Η μαύρη αγορά είναι μια παράνομη μορφή εμπορίου, εξ ου και οι συνώνυμοι όροι παραοικονομία και παραεμπόριο.

Συνήθως βασίζεται σε μια έλλειψη ενός εμπορεύματος στη νόμιμη αγορά. Ο αγοραστής έχει συνήθως εδώ την δυνατότητα να αποκτήσει ένα εμπόρευμα το οποίο είτε δεν είναι διαθέσιμο είτε είναι πολύ ακριβό στη νόμιμη αγορά. Κατά τη διάρκεια των πολέμων / εμπορικών αποκλεισμών εμφανίζονται σε μεγάλη έκταση φαινόμενα μαύρης αγοράς.

Συνήθως στη μαύρη αγορά διακινούνται απαγορευμένα προϊόντα όπως, όπλα, εκρηκτικά, ναρκωτικά, πλαστογραφημένα επώνυμα προϊόντα, συνάλλαγμα, γούνες ζώων καθώς και αντικείμενα με υψηλή φορολογία όπως π.χ. τα καύσιμα, τα ποτά και τα τσιγάρα ή άλλα είδη με υψηλά περιθώρια κέρδους (π.χ. δισκογραφικές παραγωγές, κασσέτες, CD, DVD κ.λπ.)

Η μαύρη αγορά θεωρείται σοβαρό ποινικό αδίκημα και αν ο έμπορος, που στην περίπτωση αυτή λέγεται μαυραγορίτης, πιαστεί, έχει σοβαρές ποινικές κυρώσεις.

Δεν θα πρέπει να συγχέεται με την καθ' όλα νόμιμη παράλληλη αγορά που συμβαίνει άνευ αγορανομικών διατάξεων, ούτε και με την αισχροκέρδεια που αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση εκμετάλλευσης ανάγκης συμβαλλομένου.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία