Υπουργικό Συμβούλιο
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Με την ονομασία Υπουργικό Συμβούλιο (και παλαιότερα υπουργικόν συμβούλιον), φέρεται το συλλογικό όργανο του κράτους που συγκροτείται από τους εκάστοτε υπουργούς και του οποίου προΐσταται ο Πρωθυπουργός. Ο όρος υπό την στενή έννοιά του είναι συνώνυμος με τη λέξη Κυβέρνηση.
Ο Θεσμός του Υπουργικού Συμβουλίου έχει αγγλική καταγωγή που προήλθε περί τα τέλη του 16ου αιώνα, ως "Διαρκές" ή "Ιδιαίτερον Συμβούλιον" (Privy Council) που το συγκροτούσαν ευγενείς ή διακεκριμένα πρόσωπα έμπιστα του Στέμματος, το οποίο ήταν διάφορο από το Συμβούλιο Στέμματος.
Ο θεσμός του Υπουργικού Συμβουλίου δεν αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο επί παντός κυβερνητικού συστήματος (πολιτεύματος) και ούτε απαντάται σε όλα τα κράτη που εφαρμόζουν κοινοβουλευτικό σύστημα. Για παράδειγμα ο θεσμός αυτός είναι άγνωστος στο προεδρικό σύστημα των ΗΠΑ όπου οι υπουργοί δεν συγκροτούν κανένα συλλογικό όργανο απασχολούμενος ο καθένας στην αρμοδιότητα του υπουργείου του, ενώ η ενότητα της εκεί κυβέρνησης εξασφαλίζεται από τον αρχηγό του κράτους, δηλαδή τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο
ΕπεξεργασίαΣτην Ελλάδα ο θεσμός αυτός καθιερώθηκε αμέσως μετά τον ερχομό του Βασιλέως Όθωνα, το 1833, δια του Β.Δ. 3/10 Απριλίου 1833 "Περί σχηματισμού των Γραμματειών" (σημερινών υπουργείων) όπου στο άρθρο 5 ορίζονταν "η ολομέλεια των Γραμματέων της Επικρατείας σχηματίζει το Υπουργικόν Συμβούλιον". Από συνταγματική όμως άποψη το Υπουργικό Συμβούλιο θεσπίστηκε ρητά από το Σύνταγμα του 1927 άρθρο 87 και επόμενα. Η σύγχρονη συγκρότησή του προβλέπεται από το άρθρο 81 του Συντάγματος (1975). Τα μέλη, η σύνθεση και η λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου ορίζονται κάθε φορά δια νόμου, ενώ με διάταγμα που προωθείται από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Κυβέρνησης διορίζονται ένας ή περισσότεροι, εκ των υπουργών, Αντιπρόεδροι του Υπουργικού Συμβουλίου και σε έκτακτη περίπτωση προσωρινός αντιπρόεδρος - αναπληρωτής.
Το άρθρο 81 του Ελληνικού Συντάγματος του 1975 είναι το αντίστοιχο άρθρο 76 του Συντάγματος του 1952.