Ο Ουίλιαμ Μπερντ (William Byrd, 1543 - 4 Ιουλίου 1623)[12] ήταν Άγγλος συνθέτης της Αναγέννησης. Είναι γνωστός για μία πληθώρα έργων, που περιλαμβάνει λειτουργίες, μοτέτα, ανθέμια, μουσική για πληκτροφόρα καθώς και για σύνολα με βιόλα ντα γκάμπα.

Ουίλιαμ Μπερντ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1543[1][2][3]
Λονδίνο[2][4][5]
Θάνατος4  Ιουλίου 1623 (unspecified calendar, assumed Gregorian)[6][7][3]
Stondon Massey[8][3]
Τόπος ταφήςStondon Massey (St Peter and St Paul) Churchyard[9]
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Αγγλίας
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης[10][11]
οργανίστας[11]
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφικά στοιχεία

Επεξεργασία

Ο Μπερντ γεννήθηκε στο Λίνκολν της Αγγλίας, γόνος μιας πιθανότατα Προτεσταντικής οικογένειας με επτά παιδιά. Από τη μουσική ανθολογία Cantiones του 1575 γνωρίζουμε ότι υπήρξε μαθητής του Τόμας Τάλις, ενώ πιθανότατα ήταν χορωδός στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία αρχίζει στις 25 Μαρτίου 1563, οπότε και αναλαμβάνει οργανίστας και μουσικός διευθυντής στον Καθεδρικό Ναό του Λίνκολν. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1572, ενώ το 1568 παντρεύεται τη Julian Birley, με την οποία κάνει επτά παιδιά.

Το 1572 προσλαμβάνεται στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο (Gentleman of the Chapel Royal), όπου κατά πάσα πιθανότητα παίζει όργανο και συνθέτει. Με την υποστήριξη της βασίλισσας και το προνόμιο να εκδίδει μουσική, συνεργάζεται με τον Τάλις σε μια κοινή έκδοση που τιτλοφορείται Cantiones que ab argumento sacrae vocantur· η έκδοση περιλαμβάνει 17 μοτέτα του καθενός, συμβολίζοντας τα μέχρι τότε έτη βασιλείας της Ελισάβετ. Από επιχειρηματικής σκοπιάς η έκδοση ήταν παταγώδης αποτυχία και το 1577 αναγκάζονται να ζητήσουν τη βοήθεια της βασίλισσας, εντούτοις αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο για την εξέλιξη της μουσικής του Μπερντ και την επιρροή που φαίνεται να δέχτηκε από τα έργα του Αλφόνσο Φερραμπόσκο.

Στη συνέχεια, τη δεκαετία του 1580, ο Μπερντ βρίσκεται αναμεμειγμένος στις διαμάχες μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Ο ίδιος τείνει όλο και περισσότερο προς την πλευρά του Ρωμαιοκαθολικισμού, κάτι που ήταν απαγορευμένο στην Αγγλία της εποχής. Συχνά κατηγορείται για απαξίωση του επίσημου δόγματος, καθώς δεν παρακολουθεί την κυριακάτικη λειτουργία, συναθροίζεται με ύποπτους (κρυφούς) Καθολικούς και σαν αποτέλεσμα παύεται προσωρινά από τη θέση του στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο. Μέσα από το άγχος και την αγωνία του διωκόμενου, ο Μπερντ βρίσκει στη νέα του θρησκεία ένα σπουδαίο μέσο έκφρασης και γράφει κάποια από τα ομορφότερά του έργα, όπως τα μοτέτα Vigilate, nescitis enim και Ο quam gloriosum, που σημειολογικά συνιστούν παραλληλισμούς με διώξεις, εξορισμούς ή και εκτελέσεις "παράνομων" Καθολικών.

Την επόμενη δεκαετία, οι "διώκτες" του φαίνεται να είναι πιο χαλαροί απέναντί του. Έχει επανέλθει στην επίσημη εργασία του και το 1589 και 1591 εκδίδει δύο τεύχη με το έργο Cantiones sacrae. Πρόκειται για μουσικές ανθολογίες, που περιλαμβάνουν έναν μεγάλο όγκο από Αγγλικά τραγούδια και μοτέτα, όπως το περίφημο "Haec dies". Το έργο είναι αφιερωμένο σε διάφορους Λόρδους, ένδειξη της προσπάθειάς του να επανεδραιωθεί στον χώρο του. Την ίδια εποχή εκδίδει και δύο βιβλία με Αγγλικά τραγούδια (Psalms, Sonnets and Songs of Sadness and Pietie (1588) και Songs of Sundrie Natures (1589)), που περιέχουν αρκετά τραγούδια με συνοδεία συνόλου με βιόλες ντα γκάμπα (consort songs). Σ' αυτά βλέπουμε τον Μπερντ να στρέφεται πλέον περισσότερο στους φιλολογικούς κύκλους παρά στον Καθολικισμό, ενώ τα περισσότερα απευθύνονταν σ' ένα ευρύ κοινό, μέσω παιδικών παραστάσεων που ήταν της μόδας.

Από την ίδια εποχή προέρχεται και το My Ladye Nevells Booke, μια συλλογή με κομμάτια για πληκτροφόρο (κατά πάσα πιθανότητα για βερτζινάλ), που περιλαμβάνει χορούς, περιγραφικές μινιατούρες και φαντασίες. Η εν λόγω ανθολογία δεν εξεδόθη λόγω οικονομικής στενότητας, παρόλ' αυτά ένα αντίγραφο του 1591 σώζεται, χάρη στον John Baldwin, έναν ικανό αντιγραφέα και συνάδελφο του Μπερντ. Η μουσική για σύνολα με βιόλες ντα γκάμπα (consort music) είναι επίσης μεγάλης σπουδαιότητας· το μουσικό αυτό γένος υπήρξε μακρά παράδοση των Άγγλων, με σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Christofer Tye. Σε έναν βαθμό, συνδέονται με τη musica reservata της εποχής, καθώς η βιόλα ντα γκάμπα ήταν όργανο αποκλειστικά για την αριστοκρατία. Σε κάθε περίπτωση, οι φαντασίες, τα "In nomine" (παραφράσεις πάνω στο ομώνυμο cantus firmus), οι σουίτες και οι χοροί που γράφτηκαν για τέτοια σύνολα, εκφράζουν περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο και την ιδιοσυγκρασία ενός καλλιτέχνη της εποχής.

Το 1594 μια νέα εποχή εδραιώνεται για τον Μπερντ: μετακομίζει σ' ένα χωριό κοντά στο Έσσεξ, ενώ κοντεύει να συνταξιοδοτηθεί από το Βασιλικό Παρεκκλήσι. Γράφει τρία από τα σπουδαιότερά του έργα, τις λειτουργίες για 4, 5 και 6 φωνές, που εκδίδονται κάπου μεταξύ του 1592 και 1595. Τα έργα αυτά -σαφέστατα για Καθολική χρήση- δείχνουν αφενός μια ωριμότητα στην πολυφωνική τους επεξεργασία, αφετέρου αντλούν υλικό από τα μοτέτα που είχε γράψει μια δεκαετία πριν. Αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές στα Gradualia, δυο συλλογές με μοτέτα του 1605 και 1607, που περιλαμβάνουν πάνω από 100 κομμάτια για λειτουργική χρήση -κατά πάσα πιθανότητα λάμβαναν χώρα με διακριτικό τρόπο στις οικίες κρυφών Καθολικών. Όσον αφορά στο συνθετικό του έργο για την Αγγλικανική Εκκλησία, ο Μπερντ συνεισέφερε με αρκετά ανθέμια, ψαλμούς και κομμάτια για όργανο. Την εποχή του μάλιστα, διαμορφώθηκε και η διάταξη μια αγγλικανικής χορωδίας, που χωρίζεται σε Decani και Cantori, κάτι ανάλογο των cori spezzati της Βενετσιάνικης Σχολής του Τζιοβάννι Γκαμπριέλι, αλλά και των αριστερών και δεξιών ψαλτών της Βυζαντινής χορωδίας.

Σε ηλικία 70 ετών, ο Μπερντ εκδίδει το τελευταίο του έργο, μια συλλογή με Ψαλμούς, Τραγούδια και Σοννέτα (Psalms, Songs and Sonnets, 1611), που περιλαμβάνει μουσική για σύνολα (consort music), αλλά και Αγγλικά μοτέτα. Το 1613 συνεισφέρει στη συλλογή κομματιών για πληκτροφόρο Parthenia με οκτώ κομμάτια του· εν λόγω ανθολογία εξεδόθη επί της ευκαιρίας των γάμων της Ελισάβετ της Βοημίας (κόρη του Ιακώβου Α΄ της Αγγλίας) και του Φρειδερίκου του Ε΄, Παλατινού Εκλέκτορα, και τη συνυπογράφουν οι συνθέτες Τζον Μπουλ και Ορλάντο Γκίμπονς.

Στις 4 Ιουλίου του 1623 ο Μπερντ πεθαίνει· στα κατάστιχα του Βασιλικού Παρεκκλησίου μνημονεύεται ως "Πατέρας της Μουσικής" (Father of Musick). Έχοντας γράψει πάνω από 470 έργα χαίρει της εκτίμησης των συγχρόνων του· στους μαθητές του περιλαμβάνεται και ο γνωστός συνθέτης Τόμας Μόρλεϋ, ενώ φημολογείται ότι είχε συνεργαστεί και με τον Σαίξπηρ σε θεατρικές παραστάσεις. Τέλος, παρά τις κατηγορίες, τα πρόστιμα και την ταραχώδη ζωή ενός κρυφού οπαδού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο Μπερντ πεθαίνει μάλλον πλούσιος και καταξιωμένος.

Παραπομπές

Επεξεργασία