Σέργιος (Βυζαντινός στρατηγός)

Ο Σέργιος, λατιν.: Sergius, (άκμασε στα μέσα του 6ου αι.) ήταν Βυζαντινός στρατιωτικός αξιωματικός, που δραστηριοποιήθηκε στη βυζαντινή Αφρική κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' (βασ. 527–565). Γιος ενός ιερέα ονόματι Βάκχου, ήταν αδελφός δύο Βυζαντινών αξιωματικών (Κύρου και Σολομώντα ανιψιού) και ανιψιός του διάσημου στρατηγού Σολομώντα. Όταν διορίστηκε κυβερνήτης της Τριπολιτανίας, δολοφόνησε 80 από τους ηγέτες των Λαγουατών, γεγονός που ενέτεινε τις εχθροπραξίες με τις μαυριτανικές φυλές.

Σέργιος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση6ος αιώνας
Δάρας Μεσοποταμίας
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός ηγέτης
Οικογένεια
ΑδέλφιαΚύρος
Σολόμων
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΈπαρχος του Πραιτωρίου

Συμμετείχε στη μάχη του Κιλίου στην οποία σκοτώθηκε ο θείος του και θα γινόταν ο ύπαρχος της Αφρικής. Σε αυτή τη θέση, υιοθέτησε μία αμελή στάση απέναντι στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η επαρχία, καθιστώντας τον εαυτό του αντιδημοφιλή. Όταν έμαθε για τις δυσκολίες στην Αφρική, ο Ιουστινιανός έστειλε τους αξιωματούχους Αρεόβινδο και Αθανάσιο να μοιραστούν την εξουσία με τον Σέργιο. Αυτό αποδείχθηκε ακόμη πιο καταστροφικό και ο Σέργιος ανακλήθηκε. Λίγο αργότερα, μετά από αίτημα του Βελισάριου, στάλθηκε στην Ιταλία με στρατό.

Βιογραφία

Επεξεργασία
 
Η Ρωμαϊκή Αφρική, με τις επαρχίες Βυζακηνή, Ζευγιτανία και Νουμιδία,
 
Σόλιδος του Ιουστινιανού Α' (βασ. 527–565). Επιγρ.: DN IVSTINIANVS PP AVG / VICTORIA AVCCC CON OB.

Ο Σέργιος καταγόταν από οικογένεια από το Δάρας της Μεσοποταμίας. Ήταν ο μεσαίος γιος του ιερέα Βάκχου, αδελφός των αξιωματικών Κύρου και Σολομώντα νεότερο, και ανιψιός του διάσημου στρατηγού Σολομώντα. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 543, όταν διορίστηκε δούκας της Τριπολιτανίας (dux militis Tripolitanae provinciae) και ανήλθε στον βαθμό του «περίβλεπτου» vir spectabilis. Οι πηγές αναφέρουν ότι ήταν ακόμη νέος εκείνη την εποχή.[1] Τον επισκέφτηκε στη Μεγάλη Λέπτιδα, την έδρα της Τριπολιτανίας, η μαυριτανική φυλή των Λαγουατάν, η οποία ζήτησε τη συνήθη πληρωμή και διαβεβαιώσεις ειρήνης. Με τη συμβουλή του Πουδέντιου, επέτρεψε μόνο σε 80 αρχηγούς φυλών να εισέλθουν στην πόλη, με την υπόσχεση ότι θα έκανε ό,τι του ζητούσαν. Ένα συμπόσιο προσφέρθηκε στους Μαυριτανούς και σε αυτό, οι ηγέτες των Βερβέρων σφαγιάστηκαν. Ένας από αυτούς, ωστόσο, κατάφερε να διαφύγει και προειδοποίησε τους δικούς του για το τι είχε συμβεί. Δόθηκε μάχη κοντά στη Μεγάλη Λέπτιδα και οι Μαυριτανοί ηττήθηκαν. Πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά τους σκλαβώθηκαν και τα στρατόπεδά τους λεηλατήθηκαν.[1]

Το 544, καθώς η εξέγερση ξεπερνούσε τον έλεγχο, ο Σέργιος ξεκίνησε για την Καρχηδόνα για να αναζητήσει ενισχύσεις από τον θείο του Σολομώντα. Συνόδευσε τον Σολομώντα και τους αδελφούς του Κύρο και Σολομώντα νεότερο στην πορεία τους εναντίον του φυλάρχου Aντάλα. Ο Σέργιος στρατοπέδευσε μαζί με τους άλλους στην Τεμπέσα και πιθανώς συμμετείχε στη μάχη του Κιλίου, στην οποία οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν και ο θείος του χάθηκε. Σύμφωνα με τις πηγές, ο Σέργιος άφησε τον αδελφό του Σολομώντα να πεθάνει.[1] Μετά το τέλος τού θείου του, ο Σέργιος διορίστηκε κυβερνήτης της Αφρικής από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α' (βασ. 527–565), και του παραχωρήθηκαν πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Ο Σέργιος πιθανότατα διορίστηκε στρατηλάτης (magister militum), μια θέση που κράτησε τουλάχιστον μέχρι το 559, και ύπαρχος της Αφρικής (praefectus praetorio Africae), την οποία ίσως διατήρησε μέχρι το 545, όταν ο Αθανάσιος και ο Αρεόβινδος (απεβ. 546) στάλθηκαν στην Αφρική.[2]

 
Η Θεοδώρα, λεπτομέρειa ψηφιδωτού από τη Βασιλική του Aγ. Βιταλίου στη Ραβέννα.

Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο διορισμός του ως επάρχου της Αφρικής ήταν μία καταστροφή, καθώς ο Σέργιος ανησυχούσε περισσότερο για την επίδειξη των χρημάτων και της εξουσίας του, παρά για τη διαχείριση της επαρχίας. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Προκόπιο, κατά τη διάρκεια της θητείας του αποξενώθηκαν στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και ο αξιωματικός Ιωάννης. Κατά συνέπεια, δεν ελήφθησαν μέτρα για να σταματήσει η προέλαση των Μαυριτανών, που διοικούνταν από τον Αντάλα, ούτε των εξεγερμένων με επικεφαλής τον Στότζα. Σε επιστολή του προς τον Ιουστινιανό Α΄, ο Αντάλας δήλωσε ότι θα έπαυε τις εχθροπραξίες, αν απολυόταν ο Σέργιος και σταλεί άλλος στρατηγός, αλλά ο Αυτοκράτορας δεν συμμορφώθηκε με το αίτημα. Σύμφωνα με όσα αποκαλύπτουν οι πηγές, σε αυτό το σημείο, ο αφρικανικός στρατός ήταν τόσο μικρός, που ο πατέρας Παύλος του Αρδουμέντου δεν έλαβε 80 άνδρες για να ανακτήσει την πόλη του.[2]

Η αυξανόμενη αντιδημοφιλία του Σέργιου στην επαρχία και οι τακτικές επιδρομές από εξεγερμένους και Μαυριτανούς, οδήγησαν στη φυγή πολλών στο εξωτερικό. Έχοντας επίγνωση αυτής της κατάστασης, ο Ιουστινιανός Α΄ έστειλε στην Αφρική τον magister militum Aρεόβινδο, πιθανότατα την άνοιξη του 545, και τον πραιτοριανό έπαρχο Αθανάσιο. Αντί να ανακληθεί, ο Σέργιος μοιράστηκε τη διοίκηση με τον Αρεόβινδο, ενώ τη θέση του ως πραιτοριανού επάρχου ανέλαβε ο Αθανάσιος. Ο Σέργιος διατάχθηκε να αντιμετωπίσει τους Μαυριτανούς της Νουμιδίας και ο Αρεόβινδος αυτούς της Βυζακηνής. Όταν έμαθε ότι ο Αντάλας και ο Στότζας βρίσκονταν κοντά στο Ελ Κεφ (κοντά στα σύνορα με τη Νουμιδία), ο Αρεόβινδος έστειλε τον προαναφερθέντα Ιωάννη να τους αντιμετωπίσει και έγραψε στον Σέργιο ζητώντας ενισχύσεις. Το αίτημα δεν απαντήθηκε, γεγονός που προκάλεσε βαριά βυζαντινή ήττα, που κατέληξε στο τέλος τού Ιωάννη, αν και κατάφερε να σκοτώσει τον Στότζα. Μετά από αυτή την οπισθοδρόμηση, ο Σέργιος ανακλήθηκε ουσιαστικά και η διοίκηση της Αφρικής πέρασε εξ ολοκλήρου στον Αρεόβινδο. Αυτό συνέβη δύο μήνες πριν από την εξέγερση του Γουντάριχ, που θα τελείωνε με το θάνατο του Aρεόβινδου.[1]

Στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης, ο Σέργιος κέρδισε την εκτίμηση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (βασ. 527–548), η οποία τον απάλλαξε από κάθε κατηγορία για κακοδιαχείριση της Αφρικής. Επιπλέον, ήταν ένας από τους μνηστήρες της εγγονής της Αντωνίνας, της συζύγου του Βελισάριου. Αργότερα, πιθανότατα το φθινόπωρο του 547, στάλθηκε μαζί με τον Πακούριο, ηγεμόνα της Ιβηρίας, με στρατό στην Ιταλία, ως απάντηση στην έκκληση του Βελισάριου. Οι δραστηριότητές του στην Ιταλία δεν καταγράφηκαν. Τελευταία φορά αναφέρεται το 559, όταν ήταν πατρίκιος. ΤΟ έτος αυτό, όταν οι Κουτρίγουροι και οι Σλάβοι εισέβαλαν στη Θράκη, ο Σέργιος ληστεύτηκε και συνελήφθη ως αιχμάλωτος από τον Ζαβεργάν. Αργότερα την ίδια χρονιά, αφέθηκε ελεύθερος με καταβολή λύτρων.[1]

Bιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Martindale, John R., ed. (1992). The Prosopography of the Later Roman Empire: Volume III, AD 527–641. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-20160-8.