Σαμάρεια (αρχαία πόλη)
Η Σαμάρεια (εβραϊκά: שומרון, Σωμρόν, αραβικά: السامرة, Aς-Σαμίρα) ήταν αρχαία πόλη στη Γη του Ισραήλ και πρωτεύουσα του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ τον 9ο και 8ο αιώνα π.Χ. Τα ερείπια της πόλης βρίσκονται στα βουνά της σημερινής Σαμάρειας (γεωγραφική περιοχή) της Δυτικής Όχθης, περίπου 10 χλμ. βορειοδυτικά του Ναμπλούς.[1]
שומרון | |
Ερείπια της πόλης της Σαμάρειας (1925) | |
Τοποθεσία | Κυβερνείο της Ναμπλούς, Δυτική Όχθη |
---|---|
Συντεταγμένες | 32°16′35″N 35°11′42″E / 32.27639°N 35.19500°EΣυντεταγμένες: 32°16′35″N 35°11′42″E / 32.27639°N 35.19500°E |
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΗ Ισραηλιτική Σωμρόν (παρατηρητήριο), γνωστή στην Βίβλο ως Σαμάρεια (αγγλικά: Shomron), βρισκόταν στην καρδιά των βουνών της σημερινής Σαμάριας (αγγλικά: Samaria), λίγα μίλια βορειοδυτικά της Συχέμ. Τα ερείπια της ισραηλινής πόλης, καθώς και τα ερείπια πόλεων που χτίστηκαν στην ίδια τοποθεσία αργότερα στην ιστορία, είναι όλα δίπλα ή στο σύγχρονο παλαιστινιακό χωριό Σεμπάστια.
Ο "λόφος της Σωμρόν" είναι ένας επιμήκης λόφος, με απότομες αλλά όχι απροσπέλαστες πλευρές, και μια μακριά επίπεδη κορυφή. Σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση, ο Αμρί, βασιλιάς του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ (που βασίλευσε γύρω στο 870 π.Χ.), αγόρασε αυτό το λόφο από τον Σέμερ τον ιδιοκτήτη του για δύο ασημένια τάλαντα και έχτισε σε αυτόν την πόλη στην οποία έδωσε το όνομά του «Σωμρόν», γνωστή ως Σαμάρεια, και την έθεσε ως νέα πρωτεύουσα της βασιλείας του, αντί της πόλης Τίρζα.[2] (Γ Βασ. 16,24) Ως εκ τούτου, είχε πολλά πλεονεκτήματα. Ο Αμρί έζησε εκεί τα τελευταία έξι χρόνια της βασιλείας του.
Ο Αμρί θεωρείται ότι είχε παραχωρήσει στους Αραμαίους το δικαίωμα να «κάνουν δρόμους στη Σαμάρεια» ως σημάδι υποταγής (1 Kings 20:34). Αυτό πιθανότατα σήμαινε ότι χορηγήθηκε άδεια στους Αραμαίους εμπόρους να συνεχίσουν το εμπόριο τους στην πόλη. Αυτό θα σήμαινε την ύπαρξη ενός σημαντικού πληθυσμού της Αραμαίας.
Σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση, η Σαμάρεια πολιορκήθηκε αρκετές φορές. Στις ημέρες του Αχαάβ, ο Μπενχαντάντ Β' (ή Βεναδάδ) ήρθε εναντίον του με τριάντα δύο βασιλιάδες, αλλά νικήθηκε μετά από μία μεγάλη σφαγή.[3] (Γ' Βασ. Κεφ 21) Μια δεύτερη φορά, το επόμενο έτος, ξανά προσπάθησε αλλά ήταν και πάλι σε δυσμενή θέση και αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Αχαάβ, του οποίου ο στρατός, σε σύγκριση με αυτόν του Μπενχαάντ Β', δεν ήταν παρά "δύο μικρά κοπάδια παιδιών".[4]
Η βιβλική παράδοση υποστηρίζει επίσης ότι στις ημέρες του Ιωράμ, ο Μπενχαντάντ (Βεναδάδ) επιτέθηκε και πάλι κατά της Σαμάρειας. Αλλά μόλις η επιτυχία φάνηκε να είναι εφικτή, έσπασαν ξαφνικά την πολιορκία, ανήσυχοι από έναν μυστηριώδη θόρυβο από άμαξες και άλογα και από ένα μεγάλο στρατό και έφυγαν αφήνοντας το στρατόπεδό τους με όλο το περιεχόμενό του πίσω τους. Οι λιμόκτονοι κάτοικοι της πόλης ανακουφίστηκαν σύντομα από την αφθονία των εμπορευμάτων του συριακού στρατοπέδου. Και έγινε σύμφωνα με τον λόγο του Ελισσαιού ότι «δύο μέτρα κριθάρι θα πωληθή αντί ενός σίκλου (σεκέλ - εβραϊκό νόμισμα) και ένα μέτρον σημιγδάλι πάλιν αντί ενός σίκλου. Αυτά θα γίνουν την ώραν αυτήν αύριον εις την πύλην της Σαμαρείας».[5] (Δ' Βασ. 7,18)
Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, το αρχαίο όνομα της τοποθεσίας Σωμρόν (βιβλική Σαμάρεια) άλλαξε σε Σεβάστεια από τον βασιλιά Ηρώδη τον Μέγα, προς τιμήν του Αυγούστου Καίσαρα.[6]
Ασσυριανή εισβολή
ΕπεξεργασίαΚατά τη διάρκεια της βασιλείας του τελευταίου βασιλιά του βόρειου βασιλείου, Οχοζία[7] (2 Kings 17), οι Ασσύριοι εισέβαλαν το 722/721 π.Χ. (αρχικά υπο τις διαταγές του Σαλμανασέρ Ε΄ και τελικά κάτω από τον Σαργών Β' ), όταν καθιέρωσαν πλήρη έλεγχο της πρωτεύουσας και του υπόλοιπου βόρειου βασιλείου. Το θραύσμα ενός στύλου με Ασσυριακή επιγραφή που αποδίδεται στον Σαργών βρέθηκε στην ανατολική πλαγιά της ακρόπολης και μαρτυρεί την παρουσία τους εκεί. Επιπλέον, σύμφωνα με επιγραφές από το παλάτι του Σαργών στο Χορσαμπάντ, οι κάτοικοι της Σαμάρειας απελάθηκαν στην Ασσυρία.
Τα ερείπια ενός ανάγλυφου τοίχου του δωματίου 5 του παλατιού του Σαργών θεωρείται ότι απεικονίζουν τη Σαμάρεια και τους ηττημένους υπερασπιστές της. Εισήχθησαν νέοι κάτοικοι (από τη Συρο-μεσοποταμιακή περιοχή,[8] και σχημάτισαν έναν νέο πληθυσμό Σαμαρειτών, στην τοποθεσία γνωστή ως Κουθίμ (αραβικά: كُوثَىٰ رَبَّا - Kutha Rabba). Η πόλη μαζί με τη γειτονική ορεινή περιοχή έγινε γνωστή ως Σαμερίνα και κυβερνήθηκε από Ασσύριο κυβερνήτη. Υπάρχουν μόνο ελάχιστα υπολείμματα από την ακόλουθη Βαβυλωνιακή περίοδο και μόνο κατά την Αχαιμενιδική περίοδο, στα μέσα του 5ου αιώνα, η πόλη ξανά απέκτησε τη σημασία της. Οι εντάσεις ανάμεσα στην κυρίαρχη οικογένεια του Σανμπαλάτ και της Ιερουσαλήμ υπό την κυριαρχία του Νεεμία αναφέρονται επίσης στη Βίβλο.[9][10] Η Σαμάρεια έγινε Ελληνιστική πόλη το 332 π.Χ. και χιλιάδες Μακεδόνες στρατιώτες εγκαταστάθηκαν εκεί μετά από μια επανάσταση από τους Σαμαρείτες. Έχουν ανασκαφεί τρεις στρογγυλοί πύργοι με διάμετρο 13 μέτρων, που χρονολογούνται σε αυτή τη χρονική περίοδο (οι δύο πρώτοι από το Χάρβαρντ που τους απέδωσε στην ισραηλινή περίοδο) και ένα μεταγενέστερο, τεράστιο, οχυρωματικό τείχος με τετράγωνους πύργους. Αυτές οι οχυρώσεις παραβιάστηκαν κατά την καταστροφή της πόλης από τον Ιωάννη Υρκανό το 108.[11][12] Τα ίχνη της καταστροφής που προκάλεσε ο Υρκανός βρέθηκαν από τους εκσκαφείς, αλλά η πόλη προφανώς επανεγκαταστάθηκε υπό τον Αλέξανδρο Ιανναίο.[12] Το 63 π.Χ. η Σαμάρεια προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας.[13]
Καινή Διαθήκη
ΕπεξεργασίαΣτις Πράξεις τον Αποστόλων στο 8:5 καταγράφεται ότι ο Φίλιππος ο Πρωτοδιάκονος, ένας απο τους Επτά Διακόνους κατέβηκε στην πόλη της Σαμάρειας και κήρυξε το χριστιανικό ευαγγέλιο και θεράπευσε τους άρρωστους εκεί. Ο Σίμων, ένας γνωστός μάγος, ήταν μεταξύ εκείνων που μετατράπηκαν σε Χριστιανοί.[14]
Κατά τα λεγόμενα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ο Ιησούς Χριστός αρχικά απαγόρεψε στους μαθητές του να πάνε στη Σαμάρεια, αργότερα όμως πήγε εκεί ο ίδιος και δίδαξε.[15] Επίσης, στην Καινή Διαθήκη, ο όρος Σαμαρείτης και Σαμαρείτες χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον εχθρό, τον μισητό και τα παρόμοια με αυτές τις έννοιες.[16] (Ιω. 8,48)
Ρωμαϊκή ανοικοδόμηση
ΕπεξεργασίαΗ πόλη ανοικοδομήθηκε χωρίς σημαντικές αλλαγές τον 2ο αιώνα μ.Χ. από τον Σεπτίμιο Σεβήρο όταν η πόλη καθιερώθηκε ως αποικία. Η Σαμάρεια συνδέθηκε με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, του οποίου το σώμα θεωρήθηκε ότι θάφτηκε εκεί. Περίπου τον Αύγουστο του 362 μ.Χ., σε συνέχεια της πολιτικής του εναντίον του Χριστιανισμού, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιουλιανός, κοινώς γνωστός ως Ιουλιανός ο Αποστάτης, και που είχε έδρα στην Αντιόχεια, κατά τη διάρκεια της περσικής αποστολής διέταξε την καταστροφή του τάφου του Ιωάννη του Βαπτιστή και την καύση του σώματός του. Το γεγονός καταγράφηκε από τον ιστορικό και θεολόγο Tυράννιο Ρουφίνο.[17]
Μοντέρνα εποχή
ΕπεξεργασίαΤο 1867, οι επισκέπτες βρήκαν το χωριό να έχει πληθυσμό 400 ατόμων, σχεδόν όλοι τους μουσουλμάνοι.[18]
Στα τέλη του 1976, το ισραηλινό αποικιακό κίνημα, Γκους Εμουνίμ (Gush Emunim - Συνασπισμός των Πιστών), προσπάθησε να εγκατασταθεί στον Οθωμανικό σιδηροδρομικό σταθμό της Σαμάρειας. Η Ισραηλινή κυβέρνηση δεν το ενέκρινε και η ομάδα, που απομακρύνθηκε από το μέρος, αργότερα βρήκε τόπο να εγκατασταθεί στην Ελών Mορέχ (εβραϊκά: אֵלוֹן מוֹרֶה) δίπλα στη Ναμπλούς.[19]
Αρχαιολογία
ΕπεξεργασίαΟ χώρος ανασκάφηκε για πρώτη φορά από την Αποστολή του Χάρβαρντ (Harvard Expedition), αρχικά με αρχηγό της αποστολής τον γερμανικής καταγωγής αρχαιολόγο Γκότλιμπ Σουμάχερ το 1908 και στη συνέχεια από τον Τζορτζ Άντριου Ράισνερ το 1909 και το 1910, με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα Χ.Σ. Φίσερ και Ν.Τ. Λυών.[20][21]
Η δεύτερη αποστολή ήταν γνωστή ως Κοινή Αποστολή, μια κοινοπραξία πέντε ιδρυμάτων που διηύθυνε ο Τζον Γουίντερ Κρόουφουτ μεταξύ 1931 και 1935, με τη βοήθεια των Κάθλιν Μέρι Κένιων, Ελιέζερ Σακένικ και Γ.M. Κρόουφουτ. Τα ιδρύματα που ξεκίνησαν την αποστολή ήταν η Βρετανική Σχολή Αρχαιολογίας της Ιερουσαλήμ, το Ταμείο Ερευνών της Παλαιστίνης και το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο.[22][23]
Στη δεκαετία του 1960 πραγματοποιήθηκαν εκσκαφές μικρής έκτασης από τον Φόζι Ζαγιαντίν για λογαριασμό του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Ιορδανίας.[24]
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Google Maps - Samaria». Google Maps. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' ΚΕΦ. 16». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' ΚΕΦ. 21». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «Bible Gateway passage: 1 Kings 20 - New International Version». Bible Gateway. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' ΚΕΦ. 7». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ Ιώσηπος, 15.8.5.
- ↑ «Bible Gateway passage: 2 Kings 17 - New English Translation». Bible Gateway. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «Bible Gateway passage: 2 Kings 17:24 - New International Version». Bible Gateway. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «Bible Gateway passage: Ezra 4:10 - New International Version». Bible Gateway. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «Bible Gateway passage: Nehemiah 4:7 - New International Version». Bible Gateway. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ε΄, Ελληνιστικοί Χρόνοι, Ιουδαϊκές και Πτολεμαϊκές επεμβάσεις, Θάνατος του Αντίοχου Η΄ Γρυπού, (108-96π.Χ.), σελ. 192».
- ↑ 12,0 12,1 «Библиотека Руслана Хазарзара, Φλαυίου Ἰωσήπου ἱστοριῶν τῆς Ἰουδαικῆς ἀρχαιολογίας, Βιβλίο ΙΓ, Χ.3, [281]». khazarzar.skeptik.net. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «Ιώσηπος Ιστορία του Ιουδαϊκού πολέμου προς Ρωμαίους. Βιβλίο Α.VΙI.7. [155]-[157].σελ.89-91».
- ↑ «ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ Casiday, Augustine (2004-04-01). The Cambridge History of Early Christian Literature. doi:. http://dx.doi.org/10.1017/chol9780521460835.
- ↑ Ellen Clare Miller, 'Eastern Sketches – notes of scenery, schools and tent life in Syria and Palestine'. Edinburgh: William Oliphant and Company. 1871. p. 179: 'stigmatized in guide-books as remarkable for rudeness and fanaticism' although this was not Ms Miller's experience.
- ↑ «Lexicon of Terms - Gush Emunim». www.knesset.gov.il. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ «Reisner, G. A.; C.S. Fisher, and D.G. Lyon (1924). Harvard Excavations at Samaria, 1908–1910. (Vol 1 Text 1)» (PDF).
- ↑ «Reisner, G. A.; C.S. Fisher, and D.G. Lyon (1924). Harvard Excavations at Samaria, 1908–1910. (Vol 1 Text 2)» (PDF).
- ↑ Crowfoot, John Winter· Palestine Exploration Fund. (1938). Early ivorites from Samaria. London: Palestine Exploration Fund. ISBN 0-9502279-0-0. 869319582.
- ↑ Jones, Frances Follin; Crowfoot, J. W.; Crowfoot, G. M.; Kenyon, Kathleen M. (1959-07). «Samaria-Sebaste. Reports of the Work of the Joint Expedition in 1931-1933 and of the British Expedition in 1935. No. 3. The Objects from Samaria». American Journal of Archaeology 63 (3): 300. doi: . ISSN 0002-9114. http://dx.doi.org/10.2307/501866.
- ↑ Zayadine, F (1966). Samaria-Sebaste: Clearance and Excavations (October 1965 – June 1967). Jordan: Annual of the Department of Antiquities of Jordan, vol. 12, pp. 77–80.