Οι Ομηρικοί Ύμνοι αποτελούν μια συλλογή αρχαίων ελληνικών ύμνων σε μέτρο δακτυλικό εξάμετρο, το ίδιο που χρησιμοποιείται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Στην Αρχαιότητα, οι ύμνοι αυτοί αποδίδονταν στον Όμηρο: η πρώτη αναφορά σε αυτούς σε γραπτό κείμενο γίνεται από τον Θουκυδίδη (iii.104). Ορθώς ο Wolf στα Prolegomena ad Homerum έβγαλε το συμπέρασμα ότι αυτοί οι ύμνοι χρησίμευαν στους ραψωδούς ως προεισαγωγή στις επικές απαγγελίες.

Οι παλαιότεροι από αυτούς γράφτηκαν κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. κι έτσι βρίσκονται ανάμεσα στα αρχαιότερα μνημεία της ελληνικής λογοτεχνίας. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ομηρικοί ύμνοι γράφτηκαν κατά την Αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), μερικοί θεωρούνται ως έργα της Ελληνιστικής Περιόδου.

Οι ύμνοι ποικίλουν σε μέγεθος: κάποιοι είναι σύντομοι και τελειώνουν σε τρεις ή τέσσερις σειρές, ενώ άλλοι καλύπτουν μέχρι και πεντακόσιους στίχους. Οι μεγαλύτεροι ύμνοι περιλαμβάνουν επίκληση, εγκώμιο και αφήγηση, κάποιες φορές εκτεταμένη. Τα περισσότερα σωζόμενα χειρόγραφα από τα Βυζαντινά χρόνια ξεκινούν με τον Τρίτο Ύμνο. Μια τυχαία ανακάλυψη το 1777, στη Μόσχα, έφερε στο φως τους δυο ύμνους που βρίσκονται στην αρχή της συλλογής, τον Ύμνο προς το Διόνυσο και τον Ύμνο προς τη Δήμητρα. Περιέχονται σε ένα μοναδικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα και σώζονται σε αποσπασματική μορφή.

Οι 33 ύμνοι είναι αφιερωμένοι στους εξέχοντες θεούς της Ελληνικής μυθολογίας, μερικοί από τους οποίους είναι:


Βιβλιογραφία

Επεξεργασία