Ο Σάντορ Γκουιντάρ ( ουγγρικά: Sándor Gujdár ) είναι βετεράνος διεθνής Ούγγρος ποδοσφαιριστής. Αγωνιζόταν στη θέση του τερματοφύλακα, ενώ σήμερα ασχολείται με την προπονητική.

Σάντορ Γκουιντάρ
Προσωπικές πληροφορίες
Πλήρες όνομαSándor Gujdár
Ημερ. γέννησης8 Νοεμβρίου 1951 (1951-11-08) (72 ετών)
Τόπος γέννησηςΣέντες, Ουγγαρία
Ύψος1,84 μ
ΘέσηΤερματοφύλακας
Επαγγελματική καριέρα*
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1969–1970Szentesi Kinizsi
1970–1974Szegedi EOL
1974–1982Χόνβεντ Βουδαπέστης247(0)
1982–1984Άρη Θεσσαλονίκης33(0)
1985–1989SC Ostbahn XI
Εθνική ομάδα
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1976–1979Εθνικής Ουγγαρίας25(0)
Προπονητική καριέρα
ΠερίοδοςΟμάδα
1993-1996Χόνβεντ Βουδαπέστης (προπονητής τερματοφυλάκων)
1996–1997Kistarcsa
1998–1999Tiszakécskei LC
2000Βατς (προπονητής τερματοφυλάκων)
2000Βατς
2002-2003Χόνβεντ Βουδαπέστης (προπονητής τερματοφυλάκων)
2003Σόμπατεϊ Χάλαντας (προπονητής τερματοφυλάκων)
2003Σόμπατεϊ Χάλαντας
2003-2004Σόμπατεϊ Χάλαντας (προπονητής τερματοφυλάκων)
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ).

Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1951 στην πόλη Σέντες της νοτιοανατολικής Ουγγαρίας και ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην παιδική ομάδα της Szentesi Kinizsi ενώ ταυτόχρονα διετέλεσε και τερματοφύλακας της τοπικής παιδικής ομάδας υδατοσφαίρισης. Τελικά διάλεξε το χορτάρι αντί για το νερό αν και στην αρχή της καριέρας του δεν αγωνίζονταν ως τερματοφύλακας. Όταν όμως τραυματίστηκε ο τότε τερματοφύλακας της παιδικής ομάδας, ανέλαβε ο Γκουιντάρ τη θέση κάτω από τα γκολπόστ μεταξύ 1957 και 1969.

Το 1970 πήρε μεταγραφή στην Szegedi EAC [που εκείνη την περίοδο ονομάζονταν Szegedi Egyetemi és Olajipari Sport Club (SZEOL)], όπου πέρασε τα επόμενα τέσσερα χρόνια (1970-74).

Το καλοκαίρι του 1974 μετακόμισε στη Βουδαπέστη όπου και πέρασε τα σπουδαιότερα χρόνια της καριέρας του στην Χόνβεντ Βουδαπέστης, με την οποία αγωνίστηκε ως τον Ιούνιο του 1982. Με την Χόνβεντ αναδείχθηκε πρωταθλητής μία φορά (1979–1980) και δευτεραθλητής δύο φορές (1974–1975, 1977–1978) ενώ κατέκτησε και το Κύπελλο Ουγγαρίας (1976-77). Συμμετείχε επίσης στις διεθνείς επιτυχίες της ομάδας, φτάνοντας στους τελικούς του Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης σε δύο διοργανώσεις και στους προημιτελικούς του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ τη σεζόν 1978-1979. Υπερασπίστηκε τα δίχτυα της Χόνβεντ σε 247 ματς πρωταθλήματος, σε 94 εκ των οποίων δεν δέχθηκε γκολ! Διατήρησε ανέπαφη την εστία του τις περισσότερες φορές (19 φορές) τη σεζόν 1977-1978. Τελευταία φορά αγωνίστηκε με τη Χόνβεντ το καλοκαίρι του 1982, στον ισόπαλο αγώνα εναντίον της Rába ETO (σκορ 1-1).

Παράλληλα διετέλεσε βασικός τερματοφύλακας της Εθνικής Ουγγαρίας από το 1976 ως το 1979. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην εθνική ενδεκάδα τον Μάρτιο του 1976, στην ομάδα που νίκησε τους Αργεντινούς με 2-0 [1] στο Népstadion.

Το 1977, υπερασπίστηκε το τέρμα της ουγγρικής ομάδας και στα πέντε προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Υπερασπίστηκε μάλιστα τα δίχτυα της σε 2 αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978, το οποίο διοργανώθηκε στην Αργεντινή. Πιο συγκεκριμένα αγωνίστηκε στις 2 Ιουνίου 1978 στον αγώνα Αργεντινή - Ουγγαρία (2-1) και στις 10 Ιουνίου 1978 στον αγώνα Γαλλία-Ουγγαρία (3-1). Στην εθνική ομάδα αγωνίσθηκε τελευταία φορά το φθινόπωρο του 1979, στον αγώνα διεθνή φιλικό αγώνα Αυστρία- Ουγγαρία 3-1.[2]

Μετά την Χόνβεντ, μεταπήδησε στον Άρη Θεσσαλονίκης, όπου αγωνίστηκε (33 συμμετοχές) και διέπρεψε τη σεζόν 1982-83 [3][4], όταν η επαγγελματική ποδοσφαιρική του καριέρα τελείωσε εντελώς άδοξα ύστερα από έναν σοβαρότατο τραυματισμό στο κεφάλι κατά την διάρκεια ενός οικογενειακού διπλού, τον Αύγουστος του 1983, όταν ο Άρης πραγματοποιούσε την καλοκαιρινή του προετοιμασία στη Φλώρινα με προπονητή τον Αντώνη Γεωργιάδη. Πιο συγκεκριμένα, ο Γκουιντάρ βρέθηκε αντιμέτωπος τετ α τετ με τον συμπαίκτη του Μπάμπη Δουλγεράκη, ο οποίος στην προσπάθεια του να αποφύγει τον Γκουιντάρ, που είχε πέσει στα πόδια του για να μπλοκάρει τη μπάλα, τον χτύπησε άθελα του στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού, προκαλώντας του κάταγμα μετωπιαίου οστού. [5]

Επέστρεψε μεν στα γήπεδα το 1986, ως παίκτης-προπονητής, παίζοντας για τρία χρόνια σε μια αυστριακή ομάδα τετάρτης κατηγορίας, την Ostbahn Xl, αλλά διατήρησε περισσότερο το ρόλο του προπονητή.

Επιστρέφοντας στην Ουγγαρία ασχολήθηκε με την προπονητική τερματοφυλάκων και ανέλαβε διάφορα πόστα τόσο στην Χόνβεντ όσο και άλλες ομάδες. Υπήρξε προπονητής τερματοφυλάκων στη Χόνβεντ για μια δεκαετία, τεχνικός διευθυντής στην Tiszakécské, προπονητής της εθνικής ομάδας αλλά και προπονητής στίβου.[6]

Παραπομπές Επεξεργασία

Εξωτερικές πηγές Επεξεργασία