Με την ονομασία Παπυρολογία, ή κατά τη γραφή «Παπυρογραφία», και κατά την επισταμενη έρευνα «Παπυροδιφία», φέρεται νεότερη φιλολογική επιστήμη που σπουδάζει γενικά τα χειρόγραφα των παπύρων που βρέθηκαν κυρίως τον προηγούμενο αιώνα στη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, καθώς και τη συντήρηση αυτών των παπύρων.

Οι αποκαλυφθέντες πάπυροι φέρουν μεγάλη ποικιλία αρχαίων γραφών – γλωσσών όπως αρχαία αιγυπτιακή, σε διάφορα στάδια αυτής, ιερογλυφική, αραμαϊκή, εβραϊκή, ασσυριακή, περσική, κοπτική, αραβική καθώς βεβαίως και αρχαία ελληνική και λατινική.

Γενικά όμως η παπυρολογία περιορίζεται κυρίως στη σπουδή των παπύρων που είναι γραμμένοι στις δύο σημαντικότερες γλώσσες των κλασικών χρόνων, και ιδιαίτερα σ΄ αυτούς που είναι στην αρχαία ελληνική, (ελληνική παπυρογραφία), που εκ του πλήθους των φέρεται να ήταν στην εποχή τους κατά πολύ κοινότερη γλώσσα από τη λατινική (λατινική παπυρολογϊα).

Ιστορία ελληνικής παπυρογραφίας Επεξεργασία

Όπως έχει καταστεί γνωστό από την Ιστορία μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου που είχε καταλάβει την Αίγυπτο το 332 π.Χ., ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ ανέλαβε Βασιλεύς της Χώρας ιδρύοντας την Πτολεμαϊκή δυναστεία. Μέχρι δε τη κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Άραβες το 650 (μ.Χ.) η ελληνική γλώσσα ήταν η επίσημη γλώσσα της χώρας. Κατά την ελληνιστική περίοδο από το μεγάλο πλήθος των ελληνόφωνων εποίκων στη περιοχή φαίνεται πως τόσο πολύ είχε εδραιωθεί η ελληνική γλώσσα που ακόμα και όταν η Αίγυπτος ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η ελληνική συνέχισε να ακμάζει, δεδομένου ότι φιλολογικά λατινικά κείμενα στη περιοχή αυτή σπανίζουν.

Η λατινική τότε φαίνεται να περιοριζόταν μόνο σε ιδιωτικές αλληλογραφίες των Ρωμαίων και σε διάφορους στρατιωτικούς και νομικούς τομείς. Συνεπώς η ελληνική γλώσσα συνέχιζε να ήταν η επίσημη της χώρας. Βέβαια μετά την αραβική κατάκτηση η ελληνική βαθμηδόν εξαλείφθηκε μαζί με τους ελληνόφωνους που μετανάστευσαν σε άλλες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Οι περισσότεροι πάπυροι που έχουν βρεθεί χρονολογούνται από το 311 π.Χ. μέχρι το 996 μ.Χ. εξ αυτού διαφαίνεται και ο λόγος που οι περισσότεροι είναι γραμμένοι στην ελληνική. Βέβαια οι φιλόλογοι ιστορικοί δεν περιορίζονται στην έρευνά τους μόνο στην εξέταση των παπύρων αλλά και σε γραπτά μνημεία, επιγραφές, που φέρονται σε άλλα υλικά εκτός των παπύρων, τα οποία εξετάζει ιδιαίτερη φιλολογική επιστήμη η Επιγραφική.

Διάδοση της παπυρογραφίας Επεξεργασία

Όπως είναι γνωστό στην αρχαία Αίγυπτο κατεργάζονταν πάπυροι ως γραφική ύλη που ήταν διαδεδομένοι σε όλα τα τότε αναπτυγμένα κράτη της Μεσογείου και που χρησιμοποιούταν σε αλληλογραφία, και σε συγγραφή βιβλίων, αλλά που όμως δεν άντεχαν στο χρόνο και ιδίως σε υγρασία. Εξ αυτού του λόγου και ένας τεράστιος όγκος εξ αυτών, που υπολογίσθηκε σε εκατομμύρια φύλλων παπύρου έχουν απολεσθεί, ενώ ένας πολύ περιορισμένος αριθμός εξ αυτών, χαρακτηριζόμενα μάλιστα κατ΄ αριθμό ως "λείψανα παπύρων" είναι αυτοί που βρίσκονται σε κάποιες βιβλιοθήκες της Ευρώπης, όπως στη Γαλλία που ανάγονται τον 6ο αιώνα (μ.Χ.), της Ραβέννας από του 5ου μέχρι του 10ου αιώνα, καθώς και κάποια παπικά έγγραφα του 10ου αιώνα στο Βατικανό.

Για αυτόν τον λόγο φαίνεται πως ακόμη και το 1700 οι πάπυροι παρέμεναν άγνωστοι για πολλούς ιστορικούς και φιλοσόφους στην Ευρώπη που δήλωναν άγνοια περί αυτών.

Πρώτη φορά που φέρεται να γνώρισαν οι λόγιοι της Ευρώπης τους παπύρους ήταν το 1752 όταν ανεβρέθηκε ένας σημαντικός αριθμός εξ αυτών στο Ηράκλειο Καμπανίας της Ιταλίας που στη προκειμένη περίπτωση πραγματικά διέσωσε η σποδός του Βεζούβιου όταν καταχώθηκε η πόλη αυτή μαζί με την Πομπηία. Μάλιστα εκ του αριθμού αυτών, 1700 κύλινδροι, που αποκαλύφθηκαν, μόνο σε μία οικία ιδιώτη κατοίκου, διαφαίνεται πόσο μεγάλη διάδοση είχαν οι πάπυροι στην αρχαιότητα.

Και αν μεν το Ηράκλειο της Ιταλίας φέρεται πρώτος χώρος ανακάλυψης παπύρων η Αίγυπτος τελικά απέβη ανεξάντλητη πηγή ανεύρεσής τους. Ειδικότερα οι πέρα του Νείλου πεδιάδες και υψώματα, που παρείχαν την απαραίτητη για αυτούς σχετική ξηρασία με ελάχιστες βροχοπτώσεις και μηδέποτε πλημμύρες.

Σημειώνεται ότι με το χρόνο η Παπυρολογία προαγόμενη σε ιδιαίτερη επιστήμη σε πολλά πανεπιστήμια για τη διδασκαλία της έχουν ιδρυθεί πανεπιστημιακές έδρες. Η πρώτη έδρα Παπυρολογίας συνεστήθη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1903.

Δείτε επίσης Επεξεργασία