ο Νικόλαος διατήρησε θερμές σχέσεις με τον πατριό του. Ο Νικόλαος ήταν επίσης κοντά με τον θείο του, Αλέξανδρο Β΄ της Ρωσίας, ο οποίος συχνά τον έπαιρνε σε ταξίδια με την αυτοκρατορική οικογένεια, στη Ρωσία ή στο εξωτερικό, καθώς και με τον εξάδελφό του, τσάρεβιτς Νικόλαο Αλεξάνδροβιτς, με τον οποίο περνούσε πολύ χρόνο.[6]
Ο Νικόλαος έλαβε την εκπαίδευσή του υπό την επίβλεψη του συνταγματάρχη Ρέμπιντερ. Οι διδάσκαλοί του περιλάμβαναν επίσης αρκετούς καλλιτέχνες, όπως ο Νικολάι Τιχομπράζοφ που του δίδαξε σχέδιο και ζωγραφική. Το ενδιαφέρον του για την επιστήμη τον έκανε να παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης από το 1860, ενώ παράλληλα ασχολείτο με τη στρατιωτική σταδιοδρομία.[6]
Διεκδίκηση για τον ελληνικό θρόνο
ΕπεξεργασίαΣτη δεκαετία του 1850 και του 1860, το Βασίλειο της Ελλάδας αντιμετώπισε θέμα διαδοχής, καθώς ο βασιλιάς Όθων και η σύζυγός του, Αμαλία του Ολδεμβούργου, δεν είχαν παιδιά. Το Σύνταγμα απαιτούσε από έναν από τους αδελφούς του μονάρχη, τον Λεοπόλδο ή τον Αδαλβέρτο, να κηρυχθεί διάδοχος του θρόνου. Όμως, και οι δύο ήταν Καθολικοί, και αρνήθηκαν να μεταστραφούν στην Ορθοδοξία. Καθώς ο Όθων προσπαθούσε ανεπιτυχώς να πείσει τους αδελφούς του να μεγαλώσουν τουλάχιστον ένα από τα παιδιά τους στην Ορθοδοξία, ο ελληνικός πληθυσμός άρχισε να εξετάζει μια αλλαγή δυναστείας. Ήδη το 1858 στην ελληνική πρωτεύουσα τοποθετήθηκαν πλακάτ για να ζητηθεί ο διορισμός τού Νικόλαου ως διαδόχου. Ως γιος του εξαδέλφου του βασιλιά Όθωνα και Ορθοδόξου, οι υποστηρικτές του Ρωσικού Κόμματος θεωρούσαν τον Νικόλαο ως τον ιδανικό διάδοχο του θρόνου.[6][8]
Μια επανάσταση ξεκίνησε στις 18 Οκτωβρίου 1862, και ο βασιλιάς Όθων εκθρονίστηκε. Μια συνέλευση συγκεντρώθηκε για να εκλέξει έναν νέο μονάρχη. Στην Ελλάδα δύο ονόματα κυκλοφορούσαν για να διαδεχθούν τον Όθωνα: το αγγλικό κόμμα υποστήριξε τον Αλφρέδο, Δούκα του Εδιμβούργου, δεύτερο γιο της Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ το ρωσικό κόμμα εξακολουθούσε να υποστηρίζει τον Νικόλαο. Η υποψηφιότητα του πρίγκιπα Αλφρέδου προσέφερε την ελπίδα της προσάρτησης των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα, και τη δυνατότητα της προσέγγισης με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η υποψηφιότητα του Νικολάου είχε μόνο το πλεονέκτημα της θρησκείας και των δεσμών του με τη Ρωσία.[6][8]
Ωστόσο, η Συνέλευση του Λονδίνου του 1832 απαγόρευσε στους κυβερνώντες Οίκους της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας να προτείνουν μέλη τους για τον ελληνικό θρόνο. Επομένως, ο πρίγκιπας Αλφρέδος αποκλείστηκε σαφώς από την διαδοχή. Δεν ήταν το ίδιο για τον Νικόλαο, τον οποίο η Ρωσία θεωρούσε ακόμη υποψήφιο καθώς αυτός δεν ήταν Ρομανώφ, όμως το Ηνωμένο Βασίλειο ήθελε να τον αποκλείσει λόγω των δεσμών εκείνου με τον Τσάρο. Για αρκετές εβδομάδες οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών αυξήθηκαν, καθώς η Ρωσία αρνήθηκε να αποκλείσει τον Νικόλαο από τη διαδοχή. Το Ηνωμένο Βασίλειο αργότερα απείλησε να δεχθεί την υποψηφιότητα του Αλφρέδου, και η πλειοψηφία του πληθυσμού της Ελλάδας ήταν υπέρ της υποψηφιότητας του Αλφρέδου. Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της προσχώρησης του Αλφρέδου, η ρωσική κυβέρνηση εγκατέλειψε επίσημα την υποψηφιότητα του Νικολάου στις 2 Δεκεμβρίου. Την επόμενη ημέρα, η βασίλισσα Βικτωρία απέρριψε την υποψηφιότητα του γιου της, και στις 4 Δεκεμβρίου υπογράφηκε συμφωνία γι' αυτό μεταξύ των δύο χωρών. Τελικά, ο δευτερότοκος γιος του Χριστιανού Θ΄ της Δανίας, Γουλιέλμος, έγινε ο νέος βασιλιάς των Ελλήνων στις 30 Μαρτίου 1863.[6][8]
Διεκδίκηση για τον Ρουμανικό θρόνο
ΕπεξεργασίαΣτις αρχές Μαρτίου 1866, ο Νικόλαος ήταν υποψήφιος για τον ρουμανικό θρόνο, προκειμένου να επιλυθεί το Ανατολικό ζήτημα υπέρ της Ρωσίας. Ωστόσο η επιλογή ενός ξένου πρίγκιπα, που ήταν στενά συνδεδεμένος με τους Ρομανώφ, αντίβαινε στη Διάσκεψη του Παρισιού του 1858. Ως ανιψιός, και επομένως πολύ στενός συγγενής του Αλεξάνδρου Β΄, ο Νικόλαος φαινόταν να είναι ένας "Ρώσος κυβερνήτης" στα μάτια των Ρουμάνων πολιτικών και των εγγυητριών δυνάμεων. Επιπλέον, ο Τσάρος δήλωσε ότι δεν θα δεχόταν ένα μέλος της οικογένειάς του να γίνει υποτελής του Σουλτάνου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Ουίλλιαμ Γκλάντστοουν ανακοίνωσε ότι η Υψηλή Πύλη και οι Προστάτιδες Δυνάμεις θα συναντηθούν σε συνέδριο για να συζητήσουν την εκλογή βασιλιά στο ρουμανικό θρόνο, αλλά ήδη προειδοποίησε ότι πρέπει να τηρηθούν οι ρήτρες της Συνθήκης του Παρισιού. Μετά από αυτές τις συνθήκες, ο Κάρολος του Χοεντσόλλερν-Ζίγκμαρινγκεν έγινε ο ηγεμόνας (domnitor) της Ρουμανίας στις 20 Απριλίου 1866.[6]
Σταδιοδρομία στη Ρωσία
ΕπεξεργασίαΟ Νικόλαος είχε σταδιοδρομία στον στρατό. Από τη γέννησή του, ήταν στο Σύνταγμα Σωματοφυλάκων Προεμπραζένσκυ. Το 1850, έγινε σημαιοφόρος και το 1852 διορίστηκε διοικητής του συντάγματος Ουσάρων του Κιέβου. Το 1856 ενεγράφη στους Σωματοφύλακες του 4ου Αυτοκρατορικού Τάγματος Τυφεκιοφόρων Σουράμι. Το 1859 εισήλθε σε ενεργή στρατιωτική υπηρεσία. Το 1863 έγινε συνταγματάρχης και υποστράτηγος το 1865. Έγινε αντιστράτηγος το 1878, στρατηγός του Ιππικού το 1890, και στρατηγός το ίδιο έτος. Πολέμησε στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878.[6]
Όπως και ο πατέρας του, είχε ενδιαφέρον για τη μεταλλειολογία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία και δημοσίευσε διάφορα άρθρα σχετικά με τα θέματα. Το 1865 διορίστηκε από τον Τσάρο, ως πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Εταιρείας Ορυκτών, και ήταν υπό την καθοδήγηση του Νικόλαου που συντάχθηκε ένας γεωλογικός χάρτης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο Νικόλαος είχε και άλλες θέσεις: ορίστηκε εκτελεστικό μέλος της Σχολής Μεταλλειολόγων της Αγίας Πετρούπολης, μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Υπουργείου Κρατικής Περιουσίας και τιμητικός πρόεδρος της Ρωσικής Εταιρείας Τεχνολογίας.[6]
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΤο 1863, όταν ο Νικόλαος ήταν μόλις 20 ετών, γνώρισε στη Μόσχα τη Ναντέζντα Σεργκέγιεβνα Αννένκοβα (1840 - 1911), κόρη του Ρώσου μικροευγενή Σεργκέι Πετρόβιτς Αννένκοφ (γενν. 1815) και της Εκατερίνα Ντιμτρίεβνα Σιντλόβσκαγια (γενν. 1818). Η εκ πατρός γιαγιά της ήταν η πριγκίπισσα Άννα Ντιμιτρίεβνα Προζορόφσκαγια (γενν. 1784), εγγονή του Ρώσου πρίγκιπα και στρατάρχη Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Προζορόβσκι. Είχε χωρίσει από τον σύζυγό της, τον Βλαντιμίρ Νικολάγιεβιτς Ακίνφοφ (1841 - 1914), και είχε δύο κόρες, την Εκατερίνα και τη Μάρια, που μεγάλωναν με την εκ πατρός γιαγιά τους. Ήταν γνωστό ότι είχε τραβήξει το ενδιαφέρον πολλών ανδρών, συμπεριλαμβανομένου του Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς Γκορτσάκοφ, ενός γιου του και δύο μεγάλων δουκών. Ο Νικόλαος αργότερα έκανε μια σχέση με αυτήν.[6]
Μετά από λίγο καιρό, το ζευγάρι προσπάθησε να επισημοποιήσει τη σχέση τους. Η Ναντέζντα προσπάθησε λοιπόν να πάρει διαζύγιο από τον σύζυγό της, και έφυγε επανειλημμένα από την Αγία Πετρούπολη για να πείσει τον σύζυγό της να δεχτεί επίσημα τον χωρισμό τους με αντάλλαγμα χρήματα. Το ρωσικό δίκαιο αναγνώριζε το διαζύγιο, αλλά απαγόρευε στους συζύγους να ξαναπαντρεύονται ή να γίνονται δεκτοί στην Αυλή, εκτός από ειδικές περιστάσεις. Ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ αντιτάχθηκε στο διαζύγιό της, καθώς δεν ήθελε να την δει να ενωθεί με τον Νικόλαο.[6]
Η κατάσταση του ζευγαριού τελικά άλλαξε το 1868, όταν η Ναντέζντα έμεινε έγκυος, και ο Νικόλαος έπεισε τον θείο του να την αφήσει να φύγει από τη Ρωσία, ώστε το αγέννητο παιδί να μην φέρει το όνομα του συζύγου της Ναντέζντα. Γι' αυτό αυτή έφυγε για τη Βρετανία, και ο Νικόλαος τιμωρήθηκε από τον Τσάρο για τη συμμετοχή του στο συμβάν. Ο Τσάρος είπε στον Νικόλαο ότι αν φύγει για να βρει καταφύγιο στην Ευρώπη, θα χάσει τη ρωσική εθνικότητα, την περιουσία και τον βαθμό του. Παρά ταύτα, ο Νίκολας έφυγε μέσω της Λιθουανίας για τη Γερμανία. Το ζευγάρι συναντήθηκε στο Παρίσι, και παντρεύτηκε στο Ορθόδοξο Παρεκκλήσιο του Κάστρου Στάιν στη Βαυαρία.[6]
Στη Ρωσία οι ενέργειες αυτές του Νικόλαου προκάλεσαν ένα τεράστιο σκάνδαλο, και ο Τσάρος ήταν θυμωμένος, καθώς έπρεπε να καλύψει την ατιμία που προκάλεσε η αποχώρηση του Νικολάου από τον στρατό. Η μητέρα του Νικόλαου, Μαρία, παρά τον μοργανατικό γάμο της, σοκαρίστηκε ιδιαίτερα από τις ενέργειές εκείνου, και αρνήθηκε να παρέμβει υπέρ του Νικολάου στον Τσάρο. Οι αδελφοί του Νικολάου θεωρούσαν τις ενέργειές του αξιολύπητες και έπαυσαν τις σχέσεις μαζί του.[6]
Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά μαζί:
- Νικόλαος Νικολάγιεβιτς (1868 - 1928), Δούκας του Λόιχτενμπεργκ. Νυμφεύτηκε την κόμισσα Μάρια Νικολάγιεβνα Γκράμπε (1869 - 1948) και είχε επτά παιδιά.[6]
- Γεώργιος Νικολάγιεβιτς (1872 - 1929), Δούκας του Λόιχτενμπεργκ. Νυμφεύτηκε την πριγκίπισσα Όλγκα Νικολάγιεβνα Ρέπνινα-Βολκόνσκάγια (1872 - 1953) και είχε έξι παιδιά.[1][6]
Εξόριστος
ΕπεξεργασίαΟ μεγαλύτερος γιος του Νικόλαου και της Ναντέζντα γεννήθηκε στη Γενεύη στις 17 Οκτωβρίου 1868. Δεδομένου ότι ο γάμος των γονιών του ήταν ακόμα μυστικός, δεν αναγνωρίστηκε από τον Νικόλαο και παρουσιάστηκε ως μαθητής του. Ο δεύτερος γιος τους, που παρουσιάστηκε επίσης ως μαθητής, γεννήθηκε στη Ρώμη στις 10 Δεκεμβρίου 1872. Τα δύο παιδιά νομιμοποιήθηκαν μετά τον επίσημο γάμο των γονιών τους το 1878.[6]
Για αρκετά χρόνια, η οικογένεια μοίραζε τον χρόνο της μεταξύ Ρώμης και Παρισιού. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν δύσκολη μετά τη στέρηση της περιουσίας του Νικολάου από τον Τσάρο, και από την άρνηση της μητέρας του να τον βοηθήσει. Ωστόσο η κατάσταση της οικογένειας βελτιώθηκε το 1873: εκείνο το έτος, ο Νικόλαος κληρονόμησε το Κάστρο Στάιν μετά το τέλος της θείας του, Αμαλίας του Λόιχτενμπεργκ, Χήρας Αυτοκράτειρας της Βραζιλίας, και η οικογένεια εγκαταστάθηκε εκεί. Το 1876 ο Νικόλαος κατάφερε να επεκτείνει την περιουσία του στη Βαυαρία μετά το τέλος μιας άλλης θείας του, Ιωσηφίνας του Λόιχτενμπεργκ, λόγω της αγοράς από τους κληρονόμους της μικρών ακινήτων στη Νόιροϊτ και στο Σέεον-Σέεμπρουκ.[6]
Παρά την απομάκρυνση από την Ευρωπαίους ευγενείς, ο Νικόλαος και η Ναντζέντα συνέχισαν τη ζωή τους στο Στάιν. Με το πάθος τους για τις τέχνες και τις επιστήμες, έλαβαν στο σαλόνι τους πολλούς διανοούμενους, συμπεριλαμβανομένου του μεταλλειολόγου Νικολάι Κοκτσάροφ, και πολλά μέλη της Αυτοκρατορικής Εταιρείας Μεταλλειολογίας. Παρά ταύτα η οικονομική τους κατάσταση παρέμεινε ανασφαλής, και ο Νικόλαος εστερείτο τη ζωή της Ρωσίας.[6]
Βελτιωμένες σχέσεις με τη Ρωσία
ΕπεξεργασίαΤο 1876 στον Νικόλαο επετράπη να επιστρέψει στη Ρωσία, για πρώτη φορά από τότε που έφυγε, για να παρακολουθήσει την κηδεία της μητέρας του. Ωστόσο, πήγε μόνος του, καθώς ούτε η σύζυγός του ούτε ο γιος του δεν είχαν άδεια να εισέλθουν στο ρωσικό έδαφος. Έναν χρόνο αργότερα, του επιτράπηκε να επιστρέψει στη Ρωσία για να υπηρετήσει στον Αυτοκρατορικό Στρατό στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878.[6]
Η αφοσίωση του Νικολάου οδήγησε στο να τον συγχωρήσει ο θείος του το 1879. Ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ αναγνώρισε τον γάμο εκείνου με την Ναντζέντα, και της έδωσε τον τίτλο της κόμισσας του Μπωαρναί, στον οποίο η γαλλική κυβέρνηση επέκρινε αντίρρηση. Ωστόσο, δεν τους επιτράπηκε να εγκατασταθούν στη Ρωσία, και η θέση των παιδιών τους παρέμεινε ασαφής. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της ασθένειας του Νικόλαου, ο Αλέξανδρος Β ́ εξέδωσε ένα ουκάζιο στις 23 Νοεμβρίου 1890, το οποίο χορήγησε στους δύο γιους του Νικολάου τον τίτλο του Λόιχτενμπεργκ με την προσφώνηση της Υψηλότητας, αν και αποκλείστηκαν από την αυτοκρατορική οικογένεια.[6]
Ασθένεια και τέλος
ΕπεξεργασίαΣτα τελευταία του χρόνια, η υγεία του Νικολάου επιδεινώθηκε. Κάπνιζε συχνά και ανέπτυξε καρκίνο του λαιμού, που τον έκανε να υποφέρει πολύ. Οι φήμες υποδηλώνουν ότι εξαρτιόταν από μορφίνη, που του έδινε η σύζυγός του. Ο Νικόλαος απεβίωσε στο Παρίσι στις 6 Ιανουαρίου 1891, σε ηλικία 47 ετών. Στη συνέχεια έλαβε στρατιωτικές τιμές από τη γαλλική κυβέρνηση, και στη συνέχεια επαναπατρίστηκε στη Ρωσία από τον αδελφό του, Ευγένιο.[6]
Ο Νικόλαος έλαβε επίσημη κηδεία παρουσία του Αλεξάνδρου Γ΄, της Αυλής και πολλών επιστημόνων στις 24 Ιανουαρίου 1891. Η σορός του τάφηκε στην κρύπτη του Παρεκκλησίου της Ανάστασης του Παράκτιου Μοναστηριού του Αγίου Σεργίου. Η σύζυγός του απεβίωσε έξι μήνες αργότερα, και επίσης τάφηκε εκεί.[6]
Πρόγονοι
ΕπεξεργασίαΣυγγένειες
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p6735.htm#i67348. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js2014801379. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2022.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2019.
- ↑ 4,0 4,1 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js2014801379. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2022.
- ↑ p6735.htm#i67348. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 6,13 6,14 6,15 6,16 6,17 6,18 6,19 6,20 6,21 6,22 6,23 Beli︠a︡kova, Z. I. (2010). Honour and Fidelity, the Russian Dukes of Leuchtenberg (στα Αγγλικά). Logos. ISBN 978-5-87288-391-3.
- ↑ «January 2021 – Page 14». www.thecourtjeweller.com. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2023.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 The Greek Revolution, The Times, 16 February 1863, p. 6, col. B
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
Εξωτερικές συνδέσεις
ΕπεξεργασίαΠολυμέσα σχετικά με το θέμα Nicholas Maximilianovich, 4th Duke of Leuchtenberg στο Wikimedia Commons