Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

Το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπό την ιστορική ονομασία Θεμελιώδης Νόμος για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (γερμανικά: Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland) αποτελεί τη συνταγματική νομοθεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Εγκρίθηκε στις 8 Μαΐου 1949 στη Βόννη και με την υπογραφή των Δυτικών Συμμάχων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις 12 Μαΐου, τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαΐου 1949.[1][2] Αρχικό πεδίο εφαρμογής του ήταν τα κρατίδια της Δυτικής Γερμανίας, που βρίσκονταν υπό Συμμαχική κατοχή εκτός από εκείνο της σοβιετικής κατοχής και της πόλης του Βερολίνου, καθώς και του Σάαρλαντ.[3] Το κοινοβουλευτικό συμβούλιο τότε δεν χρησιμοποίησε τη λέξη "σύνταγμα", καθώς θεώρησε ότι ο Θεμελιώδης Νόμος θα είχε προσωρινή ισχύ μόνο για την Δυτική Γερμανία και ότι ένα Σύνταγμα θα έπρεπε να συνομολογηθεί από όλους τους Γερμανούς και να έχει εφαρμογή σε μια ενοποιημένη Γερμανία. Μάλιστα το Σύνταγμα εκείνο στο προοίμιό του καθόριζε ως στόχο και καθήκον του Γερμανικού λαού "να ολοκληρώσει την ενότητα και ελευθερία της Γερμανίας" και προέβλεπε στο (αναθεωρημένο πλέον) άρθρο 23 την επέκταση της ισχύος του σε γερμανικά εδάφη που θα περιέρχονταν αργότερα στην επικράτεια της Ο.Δ.Γερμανίας, όπως συνέβη από 1.1.1957 με το Σάαρλαντ.

Μετά την επανένωση της Γερμανίας στις 3 Οκτωβρίου 1990 ο όρος αυτός εκπληρώθηκε και έκτοτε το Grundgesetz αποτελεί το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα (Bundesverfassung). Το όνομα όμως δεν άλλαξε για τυπικούς λόγους: Ενώ το αρχικό σύνταγμα (ο "Θεμελιώδης Νόμος") στο άρθρο 146 προέβλεπε την αυτοδίκαιη λήξη της ισχύος του και αντικατάστασης από ένα τυπικό Σύνταγμα (Verfassung) μόλις επιτυγχάνετο η επανένωση της Γερμανίας, εντέλει η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας δήλωσε την "προσχώρησή της στο χώρο ισχύος του Θεμελιώδους Νόμου", λύση την οποία προέκριναν ο τότε Καγκελάριος της Ο.Δ.Γερμανίας Χέλμουτ Κολ και ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και η οποία καθιστούσε περιττή την ουσιαστική επανίδρυση της Γερμανίας μέσω ενός νέου Συντάγματος.

Στο Σύνταγμα τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα κατοχυρώνονται στην πρώτη ενότητα (άρθρα 1-19).[4] Με αυτό η Γερμανία αποτελεί κοινοβουλευτική δημοκρατία με βασική διάκριση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική. Η εκτελεστική εξουσία εκτελείται από την εθιμοτυπική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, που αποτελεί τον αρχηγό του κράτους και τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο, ο οποίος είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης.[5]

Ο όρος Grundgesetz προήλθε από γερμανική μετάφραση του λατινικού όρου "lex fundamentalis" (θεμελιώδης νόμος).

Πηγές Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία