Ντεόρ ή Ο θρήνος του Ντεόρ (αγγλικά: Deor, The Lament of Deor) είναι ένα παλαιό αγγλικό ποίημα του 10ου αιώνα που διατηρείται στο Βιβλίο του Έξετερ (αλλά το ίδιο το ποίημα μπορεί να είναι παλαιότερο). Αποτελείται από 42 παρηχητικούς στίχους. Το ποίημα στο χειρόγραφο δεν είχε τίτλο, όπως γενικά τα μεσαιωνικά ποιήματα, αλλά καθώς ο ποιητής λέει ότι ονομάζεται Ντεόρ, το όνομα έγινε αποδεκτό μεταγενέστερα και ως τίτλος του ποιήματος.[1]

Ντεόρ
Συγγραφέαςανώνυμος
ΓλώσσαΑρχαία αγγλική γλώσσα

Το Ντεόρ εκφράζει τον θρήνο για την κακοτυχία ενός μενεστρέλου-ποιητή: ο άρχοντάς του τον έχει αντικαταστήσει με άλλο και αναγκάστηκε να περιπλανιέται, εξορίστηκε από την προηγούμενη ζωή του, έχασε την πολυτέλεια, τον σεβασμό και τη δημοτικότητα που απολάμβανε. Συγκρίνει τη θλιβερή τρέχουσα κατάστασή του με τα βάσανα μορφών από ιστορίες και θρύλους παραδοσιακούς στον μεσαιωνικό γερμανόφωνο πολιτισμό που ήταν ακόμη ζωντανοί στην Αγγλοσαξονική Αγγλία.[2]

Το ποίημα εμφανίζεται συνήθως σε μια σειρά με άλλα μελαγχολικά ποιήματα της παλαιάς αγγλικής λογοτεχνίας, όπως Ο θαλασσοπόρος, Ο περιπλανώμενος και Το ερείπιο.

Περιεχόμενο

Επεξεργασία

Το ποίημα έχει στίχους εξαιρετικής ομορφιάς. Παρουσιάζει μια σειρά από θρυλικά και ιστορικά πρόσωπα, αφηγείται εν συντομία τις κακοτυχίες τους και στη συνέχεια ο ποιητής συμφιλιώνεται με τα δικά του βάσανα τελειώνοντας κάθε ενότητα με το ρεφρέν «Þæs ofereode, þisses swa mæg!» («Αυτό πάει, πέρασε, μπορεί να περάσει κι αυτό (η δική του ατυχία)»).[3]

Μεταξύ αυτών που επλήγησαν από τη μοίρα και αναφέρονται από τον Ντεόρ είναι:

  • Ο Θεοδώριχος ο Μέγας,
  • Οι υπήκοοι του Ερμανάριχου, βασιλιά των Γρευθούνγιων,
  • Ο Βίλαντ ο σιδεράς από τον ηρωικό Γερμανικό θρύλο που αφηγείται την αιχμαλωσία του από τον βασιλιά Νίντουνγκ,
  • Η κόρη του βασιλιά Νίντουνγκ, η Μπαντχίλντ, η οποία περιμένει παιδί αφού ο Βίλαντ τη βίασε και σκότωσε τα δύο αδέρφια της πριν δραπετεύσει.

Στο τέλος του ποιήματος, ο ποιητής αποκαλύπτει την ταυτότητα και τη μοίρα του: ήταν κάποτε ένας σπουδαίος ποιητής στην αυλή ενός Γερμανού βασιλιά μέχρι που έχασε τα προνόμιά του και αντικαταστάθηκε από τον Χερέντα, έναν πιο προικισμένο ποιητή. Ο Χερέντα έλαβε το κτήμα του Ντεόρ, γεγονός που ανάγκασε τον ποιητή να εξοριστεί και να περιπλανιέται.[4]

Αποσπάσματα

Επεξεργασία
 
Μενεστρέλος με συνοδεία άρπας, εικονογράφηση του 1910
Η Μπαντχίλντ θρήνησε τον θάνατο των αδερφών της,
θρηνώντας επίσης τη θλιβερή της κατάσταση
όταν ανακάλυψε ότι περίμενε παιδί.
Ήξερε ότι τίποτα καλό δεν θα μπορούσε να βγει από αυτό.
Αυτό πέρασε, μπορεί να περάσει κι αυτό. (στ. 8-13)[5]
Αυτό μπορώ να πω για τον εαυτό μου:
ότι ήμουν ποιητής της αυλής των Χέντινινγκ για λίγο,
αγαπητός στον κύριό μου. Το όνομά μου είναι Ντεόρ.
Για πολλούς χειμώνες είχα ένα καλό αξίωμα,
υπηρετώντας πιστά έναν δίκαιο βασιλιά.
Αλλά τώρα ο Χερέντα, ένας δεξιοτέχνης στα τραγούδια,
έχει λάβει το κτήμα που μου είχε παραχωρήσει ο Προστάτης των πολεμιστών.
Αυτό πέρασε, μπορεί να περάσει κι αυτό. (στ. 35-42)[6]

Παραπομπές

Επεξεργασία