Σάκο και Βαντσέτι

Διάσημη δίκη και καταδίκη σε θάνατο δυο αναρχικών στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1920
Για την κινηματογραφική ταινία του 1971, δείτε: Σάκκο και Βαντσέτι (ταινία).

Οι Νικόλα Σάκο (Nicola Sacco) (1891 - 1927) και Μπαρτολομέο Βαντσέτι (Bartolomeo Vanzetti) (1888 - 1927) ήταν Αμερικανοί αναρχικοί ιταλικής καταγωγής, που καταδικάστηκαν σε θάνατο κατηγορούμενοι για τους φόνους δυο ανθρώπων κατά τη διάρκεια μιας ληστείας, το 1920. Η υπόθεσή τους από τότε, γνώρισε ένα τεράστιο παγκόσμιο κύμα συμπαράστασης, αφού ήταν εμφανές ότι υπήρξαν θύματα κακοδικίας και ότι τους επεβλήθη η θανατική ποινή εξαιτίας της πολιτικής ιδεολογίας τους αν και ήταν αθώοι του εγκλήματος για το οποίο κατηγορούνταν.[1][2]

Τοιχογραφία The Passion of Sacco and Vanzetti του Ben Shahn που βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο της Σύρακιουζ στη Νέα Υόρκη.

Στις 15 Απριλίου του 1920, δυο υπάλληλοι χρηματαποστολής πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν στην οδό Περλ (Pearl Street) στο Νότιο Μπρέιντρι (South Braintree) της Μασαχουσέτης, με σκοπό την κλοπή των δυο ξύλινων χρηματοκιβωτίων που κρατούσαν, τα οποία περιείχαν 15.776,51 δολλάρια. Αυτά είναι τα μόνα αδιαμφισβήτητα περιστατικά που έλαβαν χώρα και που αποδείχτηκαν πέραν πάσης αμφιβολίας.[3]

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1920 παραπέμφθηκαν σε δίκη, οι γνωστοί στην αστυνομία αναρχικοί, Νίκολα Σάκκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι, στους οποίους και αποδόθηκαν οι κατηγορίες για ανθρωποκτονία από πρόθεση εναντίον των δυο υπαλλήλων. Η εκδίκαση της υπόθεσης «Κοινοπολιτεία εναντίον των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι» («Commonwealth v. Nicola Sacco and Bartolomeo Vanzetti») έλαβε χώρα στο ορκωτό Δικαστήριο του Ντένταμ (Dedham) της Μασαχουσέτης, το οποίο στις 14 Ιουλίου του 1921 και μετά από ομοφωνία των ενόρκων κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους ανθρωποκτονίας πρώτου βαθμού και τους καταδίκασε σε θάνατο.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων θα υποβληθούν πληθώρα προσφυγών και αιτήσεων επανεξέτασης της δικαστικής διαδικασίας αφού όπως υποστήριζαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων διαπράχτηκε κακοδικία. Ωστόσο κανένα αίτημα δεν έγινε αποδεκτό, ούτε καν και η έσχατη αίτηση προς τον Κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Άλβαν Τ. Φούλερ (Alvan T. Fuller), για μείωση έστω της ποινής έγινε αποδεκτή. Ο Κυβερνήτης διόρισε ειδική τριμελής Επιτροπή Επανεξέτασης, τον Ιούνιο του 1927 που αποτελείτο από δυο Πρυτάνεις μεγάλων Πανεπιστημίων και έναν τέως Δικαστή, η οποία εξέτασε τη δικογραφία και αποφάνθηκε ότι η δίκη ήταν δίκαιη και οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι «πέραν εύλογων αμφιβολιών».

Στις 23 Αυγούστου του 1927, στις 12:00 τα μεσάνυχτα οι κρατούμενοι στη φυλακή Τσαρλστάουν της Βοστώνης, καταδικασθέντες Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι, οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα όπου και εκτελέστηκαν.

Τον Ιούλιο του 1977 ο τότε Κυβερνήτης της Μασσαχουσέτης, Μάικλ Δουκάκης - έπειτα από ενδελεχή ανάγνωση των αρχείων της δίκης από τη νομική ομάδα της Πολιτείας - αποκατέστησε την αλήθεια, αναγνωρίζοντας τη δικαστική πλάνη και επιβεβαιώνοντας την αθωότητα των κατηγορουμένων. Μάλιστα, ονόμασε την 23η Αυγούστου 1977 «Ημέρα μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι».[4]

Η «Υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι» όπως έμεινε στην ιστορία, προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης παγκοσμίως, όλα αυτά τα χρόνια που διήρκεσε, αλλά και τα κατοπινά, μέχρι ακόμα και σήμερα, αφού έχουν αποδοθεί στο αμερικανικό κράτος, πλείστες όσες κατηγορίες. Ενδεικτική είναι η γνώμη του ιστορικού Χάουαρντ Ζιν : «Πιστεύω ότι η σημασία της υπόθεσης των Σάκο και Βαντσέτι βρίσκεται στο γεγονός ότι διεξήχθη αμέσως μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν ακόμα η χώρα ζούσε σε μια ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο πόλεμος. Ήταν μια ατμόσφαιρα στην οποία υπήρχε μια κυβέρνηση που κυνηγούσε ριζοσπάστες… Στην πραγματικότητα, η δίκη έγινε αμέσως μετά την Εθνική Ημέρα Μνήμης. Η μέρα εκείνη αποτελούσε μια περίσταση για την επίδειξη πατριωτικού ζήλου και στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιας συγκεκριμένης κουλτούρας που υπήρχε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οπότε το σημαντικό πράγμα στην υπόθεσή τους δεν ήταν στ’ αλήθεια το ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής τους – κάτι που σίγουρα δεν επιλύθηκε με τη δίκη τους και δεν ξέρω αν θα επιλυθεί ποτέ• το σημαντικότερο ήταν ότι αποκάλυψε τη φύση του δικαστικού συστήματος των ΗΠΑ, ένα σύστημα δικαιοσύνης που πάντα υπήρξε άδικο για τους ξένους, άδικο για τους φτωχούς, άδικο για τους ριζοσπάστες και το οποίο γίνεται ιδιαίτερα σκληρό σε περιόδους πολέμου, σε περιόδους μιας στρατοκρατούμενης ατμόσφαιρας». [5]

Το περιστατικό Επεξεργασία

Στις 03:05 το απόγευμα της 15ης Απριλίου του 1920 χρηματαποστολή - που αποτελούνταν από τον ταμία και τον φρουρό - έφευγε από το κτίριο της διοίκησης της βιομηχανίας υποδημάτων "Slater and Morrill" στο Νότιο Μπρέιντρι (South Braintree) της πολιτείας της Μασαχουσέτης, κρατώντας δυο κιβώτια με μετρητά, συνολικού ποσού $15,776.51 προκειμένου να πληρώσουν τους εργάτες της βιομηχανίας. Καθώς βάδιζαν προς το εργοστάσιο το οποίο βρισκόταν σε 200 μέτρα περίπου απόσταση από το κτίριο της διοίκησης πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν επί τόπου ο μεν φρουρός Αλεσάντρο Μπεραρντέλι (Alessandro Berardelli) με 4 σφαίρες, ο δε ταμίας Φρέντερικ Πάρμεντερ (Frederick A. Parmenter) με 2. Οι δυο άγνωστοι εκτελεστές άρπαξαν τα δυο κιβώτια με τα χρήματα, ρίχνοντας ακόμα μερικούς πυροβολισμούς στον αέρα, επιβιβάστηκαν σε μια μαύρη Buick που εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή και έφυγαν, σκορπίζοντας μάλιστα και καρφιά στο οδόστρωμα προκειμένου να αποτρέψουν την καταδίωξή τους. [6]

Η Σύλληψη Επεξεργασία

 
Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι (φωτογραφίες της σήμανσης).

Ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος του Μπριτζγουώτερ (Bridgewater) έκρινε πως οι ληστές ήταν αναρχικοί της περιοχής που έκαναν την κλοπή προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις τους. Οι υποψίες βάρυναν περισσότερο τον γνωστότερο αναρχικό της περιοχής τον Μάριο Μπόντα(D/R), τον οποίο και έθεσαν υπό παρακολούθηση. Όταν πληροφορήθηκαν ότι το αυτοκίνητο του Μπόντα βρισκόταν για επισκευή σε κάποιο τοπικό γκαράζ, ενημέρωσαν τους ιδιοκτήτες του, ότι σε περίπτωση που οποιοσδήποτε ερχόταν να παραλάβει το όχημα, η Αστυνομία έπρεπε να ειδοποιηθεί αμέσως. Πράγματι, στις 5 Μαΐου του 1920, όταν 4 άντρες πήγαν να πάρουν το αυτοκίνητο, η γυναίκα του ιδιοκτήτη του γκαράζ τηλεφώνησε στην Αστυνομία η οποία μερικές ώρες αργότερα συνέλαβε τους 4 άντρες. Οι δυο από τους τέσσερεις, ο Νίκολα Σάκκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι συνελήφθησαν στο Μπρόκτον (Brockton) της Μασαχουσέτης. Οι υπόλοιποι δυο, συνελήφθησαν και αυτοί αλλά ο μεν Μπόντα κατόρθωσε να αποδράσει από το αστυνομικό τμήμα και να εξαφανιστεί [7] - ο δε Ρικάρντο Ορτσιάνι (Riccardo Orciani) προσκόμισε αποδείξεις ότι την ημέρα και της ώρα της ληστείας ήταν στη δουλειά του και αφέθηκαν ελεύθεροι. (Ο Εισαγγελέας Φρανκ Κάτζμαν που άσκησε τις διώξεις θεωρούσε ότι ο Ορτσιάνι συμμετείχε στη ληστεία βάζοντας ένα φίλο του να χτυπήσει κάρτα εκείνη τη μέρα στη δουλειά του αλλά επειδή δεν είχε ατράνταχτες αποδείξεις για αυτό, αποφάσισε να μην τον παραπέμψει.)

Τη στιγμή της σύλληψης τους ο μεν Σάκο είχε στην κατοχή του ένα πιστόλι .32 Colt automatic pistol, ο δε Βαντσέττι .38 Harrington and Richardson revolver (η οπλοφορία τότε ήταν νόμιμη στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης). Ο Σάκο είχε επίσης μαζί του το προσχέδιο στα Ιταλικά ενός λόγου που επρόκειτο να εκφωνήσει ο Βαντσέττι κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας. Η Αστυνομία δεν πραγματοποίησε άλλες συλλήψεις προκειμένου να βρει και τους άλλους δυο δράστες ενώ και τα χρήματα της ληστείας δεν βρέθηκαν ποτέ.[8]

Ο Σάκο παραδέχτηκε ότι στις 15 Απριλίου είχε το ρεπό του και δεν δούλευε και ο Βαντσέττι που ήταν αυτοαπασχολούμενος δεν είχε κάποιο σοβαρό άλλοθι έτσι, ο μεν Σάκο παραπέμφθηκε μόνο για τη ληστεία μετά φόνου, ενώ στο Βαντσέτι χρεώθηκε και την απόπειρα ληστείας στο Μπριτζγουότερ της 24ης Δεκεμβρίου του 1919.

Η απόπειρα ληστείας στο Μπριτζγουώτερ

Στις 24 Δεκεμβρίου του 1919 έγινε απόπειρα ληστείας σε εργοστάσιο υποδημάτων στην πόλη Μπριτζγουώτερ (Bridgewater) της Μασαχουσέτης. Οι ληστές δεν κατόρθωσαν να πάρουν τα χρήματα και έφυγαν πυροβολώντας, όμως αυτόπτες μάρτυρες έκαναν λόγο για μια μικρή ομάδα ατόμων ιταλικής καταγωγής που επιβιβάστηκαν σε αυτοκίνητο και ξέφυγαν χωρίς να συλληφθούν. Σύμφωνα με τον αστυνομικό διοικητή του Μπριτζγουώτερ, ήταν αναρχικοί που προσπάθησαν να ληστέψουν την εταιρεία προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους. Ο Βαντσέττι, καθώς δεν είχε άλλοθι ούτε σε αυτή την περίπτωση - σε αντίθεση με τον Σάκο, που αποδείχτηκε ότι δούλευε εκείνη την ημέρα, παραπέμφθηκε σε δίκη (σύμφωνα με την αναγνώριση από αυτόπτες μάρτυρες) για συμμετοχή στη ληστεία, η οποία έγινε τον Ιούνιο του 1920, ένα μήνα μετά τη σύλληψή του. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν και εδώ ο δικαστής Θάγιερ (Thayer) ο οποίος μετά την ομόφωνη καταδικαστική απόφαση των ενόρκων, επέβαλε στον Βαντσέτι ποινή κάθειρξης 12 έως 15 χρόνια (ποινή που ακόμα και τότε θεωρήθηκε δυσανάλογα βαριά.)|[9]

Οι δυο προφυλακισμένοι παραπέμφθηκαν στις 11 Σεπτεμβρίου 1920 σε δίκη - με απόφαση του Εισαγγελέα των επαρχιών Νόρφολκ και Πλύμουθ της Μασαχουσέτης, Φρανκ Κάτζμαν. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1920 πραγματοποιήθηκε η μεγάλη βομβιστική επίθεση στη Γουόλ Στριτ(D/R) στην οποία σκοτώθηκαν 38 πολίτες και τραυματίστηκαν 200. Οι αρχές απέδωσαν την επίθεση στον Μάριο Μπόντα, για την παραπομπή σε δίκη των δυο συντρόφων του, ωστόσο οι ένοχοι δεν βρέθηκαν ποτέ.[10]

Οι δύο κατηγορούμενοι Επεξεργασία

 
το χωριό καταγωγής του Νίκολα Σάκο, Τορεματζόρε, σε καρτ-ποστάλ των αρχών του αιώνα.

Ο Νικόλα Σάκο (όνομα γέννησης: Ferdinando Sacco) γεννήθηκε στο χωριό Τορεματζόρε (Torremaggiore) της Απουλίας στην Ιταλία στις 22 Απριλίου του 1891, το τρίτο από τα 17 παιδιά μιας σχετικά εύπορης οικογένειας ελαιοπαραγωγών.[11] Σε ηλικία 14 ετών σταμάτησε το σχολείο προκειμένου να δουλέψει στα κτήματα του πατέρα του και δυο χρόνια αργότερα, το 1908 και σε ηλικία 16 χρονών έφυγε μετανάστης για τις ΗΠΑ μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Σαμπίνο. Δούλεψε αρχικά ως ανειδίκευτος εργάτης σε δουλειές του ποδαριού αλλά το 1909 και αφού ο αδερφός του επέστρεψε στην Ιταλία - ξεκίνησε τη μαθητεία του ως τσαγκάρης, δουλεύοντας στο εργοστάσιο παπουτσιών "Milford Shoe Company". Το 1912 παντρεύτηκε την επίσης Ιταλίδα μετανάστρια Ρόζα Τζαμπέλλι (Rosina (Rosa) Zambelli), και το 1913 γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, ο Ντάντε, (το δεύτερο παιδί τους, η Ινέζ, γεννήθηκε το 1920 όταν μάλιστα ο Σάκο ήταν προφυλακισμένος).[12]

Από το 1912 και μετά αρχίζει να αναπτύσσεται και το ενδιαφέρον του για την πολιτική κατάσταση και για τη ζωή των εργατών και φτωχών ανθρώπων μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, όταν και συμμετείχε σε μια επιτροπή βοήθειας και συμπαράστασης στον Ιταλό μετανάστη Αρτούρο Τζοβαντίτι (Arturo Giovannitti) κατηγορούμενο για φόνο (με ένα επίσης, σαθρό κατηγορητήριο).[13] Από αυτήν την ομάδα γνωρίστηκε και έγινε το 1913 μέλος της αναρχικής ομάδας "Circolo di Studi Sociali" («Κύκλος κοινωνικών μελετών»), και συνδρομητής της αναρχικής εφημερίδας "Cronaca Sovversiva" («Ανατρεπτικά Χρονικά») του επίσης αναρχικού Λουίτζι Γκαλεάνι (Luigi Galleani). Με τον Μπαρτολομέο Βαντσέτι γνωρίστηκε τον Μάιο του 1917 επ' ευκαιρία της ολιγόμηνης φυγής τους στο Μεξικό προκειμένου να μην καταταγούν στο εκστρατευτικό σώμα που προετοίμαζε η κυβέρνηση για αποστολή στην Ευρώπη στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο Μεξικό υιοθέτησε και το ψευδώνυμο Νικόλα Μοσμακοτέλι (Mosmacotelli - το επίθετο της μητέρας του), με το οποίο έμεινε γνωστός στους αναρχικούς κύκλους. Τον Σεπτέμβριο του 1917 όταν επέστρεψε στην Αμερική, πήρε την οικογένειά του, εγκαταστάθηκε στο Στόουτον (Stoughton) της Μασαχουσέτης και έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο παπουτσιών "Kelly Shoe Factory".[14]

Ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου του 1888 στο χωριό Βιλαφαλέτο (Villafalletto) του Πεδεμοντίου ο πρώτος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του διατηρούσε εκτός από χωράφια και ένα καφενείο στην περιοχή. Αν και ο Βαντσέτι, σε αντίθεση με τον Σάκο, αγαπούσε το σχολείο και το διάβασμα, όταν έγινε 13 χρονών ο πατέρας του τον ανάγκασε να σταματήσει το σχολείο και να μπει μαθητευόμενος σε ζαχαροπλαστείο. Δούλεψε σαν βοηθός ζαχαροπλάστη για 7 συνεχόμενα χρόνια μέχρι που η εμφάνιση πλευρίτιδας τον έκανε το 1907 να σταματήσει τη δουλειά. Στο διάλειμμα των μηνών της ανάρρωσης διάβαζε πολλά βιβλία κυρίως φιλοσοφικού περιεχομένου. Μετά τον απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του από καρκίνο, με την οποία ήταν ιδιαίτερα δεμένος, αποφάσισε, παρά την αντίθετη γνώμη του πατέρα του, να μεταναστεύσει στην Αμερική, κοντά σε ένα θείο του. Την άφιξή του στη Νέα Υόρκη και την εντύπωση που του έκανε την περιγράφει στο βιβλίο που έγραψε στα χρόνια της φυλάκισης «Η ιστορία μιας προλεταριακής ζωής»:

 
Αναμνηστική πλακέτα του Μπ. Βαντσέτι στο κοιμητήριο του χωριού του

«[...]Πόσο καλά θυμάμαι που στάθηκα στο Mπάτερυ, στη νότια πλευρά της Νέας Υόρκης, μόλις είχα φτάσει, με τα λιγοστά μου υπάρχοντα και ρούχα κι ελάχιστα χρήματα. Μέχρι χθες ήμουνα με ανθρώπους που με καταλάβαιναν. Σήμερα το πρωί σαν να είχα ξυπνήσει σε μια χώρα όπου η γλώσσα μου -το νόημά της- σήμαινε για τον ντόπιο ό,τι και η αξιολύπητη κραυγή ενός κουτού ζώου. Πού να πήγαινα; Τι να ’κανα; Εδώ ήταν η γη της επαγγελίας. Ο υπερσιδηρόδρομος με προσπερνούσε θορυβωδώς, χωρίς απάντηση. Οι άμαξες και τα τρόλεϊ τρέχανε από δίπλα μου, ανέμελα, χωρίς να μου δίνουν σημασία… Πήγα στο Mέριντεν του Kονέκτικατ και δούλεψα στα λατομεία, στην πιο δύσκολη ανειδίκευτη εργασία. Ζούσα όμως μ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Ήταν Tοσκανοί κι οι δυο και δοκίμασα πολλές στιγμές χαράς μαθαίνοντας την όμορφη τοσκανική διάλεκτο… Σ’ όλα τα χρόνια μου στο Σπρίνγκφιλντ και το Mέριντεν δεν έμαθα βέβαια μόνον τοσκανικά. Έμαθα ν’ αγαπώ και να συμπάσχω μ’ όλους εκείνους που, όπως κι εγώ, ήταν έτοιμοι να δεχτούν τον αθλιότερο μισθό για να κρατηθούνε σώοι ψυχή και σώματι. Έμαθα πως η ταξική συνείδηση δεν ήταν φράση που εφηύραν οι προπαγανδιστές, μα δύναμη πραγματική και ζωτική και πως όσοι νιώθαμε τη σημασία της δεν ήμασταν χαμένα κορμιά, μα ανθρώπινα όντα.[...]»[15]

Μετά το Μέριντεν του Κονέκτικατ πήγε στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης όπου δούλεψε εργάτης σε τουβλοποιία, ξαναγύρισε στη Νέα Υόρκη όπου δούλεψε σαν βοηθός ζαχαροπλάστη και όταν απολύθηκε, αναγκάστηκε να ζήσει μερικούς μήνες άστεγος και περιπλανωμένος μέχρι που βρήκε δουλειά στο Σπρίνγκφιλντ και πάλι σαν βοηθός χτίστη. Από το 1913 ζούσε στο Πλύμουθ της Μασαχουσέτης στο σπίτι της οικογένειας Μπρίνι, ως οικότροφος, μέχρι το 1917 που έφυγε και αυτός στο Μεξικό. Εν τω μεταξύ, και λόγω των συνθηκών της ζωής του και λόγω των διαβασμάτων του - παρέμεινε επιμελής αναγνώστης βιβλίων για όλη τη ζωή του - ασπάστηκε τον αναρχισμό, μέσα από την ιδεολογία του Λουίτζι Γκαλεάνι, η οποία αποτυπωνόταν στην εφημερίδα "Cronaca Sovversiva" («Ανατρεπτικά Χρονικά»).[13] Το 1916 μάλιστα είχε ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στη διοργάνωση της απεργίας των εργαζομένων της εταιρείας σχοινοποιίας του Πλύμουθ (Plymouth Cordage Company), στην οποία μάλιστα είχε δουλέψει και ένα διάστημα. Στις 5 Μαΐου του 1917 απέκτησε την αμερικανική ιθαγένεια και κλήθηκε να μετάσχει στον στρατό των ΗΠΑ που μόλις λίγες ημέρες πριν είχε μπει στον πόλεμο.[16] Έφυγε και εκείνος για το Μεξικό. Με την επιστροφή του στις ΗΠΑ επέστρεψε στο Πλύμουθ και στην οικογένεια Μπρίνι, ενώ έγινε πλανόδιος πωλητής ψαριών, επάγγελμα που του έδινε περισσότερη ικανοποίηση από την εργασία σε εργοστάσιο.

Η Δίκη Επεξεργασία

 
Ευρωπαίος αναρχικός επιδιώκει να καταστρέψει την Αμερική. Σκίτσο που αντικατοπτρίζει ανάγλυφα την ατμόσφαιρα στις ΗΠΑ εκείνη την περίοδο. Σκίτσο δημοσιευμένο τον Ιούλιο του 1919
Σύμφωνα με τον έγκριτο νομικό της εποχής Michael Musmanno, η Αμερική εκείνα τα χρόνια βρισκόταν υπό την επήρεια του φόβου των Κόκκινων(D/R) όπως ονομάστηκε η πιθανότητα "Κόκκινοι (Κομμουνιστές) να προσπαθήσουν να καταλάβουν την εξουσία στις ΗΠΑ έτσι όπως το είχαν κάνει μόλις πέντε χρόνια πριν στη Ρωσία. Γι' αυτό και η αμερικανική κυβέρνηση είχε εξαπολύσει όλα τα μέσα νόμιμα και παράνομα προκειμένου να να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να καταστείλει οποιαδήποτε υπόνοια εξέγερσης και αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας της χώρας μάλιστα, Mitchell Palmer, είχε εκδώσει σχετικούς νόμους που επέτρεπαν εισβολές στα σπίτια από αστυνομικά όργανα προκειμένου να κατάσχουν ανατρεπτικό υλικό και να συλλάβουν άτομα με ανατρεπτική ιδεολογία. Οι συλληφθέντες αντιμετώπιζαν εκτός από το ενδεχόμενο της φυλάκισης και αυτό της απέλασης αν επρόκειτο για μετανάστες. Οι επιδρομές σε σπίτια υπόπτων χωρίς ένταλμα έμειναν γνωστές στην αμερικανική ιστορία σαν οι «επιδρομές Μίτσελ». Γι΄ αυτό και οι τέσσερεις σύντροφοι αποφάσισαν να πάρουν το αυτοκίνητο και να πάνε να πάρουν και να πετάξουν όλα τα αναρχικά έντυπα από τα σπίτια των συντρόφων τους στην περιοχή - για να τους προστατέψουν. Όταν όμως έφτασαν στο γκαράζ και ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε να τους το δώσει γιατί δεν είχε πινακίδες έφυγαν άπρακτοι.

Η δίκη για τη ληστεία μετά φόνων στο Μπρέιντρι ξεκίνησε ένα χρόνο περίπου μετά το περιστατικό, στις 31 Μαΐου του 1921 στο δικαστικό μέγαρο της πόλης Ντένταμ (Dedham) πρωτεύουσα της κομητείας Νόρφολκ της Μασαχουσέτης υπό την προεδρία του δικαστή Γουέμπστερ Θάγιερ (Webster Thayer) ενός ακραίου συντηρητικού δικαστή που «δεν έβλεπε τους "κόκκινους" σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ' ένα μίσος που ήταν σχεδόν θρησκευτικό» [17]

Στη δίκη τέθηκαν υπόψη των ενόρκων τα παρακάτω στοιχεία: [18]

  • Καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων : Εφτά αυτόπτες μάρτυρες αναγνώρισαν θετικά τον Νικόλα Σάκο ως το άτομο που είδαν να περιφέρεται στην περιοχή της ληστείας την ώρα περίπου που διαπράχθηκε. Τέσσερεις αυτόπτες μάρτυρες ισχυρίστηκαν το ίδιο και για τον Μπαρτολομέο Βαντσέτι.
  • Ευρήματα της βαλλιστικής έρευνας: Ένας εμπειρογνώμων αποφάνθηκε ότι η σφαίρα νούμερο 3 (η μοιραία σφαίρα για τον φρουρό) είχε προέλθει από το πιστόλι του Σάκκο ενώ άλλοι δυο εμπειρογνώμονες αποφάνθηκαν το αντίθετο. Το πιστόλι που βρέθηκε στην κατοχή του Βαντσέτι κατά τη στιγμή της σύλληψής του, θεωρήθηκε από την κατηγορούσα αρχή ότι ανήκε στο φρουρό που σκότωσαν κατά τη διάρκεια της ληστείας, ενώ ο Βαντσέτι ισχυρίστηκε ότι το είχε αγοράσει από κάποιον φίλο του λίγους μήνες πριν συλληφθεί. Ο φίλος του κατέθεσε για την αλήθεια των ισχυρισμών του.
  • Άλλα ευρήματα στον τόπο της ληστείας: το καπέλο του Νικόλα Σάκο. Ένα καπέλο τύπου τραγιάσκας περισυνελέχθη στον τόπο του εγκλήματος το οποίο ήταν πανομοιότυπο με αυτό που συνήθιζε να φορά ο Σάκο. Ο Σάκο υποστήριξε ότι δεν φόραγε ποτέ τέτοιου είδους καπέλο. Μάλιστα όταν κλήθηκε ενώπιον των ενόρκων να το δοκιμάσει ισχυρίστηκε ότι του ήταν μικρό - ο Εισαγγελέας ισχυρίστηκε όμως ότι ήταν ακριβώς στα μέτρα του.
  • Απουσία από τη δουλειά: όπως αποδείχτηκε και όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Σάκο, την 15η Απριλίου 1920 είχε πάρει το ρεπό του από την εταιρία που εργαζόταν και είχε πάει στη Βοστώνη προκειμένου να θεωρήσει το ιταλικό διαβατήριό του για να επισκεφτεί τους γονείς του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο υπάλληλος του ιταλικού προξενείου δεν τον θυμήθηκε ωστόσο εφτά μάρτυρες τον αναγνώρισαν ως το άτομο που έπαιρνε το μεσημεριανό του γεύμα στο Boni's Restaurant στη Βοστώνη.
  • Ενδείξεις ενοχές ( ή συνείδηση της ενοχής τους) Με τον όρο αυτό στο αμερικανικό σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης νοούνται συμπεριφορές ή δηλώσεις του κατηγορουμένου πριν ή και μετά την τέλεση του εγκλήματος, στις οποίες αυτός δεν θα προέβαινε, εάν ήταν αθώος. Από συμπεριφορές ή δηλώσεις, όπως π.χ. η διαφυγή από τον τόπο του εγκλήματος, το ψεύτικο άλλοθι, οι ψευδείς δηλώσεις κ.λπ., μπορεί να συνάγεται κατά τρόπο μη άμεσο η ενοχή του κατηγορουμένου. [19] : Τα ψέματα που είπαν οι δυο συλληφθέντες κατά τη διάρκεια της ανάκρισής τους, (ότι δεν ήξεραν τον Μπόντα, ότι δεν πήγαν στο γκαράζ) θεωρήθηκαν από τον Εισαγγελέα, ως ενδείξεις της ενοχής τους. Κατά τη διάρκεια της δίκης τους όμως, οι Σάκο και Βαντσέτι εξήγησαν ότι επειδή δεν ήξεραν ποιος ήταν ο λόγος της σύλληψής τους - τους ανέκριναν χωρίς να τους πουν γιατί κατηγορούνταν - θεώρησαν ότι η Αστυνομία είχε μάθει ότι ήταν αναρχικοί και ότι συμμετείχαν (σύμφωνα με την τότε κρατούσα θεωρία) σε ανατρεπτικές κατά του πολιτεύματος των ΗΠΑ ενέργειες. Τους ρωτούσαν συνεχώς για τα πολιτικά πιστεύω τους, πράγμα που εδραίωσε την πεποίθησή τους. Ως αποτέλεσμα, από φόβο μην τυχόν έχουν και αυτοί την ίδια τύχη με τον σύντροφό τους Αντρέα Σαλσέντο (Andrea Salsedo)[20] αλλά και μην τυχόν αποκαλύψουν ονόματα συντρόφων, αρνήθηκαν τα πάντα.

Στις 14 Ιουλίου 1920 οι ένορκοι αποφάνθηκαν υπέρ της ενοχής των κατηγορουμένων για ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού και αποφασίζουν τη θανατική ποινή.

Μετά τη Δίκη Επεξεργασία

Σχεδόν αμέσως μετά τη δίκη και για όλο το διάστημα μέχρι την εκτέλεση της ποινής η υπεράσπιση των δυο κατηγορουμένων προχώρησε σε μια σειρά αιτήσεις για επανεκδίκαση λόγω διαδικαστικών σφαλμάτων και παραβιάσεων της νομοθεσίας. Οι αιτήσεις αφορούσαν την έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους του προεδρεύοντος των ενόρκων Ρίπλεϊ (Νοέμβριος 1921), το παράνομο της κλήσης και της κατάθεσης μάρτυρα καταδικασμένου για κλοπές (Ιούλιος 1922), την αλλαγή της κατάθεσης αυτοπτών μαρτύρων (Σεπτέμβριος 1922), την ένορκη βεβαίωση των εμπειρογνομώνων ότι αλλοιώθηκαν από τον Εισαγγελέα οι απόψεις τους, σχετικά με τη βαλλιστική έρευνα (Απρίλιος και Νοέμβριος 1923). Ο δικαστής δεν έκανε δεκτή καμία από τις αιτήσεις μη αναγνωρίζοντάς τη βασιμότητά τους.

Το Νοέμβριο του 1925 όμως, ήρθε στο φως μια μαρτυρία που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τη μοίρα των δυο καταδικασμένων. Ο Τσελεστίνο Μεντέιρο (Celestino Medeiros) προφυλακισμένος για κλοπές στη φυλακή του Ντένταμ όπως και Σάκο, στέλνει ιδιόχειρο σημείωμα στον Σάκο όπου παραδέχεται ότι τη ληστεία και τις δολοφονίες των δυο υπαλλήλων την έκανε η συμμορία του Μορέλι, και ότι αυτός ήταν μέσα στο αυτοκίνητο και οδηγούσε και όχι ο Βανζέτι.[21] Η υπεράσπιση αναλαμβάνει να ελέγξει την ομολογία του και συγκεντρώνει πληροφορίες και στοιχεία για τη δράση της συμμορίας Μορέλλι στην περιοχή. Με αυτά τα δεδομένα αιτείται ακόμα μια επανεκδίκαση (Μάιος 1926). Ο δικαστής Θάγιερ όμως απορρίπτει και αυτή την αίτηση θεωρώντας τον Μεντέιρο αναξιόπιστο μάρτυρα και την ομολογία του ψεύτικη.[22]

Η νομική ομάδα των Σάκο και Βαντσέτι προχωρά σε προσφυγές προς το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης. Η προσφυγή απορρίφθηκε τον Απρίλιο του 1927. Τα ένδικα μέσα είχαν τελειώσει και αυτό σήμαινε ότι το τελευταίο καταφύγιο της υπεράσπισης είναι η παρέμβαση του Κυβερνήτη της Μασσαχουσέτης, Άλβαν Φούλερ. Ο Φούλερ επισκέπτεται και συνομιλεί με τους δυο μελλοθάνατους και διορίζει τριμελή επιτροπή επανεξέτασης - στην οποία συμμετέχουν δυο καθηγητές Πανεπιστημίου κα ένας νομικός - για να μελετήσει και να αποφανθεί για την υπόθεση. Το πόρισμα της επιτροπής είναι εξίσου καταδικαστικό (Απρίλιος 1927), ο Κυβερνήτης αρνείται να δώσει χάρη και η απόφαση εκτελείται στις 23 Αυγούστου του 1927.

Παγκόσμια συμπαράσταση Επεξεργασία

 
Κάλεσμα σε διαμαρτυρία στο Λονδίνο.

Παράλληλα με τις αιτήσεις και τις προσφυγές στη Δικαιοσύνη κλίμα συμπαράστασης προς τους δυο κατηγορουμένους άρχισε να διαμορφώνεται και στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη. Οι διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις για τις κακοδικίες και τη μεροληψία του δικαστή, όσο πλησιάζει η μέρα της εκτέλεσης επεκτείνονται σε παγκόσμιο σχεδόν επίπεδο, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο εκείνη την εποχή. Οι πρώτοι που συμπαραστέκονται στους δυο καταδικασθέντες είναι φυσικά οι αναρχικοί σύντροφοί τους, που σποραδικά κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους, με (μικρής κλίμακας) βομβιστικές επιθέσεις. Μετά την απόφαση του δικαστή, στην Ιταλία εμφανίζονται οι πρώτες διαμαρτυρίες ενώ η «Ένωση Συνδικάτων» της Ρώμης, απευθύνει τον Αύγουστο του 1921 επιστολή διαμαρτυρίας προς τον τότε Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ουόρεν Χάρντινγκ, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1921 τα γαλλικά εργατικά σωματεία ίδρυσαν την «Κεντρική Επιτροπή Συμπαράστασης» για να προσφέρει οικονομική και ηθική βοήθεια. Στις 24 Οκτωβρίου οργανώθηκε στο Παρίσι μεγάλη διαδήλωση στην αμερικάνικη πρεσβεία στην οποία κινητοποιήθηκαν 10.000 αστυνομικοί και 18.000 στρατιώτες.[23]

Την εκστρατεία ανατροπής της δικαστικής απόφασης που σχεδίασε η νομική ομάδα των Σάκο και Βαντσέτι, συμπλήρωσε και υποστήριξε ένα διεθνές κύμα αλληλεγγύης, με πρωτοπόρους τους διανοούμενους και τους εργάτες. Τον Δεκέμβριο του 1922 κατά τη διάρκεια του 4ου συνεδρίου της, η Κομμουνιστική Διεθνής κάλεσε όλα τα μέλη της να δημιουργήσουν κατά τόπους «επιτροπές βοήθειας» ώστε να υποστηρίξουν υλικά και ηθικά όλους τους αγωνιζόμενους για τα εργατικά δικαιώματα : «Η επίθεση του καπιταλισμού σε όλες τις αστικές χώρες οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των κομμουνιστών και των ακομμάτιστων εργατών που αγωνίζονται εναντίον του καπιταλισμού και στενάζουν στα μπουντρούμια. Το 4ο Συνέδριο ζητάει από όλα τα κομμουνιστικά Κόμματα να δημιουργήσουν μια οργάνωση, που σκοπό θα έχει να βοηθήσει υλικά και ηθικά τους φυλακισμένους του καπιταλισμού και χαιρετίζει την πρωτοβουλία των οργανώσεων των παλιών Ρώσων μπολσεβίκων που άρχισαν να δημιουργούν μια διεθνή ένωση τέτοιου είδους οργανώσεων».[24] Αλλά και οι διανοούμενοι όπως ο Άλμπερτ Αινστάιν, ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω και ο Χ. Τζ. Γουέλς έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στον Κυβερνήτη Φούλερ. Και δεν ήταν οι μόνοι. Από τις επιστολές που στάλθηκαν στον κυβερνήτη ξεχωρίζει μία που φέρει τις υπογραφές 474.842 ατόμων και άλλη 153.000 ατόμων.[25]

Η εκτέλεση Επεξεργασία

 
Αναμνηστικό επιστολικό δελτάριο που κυκλοφόρησε η B.E.K.(D/R) τον Αύγουστο του 1927.

Μετά από έξι χρόνια σε ξεχωριστές φυλακές οι δυο μελλοθάνατοι συναντιούνται και πάλι στις φυλακές της πόλης του Τσαρλστάουν της Βοστώνης, χώρος που είχε καθοριστεί να γίνει η εκτέλεση της ποινής στις 22 Αυγούστου. Η πόλη του Τσαρλστάουν θύμιζε κατεχόμενη από στρατό πόλη αφού αναπτύσσονται χιλιάδες αστυνομικοί και στρατιώτες για το φόβο επεισοδίων. Την ημέρα της εκτέλεσης 70.000 πολίτες συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της πόλης. Οι δυο καταδικασμένοι θανατώθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα το τελευταίο λεπτό της τελευταίας ώρας της 23ης Αυγούστου 1927.

Τις επόμενες μέρες κίνημα θυμού και αγανάκτησης εκδηλώθηκε παγκόσμια: η συμμετοχή στην κηδεία των δυο - πλέον - ηρώων ήταν η μεγαλύτερη συμμετοχή κόσμου σε κηδεία μέχρι τότε. Στις 28 Αυγούστου όταν και έγινε η κηδεία 200.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για να την παρακολουθήσουν την πομπή ως το νεκροταφείο της πόλης όπου και αποτεφρώθηκαν. Παράλληλα, πορείες διαμαρτυριών είχαν ξεσπάσει στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Γενεύη, στη Ρώμη, στο Άμστερνταμ, στο Τόκιο, στο Γιοχάνεσμπουργκ και στη Νότια Αμερική.[26]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Opinion has remained divided on whether Sacco and Vanzetti were guilty as charged or whether they were innocent victims of a prejudiced legal system and a mishandled trial. Some writers have claimed that Sacco was guilty but that Vanzetti was innocent. Many historians believe, however, that the two men should have been granted a second trial in view of their trial’s significant defects. https://www.britannica.com/biography/Sacco-and-Vanzetti
  2. Michael A. Musmano (Ιανουαρίου 1961). The Sacco-Vanzetti Case: A Miscarriage of Justice. 47. American Bar Association. σελ. 29,30. 
  3. https://theartofcrime.gr/οι-sacco-vanzetti-δεν-πρέπει-να-πεθάνουν-η-διαρ/#_ftn8
  4. «[...]Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Σάκο και Βαντσέτι, την οποία αφήσαμε τελευταία. Τον Ιούλη του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αγωνιστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκο και Βαντσέτι κατεδικάσθησαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκη, να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους - «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι». Η αμερικανική αστική τάξη μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη. Πότε, όμως; Τότε που δεν την έχει κανείς ανάγκη, παρά μόνον η ίδια.» https://www.rizospastis.gr/story.do?id=4166984
  5. http://libcom.org/history/reexamining-sacco-vanzetti-case-howard-zinn
  6. https://www.mass.gov/info-details/sacco-vanzetti-the-crime-scene
  7. "Buda was accused of being a co-felon with Sacco and Vanzetti in the South Braintree hold-up and was questioned by Police Chief Stewart (to whom he was Mike Boda). He escaped prosecution by going on the lamb". https://www.famous-trials.com/saccovanzetti/771-keyfigures
  8. https://www.mass.gov/info-details/sacco-vanzetti-investigation-and-arrest
  9. https://www.mass.gov/info-details/sacco-vanzetti-the-trial
  10. https://www.newenglandhistoricalsociety.com/mario-buda-the-other-boston-bomber/
  11. https://www.treccani.it/enciclopedia/ferdinando-sacco_%28Dizionario-Biografico%29/
  12. https://landandfreedom.gr/el/istoria/34-gia-tous-sako-kai-vantseti
  13. 13,0 13,1 https://www.famous-trials.com/saccovanzetti/771-keyfigures
  14. Michael A. Musmano (Ιανουαρίου 1961). The Sacco-Vanzetti Case: A Miscarriage of Justice. 47. American Bar Association. σελ. 29. 
  15. Bartolomeo Vanzetti : «Η ιστορία μιας προλεταριακής ζωής», "Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ", 2014, σελ. 11 - 12 https://landandfreedom.gr/el/istoria/34-gia-tous-sako-kai-vantseti
  16. https://www.treccani.it/enciclopedia/bartolomeo-vanzetti_%28Dizionario-Biografico%29/
  17. Έγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης - Οι μεγάλες δίκες της Ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 164.
  18. https://www.mass.gov/info-details/sacco-vanzetti-the-evidence#ballistics-evidence-
  19. https://theartofcrime.gr/οι-sacco-vanzetti-δεν-πρέπει-να-πεθάνουν-η-διαρ/#_ftn11
  20. Αναρχικός σύντροφος των Σάκο και Βαντσέτι, τυπογράφος που ζούσε στη Νέα Υόρκη, απήχθη από μέλη του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (χρησιμοποιώ τη λέξη «απήχθη» για να περιγράψω την παράνομη αρπαγή ενός προσώπου) και κρατήθηκε στα γραφεία του FBI στον 14ο όροφο του κτιρίου της Παρκ Ρόου (Park Row). Σύμφωνα με έναν συγκρατούμενό του, δεν τον άφησαν να καλέσει την οικογένειά του, τους φίλους του ή κάποιον δικηγόρο και τον ανέκριναν και τον έδειραν. Κατά τη διάρκεια της όγδοης βδομάδας κράτησής του, στις 3 Μαΐου 1920, το σώμα του Σαλσέντο βρέθηκε πολτοποιημένο στο πεζοδρόμιο κοντά στο κτίριο της Παρκ Ρόου και το FBI ανακοίνωσε ότι είχε αυτοκτονήσει πηδώντας από το παράθυρο του δωματίου του 14ου ορόφου στο οποίο τον κρατούσαν. Αυτό έγινε ακριβώς δύο μέρες πριν συλληφθούν οι Σάκο και Βαντσέτι https://landandfreedom.gr/el/istoria/30-sako-kai-vantseti-tou-xaouarnt-zin-howard-zinn
  21. «Ομολογώ ότι πήρα μέρος στο έγκλημα του Σάουθ Μπράιντρι και ότι οι Σάκο και Βαντσέτι δεν συμμετείχαν».https://www.imerodromos.gr/sacco-vanzetti/
  22. Joughin, Louis; Morgan, Edmund M. (2015). The Legacy of Sacco and Vanzetti. Princeton University Press.
  23. https://tvxs.gr/news/unlisted/sacco-και-vanzetti-82-χρόνια-από-την-καταδίκη-των-δύο-θρυλικών-αναρχικών
  24. https://www.rizospastis.gr/story.do?id=4166984
  25. https://tvxs.gr/news/unlisted/sacco-και-vanzetti-82-χρόνια-από-την-καταδίκη-των-δύο-θρυλικών-αναρχικών
  26. https://alterthess.gr/sako-kai-vantseti/

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Parr, James L. (2009). Dedham: Historic and Heroic Tales from Shiretown. Arcadia Publishing Incorporated. ISBN 9781625842770. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2019. 
  • Paul Avrich, Anarchist Voices: An Oral History of Anarchism in America. Princeton, NJ: Princeton University Press, 1996. (ISBN 9780691044941).
  • Paul Avrich, Sacco and Vanzetti: The Anarchist Background, Princeton, NJ: Princeton University Press, 1991. (ISBN 9780691026046).
  • Eli Bortman, Sacco & Vanzetti. Boston: Commonwealth Editions, 2005. (ISBN 9781889833767).
  • Robert D'Attilio, "La Salute è in Voi: the Anarchist Dimension" in Sacco-Vanzetti: Developments and Reconsiderations – 1979, Conference Proceedings (Boston: Trustees of the Public Library of the City of Boston, 1982). (ISBN 9780890730676).
  • Luigi Botta, "Sacco e Vanzetti: giustiziata la verità" (prefazione di Pietro Nenni), Edizioni Gribaudo, Cavallermaggiore, Robert D'Attilio, "La Salute è in Voi: the Anarchist Dimension" in Sacco-Vanzetti: Developments and Reconsiderations, 1978
  • Luigi Botta, "La marcia del dolore – I funerali di Sacco e Vanzetti – Una storia del Novecento", introduzione di Giovanni Vanzetti, contributi di Robert D'Attilio e Jerry Kaplan, contiene DVD del funerale, Nova Delphi Libri, Roma, 2017, (ISBN 9788897376569).
  • Luigi Botta, "Sacco & Vanzetti (Cronologia – Strumenti di ricerca)", Edizioni Cristoforo Beggiami, Savigliano, 2017
  • Luigi Botta, "1927–2017 Sacco e Vanzetti", Istituto Storico della Resistenza, Cuneo, 2017
  • Luigi Botta, "Le carte di Vanzetti", Nino Aragno Editore, Torino, 2019, (ISBN 9788884199966).
  • Herbert B. Ehrmann, The Case That Will Not Die: Commonwealth vs. Sacco and Vanzetti, Boston: Little, Brown and Company, 1969. (ISBN 9780491000246).
  • Howard Fast, The Passion of Sacco and Vanzetti, A New England Legend. New York: Blue Heron Press, 1953. (ISBN 9780837155845).
  • David Felix, Protest: Sacco-Vanzetti and the Intellectuals, Bloomington, IN: Indiana University Press, 1965.
  • Roberta Strauss Feuerlicht, Justice Crucified, The Story of Sacco and Vanzetti, McGraw-Hill Book Company, 1977
  • Felix Frankfurter, "The Case of Sacco and Vanzetti", Atlantic Monthly, March 1927. – Reprinted in book form as The Case of Sacco and Vanzetti: A Critical Analysis for Lawyers and Laymen. Boston: Little, Brown and Company, 1927.
  • James Grossman, "The Sacco-Vanzetti Case Reconsidered", in Commentary, January 1962
  • Brian Harris, Injustice. Sutton Publishing. 2006.
  • Brian Jackson, The Black Flag: A Look Back at the Strange Case of Nicola Sacco and Bartolomeo Vanzetti, Boston: Routledge & Kegan Paul, 1981
  • G. Louis Joughin and Edmund M. Morgan, The Legacy of Sacco and Vanzetti. New York: Harcourt, Brace and Company, 1948.
  • Joseph B. Kadane and David A. Schum, A Probabilistic Analysis of the Sacco and Vanzetti Evidence, Wiley Series in Probability & Mathematical Statistics, 1996
  • Murray Kempton, Part of our Time: Some Monuments and Ruins of the Thirties. New York: Simon & Schuster, 1955.
  • Eugene Lyons The Life and Death of Sacco and Vanzetti. New York: International Publishers, 1927.
  • Eugene Lyons, Assignment in Utopia. New York: Harcourt Brace, 1937.
  • Massachusetts Supreme Judicial Court ruling denying new trial at Case citation 255 Mass. 369, decided May 12, 1926.
  • Robert Montgomery, Sacco-Vanzetti: The Murder and the Myth. New York: Devin-Adair, 1960.
  • Michael Musmanno, After Twelve Years. New York: Alfred A. Knopf, 1939.
  • John Neville, Twentieth-Century Cause Cèlébre [sic]: Sacco, Vanzetti, and the Press, 1920–1927. Westport, CT: Praeger, 2004.
  • Richard Newby, Kill Now, Talk Forever: Debating Sacco and Vanzetti. Bloomington, IN: AuthorHouse, 2002.
  • Katherine Anne Porter, The Never-Ending Wrong, Boston: Little, Brown, 1977.
  • Report to the Governor in the Matter of Sacco and Vanzetti, Boston: Commonwealth of Massachusetts, 1977.
  • Francis Russell, Sacco and Vanzetti: The Case Resolved. New York: Harper & Row, 1986.
  • Francis Russell, Tragedy in Dedham: The Story of the Sacco-Vanzetti Case. New York: McGraw-Hill, 1962.
  • Nicola Sacco and Bartolomeo Vanzetti, The Letters of Sacco and Vanzetti. New York: Octagon Books, 1928.
  • Nicola Sacco, The Sacco-Vanzetti Case. New York: Russell & Russell, 1931.
  • Sacco-Vanzetti: Developments and Reconsiderations – 1979, Conference Proceedings, Boston: Trustees of the Public Library of the City of Boston, 1979.
  • The Sacco-Vanzetti Case: Transcript of the Record of the Trial of Nicola Sacco and Bartolomeo Vanzetti in the Courts of Massachusetts, 6 vols., New York: Henry Holt & Co., 1928–29
  • Upton Sinclair, Boston: A Documentary Novel of the Sacco-Vanzetti Case, Cambridge: R. Bentley, 1978
  • James E. Starrs, "Once More Unto the Breech: The Firearms Evidence in the Sacco and Vanzetti Case Revisited", Journal of Forensic Sciences (1986), pp. 630–654, 1050–1078.
  • Susan Tejada, In Search of Sacco & Vanzetti: Double Lives, Troubled Times, & the Massachusetts Murder Case that Shook the World. Boston: Northeastern University Press, 2012.
  • Moshik Temkin, The Sacco-Vanzetti Affair: America on Trial. New Haven, CT: Yale University Press, 2009.
  • Lorenzo Tibaldo, Sotto un cielo stellato. Vita e morte di Nicola Sacco e Bartolomeo Vanzetti, Turin: Claudiana, 2008.
  • Michael M. Topp, The Sacco and Vanzetti Case: A Brief History with Documents. Boston: Bedford/St. Martin's, 2005.
  • Bruce Watson, Sacco and Vanzetti: The Men, the Murders, and the Judgment of Mankind. New York: Viking Press, 2007.
  • Robert P. Weeks, Commonwealth vs. Sacco and Vanzetti. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall, 1958.
  • William Young and David E. Kaiser, Postmortem: New Evidence in the Case of Sacco and Vanzetti, Amherst, MA: University of Massachusetts Press, 1985.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία