Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη Βιοϊατρική

Η Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την Βιοϊατρική ή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής[1] είναι σύμβαση μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποσκοπεί στην οριοθέτηση των εφαρμογών και των καινοτομιών της βιοϊατρικής και στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η Σύμβαση συνήφθη στις 4 Απριλίου 1997 στο Οβιέδο της Ισπανίας, γι΄ αυτό και είναι γνωστή και ως Σύμβαση του Οβιέδο. Η σύμβαση είναι μια εκδήλωση της προσπάθειας του Συμβουλίου της Ευρώπης να συμβαδίσει με τις εξελίξεις στον τομέα της βιοϊατρικής και αποτελεί το πρώτο πολυμερές δεσμευτικό μέσο που είναι αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στο βιολογικό δίκτυο.[2] Τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου του 1999.

Χαρακτηριστικά Επεξεργασία

Η Σύμβαση παρέχει ένα δομικό πλαίσιο για την πλήρη διατήρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε όλο τον τομέα της βιοηθικής.[3] Διαμορφώνεται γύρω από την υπόθεση ότι υπάρχει μια θεμελιώδης σύνδεση μεταξύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της βιοϊατρικής.[2] Ένας κοινός κανόνας (άρθρο 27) επιτρέπει στα κράτη να νομοθετούν λαμβάνοντας μέτρα προστασίας όσον αφορά την εφαρμογή της βιολογίας και της ιατρικής, πέρα από αυτά που ορίζονται στην Σύμβαση. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένα νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου ένα άτομο μπορεί να ασκήσει προσφυγή μόνο σε σχέση με τη Σύμβαση του Οβιέδο. Η Σύμβαση μπορεί να αναφέρεται μόνο σε συνδυασμό με διαδικασίες που έχουν σχέση με την παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η απουσία οποιωνδήποτε διατάξεων για δικαστική διαδικασία από τη Σύμβαση θεωρείται ότι αποτελεί σημαντική αδυναμία της.[4]

Συμβαλλόμενα μέρη Επεξεργασία

Τριάντα πέντε χώρες έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του Οβιέδο από τότε που έγινε διαθέσιμη για υπογραφή το 1997.[5] Ωστόσο, μόνο 29 από αυτές τις χώρες έχουν επικυρώσει και εφαρμόσει πλήρως τους όρους της Σύμβασης στο εθνικό τους δίκαιο. Επιπλέον, έξι από αυτές τις 29 χώρες έχουν επιφυλάξεις που περιορίζουν τον βαθμό εφαρμογής ορισμένων διατάξεων (Γαλλία, Δανία, Ελβετία, Κροατία, Νορβηγία και Τουρκία).[6] Χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία δεν έχουν υπογράψει ούτε επικυρώσει τη Σύμβαση, γιατί τη θεωρούν πολύ περιοριστική.[2]

Παραπομπές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία