Ο σπαθάριος, λατινικά: spatharius‎‎ (που σημαίνει «αυτός που φέρει σπάθα) ήταν μια τάξη υστερορωμαϊκών αυτοκρατορικών σωματοφυλάκων στην Αυλή της Κωνσταντινούπολης τον 5ο–6ο αι., και αργότερα έγινε καθαρά τιμητική διάκριση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ιστορία Επεξεργασία

 
Χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι του Ιωάννη, αυτοκρατορικού σπαθαρίου του 10ου αι. Eπιγρ.: Κ[ΥΡΙ]Ε ΒΟ[Η[Θ[Ε]Ι Τ[Ω ΣΩ] Δ[ΟΥ]Λ[Ω] ΙΩ[ΑΝΝΗ] CΠ[Α]Θ[Α[ΡΙΩ ...

Αρχικά, ο όρος πιθανότατα εφαρμόστηκε τόσο σε ιδιωτικούς, όσο και σε αυτοκρατορικούς σωματοφύλακες. [1] Οι αρχικοί αυτοκρατορικοί σπαθάριοι πιθανότατα ήταν ή αργότερα έγιναν και ευνούχοι cubicularii (ελληνικά: κουβικουλάριοι, δηλ. θαλαμηπόλοι), μέλη του sacrum cubiculum (το αυτοκρατορικού «ιερού θάλαμου (κοιτώνος)») επιφορτισμένοι με στρατιωτικά καθήκοντα. Μαρτυρούνται από τη βασιλεία του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ (βασ. 408–450), όπου ο ευνούχος Χρυσάφιος κατείχε τη θέση. [1] Η ύπαρξη του συγκεκριμένου τίτλου του σπαθαροκουβικουλαρίου για ευνούχους το 532 πιθανώς υποδηλώνει την ύπαρξη μέχρι τότε και άλλων, μη ευνούχων, σπαθαρίων σε αυτοκρατορική υπηρεσία. Οι διάφοροι στρατηγοί και κυβερνήτες των επαρχιών διατηρούσαν επίσης στρατιωτικούς συνοδούς, που ονομάζοντο σπαθάριοι, ενώ αυτοί του Αυτοκράτορα διακρίνονταν με το πρόθεμα βασιλικοί («αυτοκρατορικοί»). [2] Ο αξιωματικός που ηγείτο των αυτοκρατορικών σπαθαρίων είχε τον τίτλο πρωτοσπαθάριος («πρώτος σπαθάριος»), ο οποίος έγινε ξεχωριστή διάκριση πιθανότατα στα τέλη του 7ου αι. [3]

Στις αρχές του 8ου αι. αυτοί οι τίτλοι είχαν χάσει την αρχική τους στρατιωτική χροιά και έγιναν τιμητικοί τίτλοι. Ο τίτλος του σπαθάριου ήταν αρχικά αρκετά υψηλός, απονεμήθηκε για παράδειγμα από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ (βασ. 685–695) στον φίλο του και μελλοντικό αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ Ίσαυρο (βασ. 717-741). [1] Ωστόσο σταδιακά παρήκμασε και στο Κλητορολόγιον του 899 κατέχει την έβδομη υψηλότερη θέση στην ιεραρχία των τάξεων των μη ευνούχων, πάνω από τον ύπατο και κάτω από τον σπαθαροκανδιδάτο. [4] Σύμφωνα με το Κλητορολόγιο, το διακριτικό της διάκρισης ήταν ένα χρυσό ξίφος. [5] Ταυτόχρονα, ο όρος οικείος σπαθάριος εξακολουθούσε να ορίζει σωματοφύλακα του αυτοκρατορικού οίκου («νοικοκυριού»), σε διάκριση από τους βασιλικούς σπαθαρίους, που τώρα ήταν οι κάτοχοι της τιμητικής διάκρισης. [1] Ο όρος έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το 1075 περίπου, και όταν η Άννα Κομνηνή έγραψε την Αλεξιάδα της στις αρχές του 12ου αι., ο σπαθάριος θεωρείτο εντελώς ασήμαντος. [1]

Άλλες αναφορές Επεξεργασία

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • Bury, J. B. (1911). The Imperial Administrative System of the Ninth Century – With a Revised Text of the Kletorologion of Philotheos. London: Oxford University Press. OCLC 1046639111 – via Archive.org.

Kazhdan, Alexander (1991). "Spatharios". In Kazhdan, Alexander (ed.). The Oxford Dictionary of Byzantium.