Η περγαμηνή είναι υλικό γραφής για σελίδες βιβλίου, κώδικα ή χειρογράφου, που παρασκευάζεται από δέρμα μόσχου, προβάτου ή αίγας[1]. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, άρχισε να χρησιμοποιείται από τον 2ο αιώνα π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον δυσεύρετο και ακριβό πάπυρο που σχιζόταν εύκολα και καταστρεφόταν από την υγρασία. Η χρήση της συνετέλεσε αποφασιστικά στην αντιγραφή των κειμένων και στην εξέλιξη της γραφής.

Αυθεντική σελίδα περγαμηνής από τα Gesta Danorum «Δανών έργα», σελ. 1 των Αποσπασμάτων τής Ανζέ (Fragments d’Angers). Φυλάσσεται στη Βασιλική Βιβλιοθήκη τής Κοπεγχάγης.

Παρασκευή και κατεργασία

Επεξεργασία
 
Παρασκευή περγαμηνής, υπό Jost Amman & Hans Sachs, Φρανκφούρτη 1568.
 
Οι δέκα εντολές σε περγαμηνή τού 1768.

Η περγαμηνή είναι αρχικά στιλπνή στην αφή, ιδιότητα που χάνεται συν τω χρόνω, καθώς και ευαίσθητη στην υγρασία, αφού δεν είναι αδιάβροχη. Η διαφορά της από τα δερμάτινα είδη έγκειται στον τρόπο κατεργασίας. Η δορά δεν υποβάλλεται σε δέψη (σε βυρσοδεψείο), αλλά εκδέρεται και στεγνώνεται ενώ βρίσκεται σε διάταση, πράγμα που την κάνει δύσκαμπτη και της προσδίδει λευκή, κιτρινωπή ή και διαφανή χροιά. Αντί της δέψης η δορά τού ζώου (αίγας, προβάτου, μόσχου, ακόμη και χοίρου) υποβάλλεται σε στύψη, προκειμένου να καταστεί άσηπτη. Κατ’ αρχάς, πρέπει να αφαιρεθεί το λίπος και το σμήγμα, ώστε να μείνει μόνο το δέρμα. Κατόπιν, η δορά βυθίζεται σε γαλάκτωμα ασβέστη (επί τρεις ημέρες) και ακολουθεί απόξεση με ειδικό ξέστρο, προκειμένου να απομακρυνθούν υπολείμματα της σάρκας και του τριχώματος. Στη συνέχεια λειαίνεται με ελαφρόπετρα και λευκαίνεται με σκόνη κιμωλίας.[2]

Τα στάδια αυτά δεν είναι επαληθευμένα για την ελληνιστική εποχή· από την περιγραφή τού Πλινίου δεν προκύπτει η πλήρης διαδικασία και ορισμένοι αμφισβητούν αν ο ίδιος την είχε προσωπικά παρακολουθήσει.[3] Εντούτοις, μερικά μεσαιωνικά χειρόγραφα παρέχουν λεπτομερείς οδηγίες για την επεξεργασία τής περγαμηνής. Σε ένα τέτοιο χειρόγραφο του 8ου αιώνα αναφέρεται ότι η περγαμηνή έπρεπε να διατηρηθεί σε ασβέστη επί τρεις ημέρες, να αποπλυθεί κατόπιν με νερό και έπειτα να αποξεσθεί με ξυράφι η επιφάνειά της και από τις δύο πλευρές. Ακολουθούσε η λείανση με ελαφρόπετρα, για να αφαιρεθούν εντελώς οι τρίχες και να γίνει το υλικό λευκότερο και στιλπνό[4]. Ορισμένες περγαμηνές πολυτελείας βάφονταν κατόπιν με πορφυρό χρώμα (λατ. codices purpurei) και έγραφαν επάνω τους με χρυσά ή αργυρά γράμματα, κυρίως όταν επρόκειτο για μικρογραφίες ή αρχιγράμματα και κατ' εξοχήν σε ιερά κείμενα [5].

Όταν η κατεργασία ολοκληρωθεί, είναι φανερή η διαφορά αποχρώσεως μεταξύ της εξωτερικής πλευράς (αρχ. ἐχέτριχον), η οποία ήταν σκληρότερη και κιτρινωπή αλλά απορροφούσε περισσότερο τη χρωστική ουσία (μελάνη), και της εσωτερικής πλευράς (αρχ. ἐχέσαρκον), η οποία ήταν λευκότερη και λεία, με αποτέλεσμα να ευνοεί την καλλιγραφία.[6] Ωστόσο, η καλή κατεργασία επιτρέπει τη γραφή και στις δύο πλευρές, η δε ποιότητα εξαρτάται επιπλέον από το είδος και την κατάσταση του ζώου.

Η περγαμηνή κόβεται σε φύλλα, τα οποία μπορούν να συγκολληθούν ή να συρραφούν με δύο τρόπους:

  • ως κύλινδρος (λατ. volumen), ο οποίος είναι ομάδα φύλλων συρραμμένων κατά συνέχεια, ώστε να σχηματίσουν ρόλο, δηλ. κύλινδρο (εν χρήσει ως τον 4ο–5ο αιώνα μ.Χ.). Απεκαλείτο χάρτης, αν ήταν άγραφος, και τόμος, όταν ήταν γραμμένος.
  • ως κώδικας (λατ. codex), ο οποίος είναι δεσμίδα (συνήθως οκτώ) φύλλων συρραμμένων στη ράχη με τη μορφή τετραδίου (στο έσω μέρος τους) και αποτελεί τον πρόγονο του σύγχρονου βιβλίου (το οποίο έχει καθιερωθεί να τυπώνεται σε δεκαεξασέλιδα). Ο κώδικας, ως πιο εύχρηστος, επικρατεί μετά τον 4ο–5ο αιώνα.[7] Σε αυτό συνέβαλε ασφαλώς η ανθεκτικότητα της περγαμηνής, η οποία μπορούσε να τυλιχτεί και να διπλωθεί, ενώ ο πάπυρος ήταν εξαιρετικά εύθρυπτος. Επιπλέον, οι αποκαλούμενοι «περγαμηνοί κώδικες» μπορούσαν να περιλάβουν πολύ περισσότερο κείμενο σε σχέση με τους παπυρικούς κώδικες (υπολογίζεται ότι περιείχαν τετραπλάσιο ή πενταπλάσιο κείμενο), πράγμα που αποδεικνυόταν πολύ εξυπηρετικότερο από την κυλινδρική μορφή.[8]

Οι περγαμηνές που παρασκευάζονταν από μεμβράνη εμβρύου μόσχου εθεωρούντο εξαιρετικής ποιότητας και διέφεραν από τις κοινές περγαμηνές λόγω της ημιδιαφανούς όψης τους. Η περγαμηνή αυτή ονομαζόταν vellum (λατ.), λέξη που προέρχεται από το υποκοριστικό vitellus «μοσχαράκι».[9]. Σταδιακά, ο όρος vellum έφτασε να δηλώνει κάθε περγαμηνή εκλεκτής ποιότητας, η οποία παραγόταν από δέρμα λεπτότερης υφής. Χαρακτηριστικά δείγματα περγαμηνών κωδίκων τού τύπου αυτού είναι ο Σιναϊτικός κώδικας και ο Βατικανός Κώδικας της Βίβλου.[10]

 
Τύπος περγαμηνής τής Β. Ευρώπης παρασκευασμένης από αιγόδερμα στο στάδιο κατά το οποίο τεντώνεται σε ξύλινο πλαίσιο

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλινίου (Historia naturalis 13.21), η περγαμηνή οφείλει την κατασκευή της στην προσωρινή διακοπή εισαγωγής του παπύρου από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον 2ο αι. π.Χ. λόγω σχετικής απαγόρευσης από τον Πτολεμαίο Επιφανή (205–182 π.Χ.). Η εξάρτηση από την Αίγυπτο ως αποκλειστική πηγή εισαγωγής τού παπύρου φέρεται να οδήγησε τον ηγεμόνα τής Περγάμου Ευμένη (μάλλον τον Ευμένη Β΄, έτη βασιλείας 197–160 π.Χ.) στην απόφαση να προωθήσει την παραγωγή περγαμηνής ως υποκαταστάτου τού παπύρου[11].

Εντούτοις, υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες για τη χρήση ακατέργαστης δοράς ζώων ως υλικού γραφής. Κείμενα σε δορές ζώων συναντώνται και σε αιγυπτιακές γραφές τής Τετάρτης Δυναστείας. Επιπλέον, οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι, που χάρασσαν τη σφηνοειδή γραφή τους σε πήλινες πινακίδες, έγραφαν επίσης σποραδικά σε περγαμηνές από τον 6ο αιώνα π.Χ. και μετά. Ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.) αναφέρει ότι οι Ίωνες της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούσαν ως υλικό γραφής τη διφθέρα[12], η οποία ουσιαστικά δηλώνει το ίδιο υλικό. Εντούτοις, η περγαμηνή αυτή καθ’ αυτήν παρασκευάζεται συστηματικά ως ραφιναρισμένο υλικό γραφής τον 2ο αι. π.Χ., οπότε και λαμβάνει αυτό το όνομα, το οποίο δηλώνει τον τόπο προελεύσεώς της[13]. Την ελληνιστική εποχή η φράση περγαμηνή τέχνη, που αναφέρεται στη φερώνυμη τεχνική, αποτελεί την αφετηρία σχηματισμού τού λατινικού όρου pergamena (pellis) «δορά από την Πέργαμο», ο οποίος εξαπλώθηκε ευρέως ως τεχνικός όρος[14].

Αποφασιστικός ρόλος ως προς τη διάδοση της περγαμηνής θα πρέπει να αποδοθεί, όχι μόνο στη φημισμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, αλλά και στην πολύ μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου που σημειωνόταν εκείνη την εποχή. Επειδή ο πάπυρος ακρίβαινε και το φυτό από το οποίο παραγόταν σπάνιζε πλέον στο Δέλτα του Νείλου, όπου γινόταν η κύρια συγκομιδή του, η Πέργαμος κατόρθωσε να καλύψει τις ανάγκες με αυξημένη παραγωγή περγαμηνής. Η περγαμηνή, που τώρα θα ήταν διαθέσιμη σε αφθονία, συνέφερε περισσότερο σε σύγκριση με την εισαγωγή τού ακριβού παπύρου. Αυτό αποδείχθηκε πλεονέκτημα για την ίδια την ιστορία τής γραφής, καθώς ευνόησε αργότερα την ανάπτυξη της μικρογράμματης γραφής (αντί της κεφαλαιογράμματης/μεγαλογράμματης), η οποία εξοικονομούσε χώρο και υλικό[15].

Επιπλέον, σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξη από τον πάπυρο στην περγαμηνή ήταν η σταθερή του προτίμηση για τους κώδικες των Βιβλικών κειμένων. Οι εύχρηστοι περγαμηνοί κώδικες κυριαρχούν στις χριστιανικές εκκλησίες και παρουσιάζουν σχεδόν αποκλειστική χρήση από τον 4ο μ.Χ. αιώνα[16]. Σύμφωνα με μία θεωρία, ο ευαγγελιστής Μάρκος, ο οποίος συνέγραψε την αφήγησή του στη Ρώμη πριν από το 65 μ.Χ., υιοθέτησε το σημειωματάριο σε περγαμηνή, επειδή ήταν προσιτό στις φτωχές τάξεις των πρώτων χριστιανών[17]. Υποστηρίζεται επίσης βάσιμα ότι η λέξη μεμβράνη, που χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη (2 Τιμόθεον 4:13 φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας), αναφέρεται συγκεκριμένα σε υλικό γραφής από περγαμηνή[18].

Εβραϊκή περγαμηνή

Επεξεργασία
 
Σεφέρ Τορά τής Βίβλου σε ρόλο περγαμηνής

Ο τρόπος κατεργασίας τής περγαμηνής (από τη δορά ώς το τελικό προϊόν) έχει εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο. Η περγαμηνή (απλή ή vellum) δεν αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο προετοιμασίας δερμάτων ζώων, ώστε να είναι κατάλληλα υλικά γραφής. Στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Μπάβα Μπατρά 14Β) ο Μωυσής παρουσιάζεται να έχει γράψει τον πρώτο ρόλο τής Τορά σε ειδικά κατεργασμένο δέρμα αγελάδας, που αποκαλείται γκεβίλ[19]. Μολονότι δεν είναι σαφές πότε άρχισε να χρησιμοποιείται η περγαμηνή ως υλικό γραφής στον αρχαίο εβραϊκό πολιτισμό, υπάρχουν εντούτοις ισχυρές έμμεσες αποδείξεις στην εβραϊκή Βίβλο ότι επρόκειτο για κατεργασμένη δορά η οποία μπορούσε να διπλωθεί ή να τυλιχτεί σε κύλινδρο[20].

Η περγαμηνή παραμένει το μόνο μέσο που είναι αποδεκτό στον Ιουδαϊσμό για την κατασκευή ρόλων τής Τορά, καθώς επίσης τεφιλίν και μεζουζά[21]. Για τέτοιου είδους ιερές χρήσεις επιτρέπονται μόνο δορές τελετουργικά καθαρών (κοσέρ) ζώων και, επειδή υπάρχουν αυστηρές προδιαγραφές ώστε να πιστοποιείται η καταλληλότητα των περγαμηνών αυτών για θρησκευτική χρήση, η διαδικασία επιβλέπεται συνήθως από ραββίνο με τα κατάλληλα προσόντα[22].

Μεταγενέστερη και σύγχρονη χρήση

Επεξεργασία
 
Αγγλική περγαμηνή σε ραφιναρισμένο vellum με σφραγίδα που δείχνει το έτος 1638.
 
Περγαμηνή, πένα και μελάνι κατάλληλα για αντιγραφή τής Τορά, καθώς και για μεζουζά και τεφιλίν

Κατά τον μεσαίωνα η χρήση τής περγαμηνής γνώρισε ευρεία διάδοση. Στην Αγγλία και τη Γαλλία χρησιμοποιούσαν κυρίως δορά μόσχου και προβάτου, ενώ στην Ιταλία προτιμούσαν τη δορά αιγών. Επιπλέον, φαίνεται ότι αρκετές φορές χρησιμοποιήθηκαν δορές μεγαλύτερων ζώων, όπως του αλόγου, ή μικρότερων ζώων, όπως του σκίουρου και του λαγού. Αποτελεί ακόμη αμφιλεγόμενο ζήτημα αν κατά τον μεσαίωνα εξακολουθούσαν να μεταχειρίζονται μεμβράνη από έμβρυο μόσχου που είχε αποβληθεί. Εντούτοις, η βασική της χρήση κατά την περίοδο ήταν να αποτελεί υλικό αντιγραφής θρησκευτικών κειμένων, κυρίως χειρογράφων τής Βίβλου, μολονότι αυτό απαιτούσε μεγάλη ποσότητα υλικού[23].

Βαθμηδόν η περγαμηνή αντικαταστάθηκε από το χαρτί, κινεζική εφεύρεση που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 11ο αιώνα στη μαυριτανική Ανδαλουσία[24]. Επίσης, μεταξύ τού 7ου και 9ου αιώνα πολλά παλαιότερα χειρόγραφα σε περγαμηνή αποξέονται και αποτρίβονται, ώστε να χρησιμοποιηθούν και πάλι για γραφή. Το «ανακυκλωμένο» αυτό υλικό αποκαλείται παλίμψηστο (κατά λέξη «ξαναξυσμένο», λατ. codex rescriptus). Άλλες τεχνικές επαναχρησιμοποίησης της περγαμηνής ήταν η απόπλυση και η απόσβεση, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις επέτρεπαν τη γραφή και από τις δύο πλευρές[25]. Δυστυχώς, η τελειοποίηση αυτών των τεχνικών εκείνη την περίοδο επέφερε την απώλεια πολλών κειμένων που είχαν αρχικώς γραφτεί σε περγαμηνή (συνήθως επρόκειτο για επαναγραφή χριστιανικών κειμένων πάνω σε εθνικά κείμενα).[26] Εντούτοις, από τον 19ο αιώνα ήδη άρχισαν να χρησιμοποιούνται νέες μέθοδοι, οι οποίες επέτρεψαν, αν όχι την αποκατάσταση, τουλάχιστον την ανάγνωση τέτοιων χαμένων κειμένων: επεξεργασία με χημικές ουσίες, υπεριώδεις ακτίνες, λαμπτήρες φθορίου κ.ά.[27]

 
Νομικός κώδικας του Βινοντόλ σε περγαμηνή. Χρονολογείται από το 1288 και είναι γραμμένος στο γλαγολιτικό αλφάβητο
 
Νοταριακό κείμενο του 1557 σε περγαμηνή για αγορά αγελάδας στη Γαλλία

Παρ’ ότι η περγαμηνή ποτέ δεν έπαψε να χρησιμοποιείται (κατ’ εξοχήν για κυβερνητικά έγγραφα και διπλώματα), δεν αποτελούσε πλέον την πρώτη επιλογή γραφικής ύλης για τους καλλιτέχνες κατά την περίοδο της Αναγέννησης (15ος αι.)[28]. Η περγαμηνή ήταν πολύ ακριβή. Επιπλέον, περιέχει μεγάλη ποσότητα κολλαγόνου. Ως εκ τούτου, όταν το νερό (λ.χ. μιας νερομπογιάς) ακουμπούσε την επιφάνειά της, η ανάμιξη με το κολλαγόνο δημιουργούσε ένα στρώμα επικαλύψεως, το οποίο εξυμνούσαν ιδιαίτερα μερικοί καλλιτέχνες. Εν τούτοις, το υλικό ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο στις συνθήκες τού περιβάλλοντος και στην υγρασία, οι δε απότομες μεταβολές προκαλούσαν ζάρωμα ή συρρίκνωση.

Μερικοί σύγχρονοι καλλιτέχνες εξυμνούν και αυτή την ιδιότητα της περγαμηνής και πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο το υλικό μοιάζει «ζωντανό», σαν να πρόκειται για πραγματικό συνεργάτη σε καλλιτεχνικό έργο. Για να καλυφθούν οι ανάγκες τής καλλιτεχνικής αυτής χρήσης, έχει προωθηθεί επίσης η κατασκευή χειροποίητων δορών. Οι δορές που υφίστανται τέτοια κατεργασία είναι καλύτερα προσαρμοσμένες στις καλλιτεχνικές ανάγκες από όσες προέρχονται από μαζική παραγωγή.

Η σύγχρονη χρήση τής περγαμηνής οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην ανθεκτικότητα του υλικού Αρχειοθετήθηκε 2010-10-26 στο Wayback Machine.. Ενώ το χαρτί μπορεί να διατηρηθεί σε καλή ποιότητα επί μερικά μόνο έτη και κατόπιν κιτρινίζει, βρίσκουμε περγαμηνές ηλικίας πολλών αιώνων, οι οποίες παραμένουν εντελώς λευκές. Επιπλέον, η περγαμηνή είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στη δίπλωση και στο τύλιγμα. Για τον λόγο αυτόν, εξακολουθεί να θεωρείται η καταλληλότερη γραφική ύλη για ένα έγγραφο μεγάλης αξίας (πτυχίο, δίπλωμα), του οποίου η διατήρηση έχει σημασία για τον κάτοχο.

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Στην Αγγλική συνήθως αποκαλείται parchment η περγαμηνή από δέρμα αιγοπροβάτων, ενώ vellum η ραφιναρισμένη και λεπτότερη περγαμηνή από δέρμα μόσχου ή εριφίου (βλ. Alferd Lucas, Ancient Egyptian Materials and Industries, 1962 (4η έκδ., αναθεωρημένη από τον J.R. Harris), London: Kessinger, σελ. 38-39).
  2. Hodges, Henry (1964). Artifacts: An Introduction to Primitive Technology. New York: F.A. Praeger. σελίδες 148–151. 
  3. Αναλυτική εξέταση των αμφιβολιών και των διαφόρων υποθέσεων για τη μαρτυρία τού Πλινίου πραγματοποιεί ο E.G. Turner (Greek Papyri. An Introduction, Oxford 1968, μτφρ. Γ. Παράσογλου: Ελληνικοί πάπυροι. Εισαγωγή στη μελέτη και τη χρήση των παπυρικών κειμένων, Αθήνα 1981: ΜΙΕΤ, σελ. 28–29).
  4. Πρόκειται για τον κώδικα του καθεδρικού ναού τής Lucca, ο οποίος αναφέρει τη διαδικασία ως εξής: Pergamena quomodo fieri debet: Mitte illam in calcem et iaceat ibi per dies tres. Et tende illam in cantiro. Et rade illam cum nobacula de ambas partes et laxas desiccare. Deinde quodquod volueris scapilatura facere, fac. Deinde cum pumice pilos et nervos omnino abstergere. Quod si non faceres littera imposita nec valere nec diu durare posset «Η περγαμηνή πρέπει να παρασκευάζεται ως εξής: Τοποθέτησέ την σε ασβέστη και άφησέ την εκεί για τρεις ημέρες. Κατόπιν βάλε την σε λεκάνη (με νερό). Ξύσε την με ξυράφι και από τις δύο πλευρές και άφησέ την να ξεραθεί. Έπειτα, όσες φορές θέλεις να αποξέσεις την επιφάνειά της, κάνε το. Στη συνέχεια αφαίρεσε με ελαφρόπετρα τις τρίχες και τα νεύρα, διότι, αν δεν το κάνεις, το γράμμα επάνω της δεν θα διακρίνεται ούτε θα διαρκέσει πολύ».
  5. Mioni, Elpidio (1973). Introduzione alla Paleografia Greca. Padova: (μτφρ. Ν. Παναγιωτάκης, Αθήνα 19792: ΜΙΕΤ). σελίδες 34–36. 
  6. Σιγάλας, Αντώνιος (1974). Ιστορία τής ελληνικής γραφής. Θεσσαλονίκη: Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών. σελ. 177. 
  7. J.D. Douglas, 1962: The New Bible Dictionary. Leicester: Inter-Varsity Press, σελ. 1345.
  8. Howatson, Margaret (1989). The Oxford Companion to Classical Literature. Oxford: Oxford University Press. σελ. 144. ISBN 960-343-358-6. 
  9. Online Etymology Dictionary, λήμματα vellum και veal
  10. J.D. Douglas, 1962: The New Bible Dictionary. Leicester: Inter-Varsity Press, σ. 1258,1344.
  11. Μανδηλαράς, Βασίλειος (1994). Πάπυροι και παπυρολογία. Αθήνα. σελ. 73. ISBN 960-90038-0-X. 
  12. Η μαρτυρία τού Ηροδότου αναφέρει (βιβλίο 5, 58): Καὶ τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες͵ ὅτι κοτὲ ἐν σπάνι βύβλων ἐχρέωντο διφθέρῃσι αἰγέῃσί τε καὶ οἰέῃσι· ἔτι δὲ καὶ τὸ κατ΄ ἐμὲ πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἐς τοιαύτας διφθέρας γράφουσι «Από παλιά οι Ίωνες ονομάζουν τα βιβλία διφθέρες, διότι όταν οι πάπυροι ήταν σπάνιοι, χρησιμοποιούσαν δορές αιγοπροβάτων. Νομίζω μάλιστα ότι και πολλοί από τους βαρβάρους σε τέτοιες διφθέρες γράφουν». Για τη σύγχυση των όρων βύβλος και πάπυρος, οι οποίοι τότε δήλωναν το ίδιο φυτό, βλ. το άρθρο Πάπυρος.
  13. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα αρχαιότερα αποσπάσματα ελληνικών κειμένων σε περγαμηνή τοποθετούνται στον 2ο αι. μ.Χ. (μεταξύ των οποίων και απόσπασμα από τους «Κρῆτες» του Ευριπίδη).
  14. Στην υστερολατινική γλώσσα η παρουσία δύο συνωνύμων όρων, του pergamena (pellis) «δορά από την Πέργαμο» και του parthica (pellis) «δορά από την Παρθική χώρα», οδήγησε σε συγχώνευσή τους μέσω συμφυρμού (contamination) και αυτό παρήγαγε τον γαλλικό όρο parchemin «περγαμηνή» (> αγγλ. parchment). Βλ. Bloch, Oscar· von Wartburg, Walther (1968). Dictionnaire étymologique de la langue française. Paris: Presses Universitaires de France. σελ. 463. 
  15. J.M. Roberts 1992: 333.
  16. Lesky, Albin (1981). Ιστορία τής αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Θεσσαλονίκη: μτφρ. υπό Α. Τσοπανάκη τού Geschichte der griechischen Literatur. σελ. 27. 
  17. Roberts, Colin H. (1954). «The codex». Proceedings of the British Academy (40): 169. 
  18. W.E. Vine, 19522: An expository dictionary of New Testament words. London: Oliphants, σ. 159. ISBN: 055-100282-4
  19. Το γκεβίλ προετοιμάζεται με βάση ολόκληρη τη δορά τού ζώου, αφού έχει αφαιρεθεί το τρίχωμα και χωρίς να διαχωριστεί σε στρώματα (όπως συμβαίνει με άλλα υποπροϊόντα), η δε κατεργασία του γίνεται κυρίως με αλάτι, αλεύρι και τανίνη (βλ. Ταλμούδ Σαββώτ 79α).
  20. Τέτοιες ενδείξεις, τόσο από τα Αγιόγραφα όσο και από τους Προφήτες (Ψαλμοί 40:7· Ιερεμίας 36:2), έχουν οδηγήσει τους μελετητές στο συμπέρασμα της πρώιμης χρήσης κατεργασμένων δορών, όπως επισημαίνει ο R.P. Dougherty (1928: 114 κ.εξ.).
  21. Τεφιλίν (εβρ. tefillin): Αποδίδεται με τον όρο φυλακτήρια. Τα τεφιλίν είναι δύο μικροσκοπικά μαύρα κουτιά, τα οποία περιέχουν χειρόγραφες περικοπές τής Τορά (συγκεκριμένα από την Έξοδο και το Δευτερονόμιο) και φοριούνται από τους ευσεβείς Εβραίους κάθε πρωί πλην τού Σαββάτου στο μέτωπο και στον βραχίονα. Μεζουζά (εβρ. mezuzah «δοκός πόρτας»): Μικρό κυλινδρικό κουτί που τοποθετείται στο πάνω μέρος τού δοκαριού τής πόρτας στα εβραϊκά σπίτια και περιέχει χειρόγραφη περγαμηνή με την προσευχή Σεμά.
  22. «Information Leaflet by Vaad Mishmereth Staam» (PDF). CC. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 10 Απριλίου 2008. 
  23. Έχει υπολογιστεί ότι για την αντιγραφή ολόκληρης της Βίβλου σε περγαμηνή θα απαιτείτο υλικό προερχόμενο από 210–225 πρόβατα, δεδομένου ότι κάθε ενήλικο πρόβατο μπορούσε να δώσει υλικό περγαμηνής διαστάσεων 100 × 55 εκ. Βλ. Leonard E. Boyle, 1984: Medieval Latin Palaography. A Bibliographical Introduction. Toronto: University of Toronto Press, § 971.
  24. P. Cartledge 1998 [2004]: 346-7.
  25. Βουρβέρης, Κωνσταντίνος (1967). Εισαγωγή εις την αρχαιογνωσίαν και την κλασσικήν φιλολογίαν. Αθήνα: Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία. σελ. 58. 
  26. Gardthausen, Viktor Emil (1911–1913). Griechische Palaeographie. 1). Leipzig: B.G. Teubner. σελίδες 103–109. 
  27. Jäger, Gerhard (1980). Einführung in die klassische Philologie. München: Beck. σελίδες 36–37. 
  28. Dain 19753: 20 κ.εξ.

Βιβλιογραφικές πηγές

Επεξεργασία
  • Cartledge P., 1998: The Cambridge Illustrated History of Ancient Greece. Cambridge: Cambridge University Press (μτφρ. υπό Β. Κυριαζή, επιστημονική επιμ. Θ. Μωυσιάδης, 2004: Η εικονογραφημένη ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας. Αθήνα: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος).
  • Dain A., 19753: Les manuscrits. Paris: Les Belles Lettres.
  • Dougherty R.P., 1928: ″Writing upon parchment and papyrus among the Babylonians and the Assyrians″. Journal of the American Oriental Society 48, σ. 109–135.
  • Μανδηλαράς Β., 19942: Πάπυροι και παπυρολογία. Αθήνα: ά.ε.
  • Mioni E., 1973: Introduzione alla paleografia greca, Padova: Liviana (μτφρ. Ν.Μ. Παναγιωτάκης, 19792: Εισαγωγή στην ελληνική παλαιογραφία. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης).
  • Reed R., 1972: Ancient Skins, Parchments and Leathers. London & New York: Seminar Press.
  • Roberts J.M., 1992: History of the World. Oxford: Oxford University Press.
  • Ryder M.L., 1964: ″Parchment: Its history, manufacture and composition″. Journal of the Society of Archivists, σ. 391–9.
  • Schubart W., 1925: Griechische Palaeographie. München: C.H. Beck.
  • Σιγάλας Α., 19742: Ιστορία της Ελληνικής Γραφής. Αθήνα: ά.ε.
  • Turner E.G., 19802: Greek Papyri. An Introduction. Oxford: Oxford University Press (μτφρ. Γ. Παράσογλου, 1981: Ελληνικοί πάπυροι. Εισαγωγή στη μελέτη και τη χρήση παπυρικών κειμένων. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία