Ο τενορίτης είναι ορυκτό οξείδιο του χαλκού που φέρεται με το χημικό τύπο CuO.

Τενορίτης
Τενορίτης. Προέλευση: Ουράλια όρη, Ρωσία.
Γενικά
ΚατηγορίαΟξείδια
Χημικός τύποςCuO
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
ΧρώμαΓκρι του ατσαλιού, γκρι του σιδήρου Μαύρο
Σύστημα κρυστάλλωσηςΜονοκλινές
ΚρύσταλλοιΣαν πυχάκια, κυρτοί, φλοιοδοτοί, δενδριτικοί, γαιώδης. ογκώδεις
ΥφήΣυμπαγής
ΔιδυμίαΚοινή σε {011}, πεταλοειδής
Σκληρότητα3,5 - 4
ΣχισμόςΚογωοειδής έως ανόμαλος
Θραύση-
ΛάμψηΜεταλλική έως γαιώδης
Γραμμή κόνεωςΜαύρη
ΠλεοχρωισμόςΑδύναμος
ΔιαφάνειαΑδιαφανής
ΠαρατηρήσειςΑντοχή:Εύθραυστος, εύφλεκτος και ελαστικός σε λεπτά δείγματα. Ανοικτό γκρι χρώμα στο ανακλώμενο φως.

Απαντάται σε μορφή γκριζοχάλκινων κρυστάλλων με μεταλλική λάμψη. Θεωρείται προϊόν τόσο υδροθερμικής οξείδωσης, όπου εμφανίζεται συχνά με χρυσόκολλα και ανθρακικά άλατα χαλκού (όπως αζουρίτης και μαλαχίτης), όσο και εξάχνωσης λάβας, μαζί με άλλα άλατα χαλκού και χλωριούχα άλατα αλκαλίων, όπου και εντοπίζεται ως συμπαγής μάζα κυρίως στη ζώνη οξείδωσης των σύνθετων φλεβικών κοιτασμάτων του χαλκού των γεωδών αποθέσεων της γνωστής ποικιλίας με το όνομα μελακονίτες.

Κρύσταλλοι του ορυκτού αυτού έχουν εντοπιστεί παρά τα ηφαίστεια Βεζούβιος, Αίτνα στην Ιταλία, στο Λοστουίδιελ στη Κορνουάλη (Αγγλία), ενώ σε μεγάλη αφθονία απαντάται στην Ουέρτα ντε Αρίμπα του Μπούργκος (Ισπανία) και στο Μπίσμπη της Αριζόνας (ΗΠΑ). Στην Ελλάδα ανευρίσκεται στα μεταλλεία του Λαυρίου, στην Άνδρο και τη Μήλο.

Το όνομά του έλαβε από τον Ιταλό ορυκτολόγο Μικέλε Τενόρε (1780-1861)

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τόμ.57ος, σελ.69.