Ποινικά Δικαστήρια
Τα Ποινικά Δικαστήρια είναι τα δικαστήρια εκείνα τα οποία δικάζουν εγκλήματα (ποινικά αδικήματα) επιβάλλοντας στους δράστες τους τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές. Αποτελούν τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας για την τιμωρία των δραστών για πράξεις οι οποίες από τον νόμο έχουν χαρακτηριστεί ως άδικες και τιμωρητέες. Κατά το Σύνταγμα, άρθρο 96 παράγραφος 1:
Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων
Η ύπαρξη ποινικών δικαστηρίων αποτελεί δημοκρατική κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου. Παλαιότερα οι ποινές επιβάλλονταν από τον απόλυτο μονάρχη χωρίς δίκη, κατά βούλησιν. Σήμερα ισχύει η αρχή nulla poena sine processu, δεν μπορεί να επιβληθεί δηλαδή καμία ποινή χωρίς να προηγηθεί δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο δικαστήριο, στο οποίο ο κατηγορούμενος θα έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Σύμφωνα με την αρχή της "ενιαίας δικαιοδοσίας", η οποία ισχύει σε πολλά κράτη, όπως και στην Ελλάδα, τα ποινικά δικαστήρια δε συγκροτούνται από ειδικούς ποινικούς δικαστές, αλλά από τους ίδιους δικαστές που συγκροτούν και τα Πολιτικά Δικαστήρια, προκειμένου να αποφευχθεί η σκλήρυνση και η επαγγελματική διαστροφή των δικαστών[1]. Υπάρχει ο φόβος ότι, αν ένας δικαστής δικάζει εγκλήματα επί πολλά χρόνια καθημερινά, στο τέλος θα αντιμετωπίζει κάθε υπόθεση σαν ρουτίνα και θα ρέπει προς γενικεύσεις, ενώ ο νόμος απαιτεί η κάθε υπόθεση να δικάζεται ως ξεχωριστό γεγονός και η τιμωρία του δράστη να είναι ανάλογη με την προσωπικότητά του.
Τα λιγότερο σημαντικά εγκλήματα (ελαφρά πλημμελήματα) δικάζονται από μονομελή δικαστήρια, ώστε να επιτυγχάνεται ταχεία απόδοση δικαιοσύνης. Τα βαρύτερα όμως (βαρύτερα πλημμελήματα και κακουργήματα) δικάζονται από πολυμελή δικαστήρια, ώστε να εξασφαλίζεται σε βάθος διαλεύκανση της υπόθεσης και ορθότερη απονομή δικαιοσύνης. Τα ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται στην πλειοψηφία τους αποκλειστικά από τακτικούς δικαστές, εκτός από αυτά που δικάζουν τα σοβαρότερα εγκλήματα, τα κακουργήματα, τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους (Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια).Οι ένορκοι παρουσιάζουν το πλεονέκτημα ότι γι' αυτούς η συγκεκριμένη δίκη είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, οπότε την αντιμετωπίζουν ενδεχομένως με μεγαλύτερη προσοχή και περίσκεψη από τους τακτικούς δικαστές. Επίσης η καταδίκη του κατηγορουμένου από ενόρκους (λαϊκούς δικαστές) τού δείχνει ότι η πράξη του δεν αποδοκιμάζεται μόνο από τακτικούς δικαστές, από ανθρώπους δηλαδή που "έχουν ως επάγγελμά τους την αποδοκιμασία και την τιμώρηση", αλλά και από απλούς καθημερινούς συνανθρώπους του σαν κι αυτόν[2].
Ειδικά για την ποινική δίκη το άρθρο 2 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε ένδικα μέσα, το δικαίωμά του δηλαδή να ζητήσει επανάκριση της υπόθεσής του από ανώτερο δικαστήριο. Όλες οι αποφάσεις των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων προσβάλλονται με ένδικα μέσα.
Ανώτατο δικαστήριο στην ποινική δικαιοσύνη, όπως και στην πολιτική δικαιοσύνη, είναι ο Άρειος Πάγος. Ο Άρειος Πάγος δεν εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης, παρά μόνο αν τα κατώτερα δικαστήρια (δικαστήρια ουσίας) εφάρμοσαν σωστά το νόμο ή αν υπέπεσαν σε νομικό σφάλμα. Αν συμβαίνει το τελευταίο, ο Άρειος Πάγος αναιρεί την απόφαση και αναπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο για να επανεκδικαστεί.
Εκτός από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια υπάρχουν και ειδικά ποινικά δικαστήρια για πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας. Τέτοια είναι τα Στρατιωτικά Ποινικά Δικαστήρια (Στρατοδικείο, Ναυτοδικείο, Αεροδικείο, Αναθεωρητικό δικαστήριο), τα οποία δικάζουν κατά κανόνα όλα τα εγκλήματα που τελέστηκαν από στρατιωτικούς, και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος, που δικάζει εγκλήματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και των μελών της Κυβέρνησης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.