Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ

Η Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ είναι τίτλος συγγράματος του θεμελιωτή της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά στη γερμανική γλώσσα το 1921. Ο Φρόιντ, εδώ, καταπιάνεται με το ζήτημα της ψυχολογικής ανάλυσης της έννοιας της μάζας, ενός παροδικού σχηματισμού ετερόκλητων ανθρώπων με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό και πρόσκαιρα ομοιογενή συμπεριφορά, από ψυχαναλυτική σκοπιά.

Περιεχόμενο Επεξεργασία

Ο συγγραφέας αρχίζει τη μελέτη του παρουσιάζοντας συνοπτικά τα προγενέστερα πορίσματα του Γάλλου Γκυστάβ Λε Μπον, σύμφωνα με τον οποίον για περιορισμένο χρονικό διάστημα μία ομάδα ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς πέρα από κάποιο κοινό στοιχείο, μπορεί να οργανωθεί σε μάζα και να δράσει από κοινού. Στη μάζα, τα άτομα τα οποία τη συνθέτουν χάνουν μέρος από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους, την ορθολογικότητά τους, τις αναστολές τους και τη διακριτή τους βούληση. Αρχίζουν να κατέχονται από οξυμένη ενσυναίσθηση και μία αίσθηση ισχύος. Η μάζα συμπεριφέρεται παρορμητικά, συναισθηματικά, άλογα, είναι δεκτική σε υποβολή, ευμετάβλητη και ευκυβέρνητη, παρουσιάζει ιδιότητες ενός νευρωτικού (όπως η ανιμιστική πίστη στην παντοδυναμία της σκέψης ή ψυχαναγκασμούς, κατά τη φροϋδική ανάλυση), ενώ τα χαρακτηριστικά αυτά σε επίπεδο ατόμου μεγεθύνονται από τη μεταδοτικότητα μεταξύ των μελών της μάζας. Αν και η λογική ή η κρίση της μάζας τοποθετούνται σε επίπεδο πολύ κατώτερο από του μεμονωμένου ατόμου, η ηθική της συμπεριφορά μπορεί να είναι είτε πολύ χειρότερη είτε πολύ καλύτερη από του ατόμου.

Ο Φρόιντ επικυρώνει τα εν λόγω ευρήματα, τονίζει τη σημασία του ασυνείδητου στην ερμηνεία των κοινωνικών μηχανισμών της μάζας (ο Λε Μπον είχε επίσης διατυπώσει σχετικές υποθέσεις, αλλά με βάση τη δική του έννοια του συλλογικού φυλετικού ασυνείδητου η οποία δεν ταυτίζεται με το ασυνείδητο της ψυχανάλυσης) και ισχυρίζεται ότι από τη μελέτη του Λε Μπον λείπει η αιτιολόγηση του φαινομένου της μάζας, παρά την πολύ καλή περιγραφή της επιρροής του στο άτομο. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναφέρει τους ισχυρισμούς του ΜακΝτούγκαλ περί ψυχολογίας των μαζών, σύμφωνα με τους οποίους τα ανωτέρω χαρακτηριστικά απαντώνται στις τελείως ανοργάνωτες μάζες και πως από τη στιγμή που μία μάζα αρχίζει να οργανώνεται, τα αρνητικά στοιχεία της και ο παροδικός χαρακτήρας της εξαλείφονται. Ο Φρόιντ πιστεύει ότι οι ιδιότητες οργάνωσης που παραθέτει ο ΜακΝτούγκαλ δεν είναι παρά βασικά χαρακτηριστικά του μεμονωμένου ατόμου, τα οποία έτσι μετεμφυτεύονται σε συλλογικό επίπεδο (π.χ. αίσθηση συνέχειας στον χρόνο, αυτοσυνείδηση, ένα σώμα συνηθειών και «παραδόσεων», κλπ.).

Ο συγγραφέας συνεχίζει εμβαθύνοντας στην αιτία του σχηματισμού των μαζών, ο οποίος κατά τους παλαιότερους συγγραφείς οφείλεται στη δεκτικότητα του ατόμου σε υποβολή, μία τάση που στη μάζα μεγιστοποιείται. Έτσι, η υποβολή, τόσο όσον αφορά τη μεταδοτικότητα συναισθημάτων και ιδεών μεταξύ των μελών της μάζας, όσο και μεταξύ του κάθε μέλους και ενός οδηγού (αρχηγού με ξεχωριστό, ενισχυμένο γόητρο και επιρροή μες στην εκάστοτε μάζα), μοιάζει να είναι ένα μη περαιτέρω αναγόμενο ψυχολογικό φαινόμενο υπεύθυνο για τη δημιουργία της. Όμως, κατά τον Φρόιντ, στην πραγματικότητα η υποβολή δεν είναι παρά σύμπτωμα της βαθύτερης αιτίας του σχηματισμού των μαζών, η οποία συνίσταται στην ψυχαναλυτική έννοια της λίμπιντο, δηλαδή στο σύνολο των έμφυτων ορμών οι οποίες ευθύνονται για τη σεξουλικότητα του ατόμου μα και για κάθε τύπο αισθημάτων αγάπης. Επομένως, στη ρίζα των φαινομένων της μάζας, κρύβονται οι αναπτυγμένοι αισθηματικοί δεσμοί τόσο μεταξύ των ατόμων, όσο και μεταξύ κάθε ατόμου / μέλους της μάζας και του οδηγού της.

Στη συνέχεια παρατίθενται δύο παραδείγματα εξαιρετικά οργανωμένων και μόνιμων μαζών: η χριστιανική Εκκλησία και ο στρατός. Κατά τον Φρόιντ, είναι η υποτιθέμενη απεριόριστη αγάπη του οδηγού (του Χριστού στην πρώτη περίπτωση, του επικεφαλής στρατηγού στη δεύτερη) για κάθε μέλος της μάζας ο κοινός λιβιδινικός δεσμός ο υπεύθυνος για τη συγκρότηση και συγκράτησή της. Έτσι, η κατάλυση του εν λόγω δεσμού στον πόλεμο (όταν οι στρατιώτες νιώθουν πως οι ιεραρχικά ανώτεροί τους δεν τους «αγαπούν») ευθύνεται για την εμφάνιση στο στράτευμα φαινομένων πανικού και άτακτης διάλυσης της μάζας, ακόμα και ενώπιον ασθενών κινδύνων ή αντιξοοτήτων πολύ πιο ήπιων απ' ό,τι είχαν αντιμετωπιστεί στο παρελθόν. Η εναλλακτική εξήγηση του ΜακΝτούγκαλ, ο οποίος πίστευε ότι ο πανικός εμφανίζεται όταν το άγχος εξαιτίας του μεγάλου κινδύνου επιτείνεται και μεγεθύνεται λόγω της μεταδοτικότητας των συναισθημάτων στη μάζα, δεν μπορεί σύμφωνα με τον Φρόιντ να ερμηνεύσει τον πανικό σε περιπτώσεις ασθενών και ήπιων αντιξοοτήτων.

Η αντίληψη της λίμπιντο ως βαθύτερης αιτίας σχηματισμού των μαζών αναπτύσσεται περαιτέρω, με αναφορά στην ψυχαναλυτική έννοια της ναρκισσιστικής φιλαυτίας η οποία αποτρέπει, ως έμφυτος ψυχολογικός παράγοντας, τη σύγκλιση των ατόμων και εκδηλώνεται σαν έλλειψη ανοχής απέναντι στο διαφορετικό, ως αποστροφή απέναντι στα άλλα άτομα. Κατά τον Φρόιντ, μόνον η εμφάνιση και καλλιέργεια λιβιδινικών δεσμών είναι σε θέση να ακυρώσει την επιρροή της ναρκισσιστικής αυτοαγάπης, μία προϋπόθεση απαραίτητη για τον σχηματισμό μάζας. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας εντοπίζει στην ψυχαναλυτική έννοια της ταύτισης, της ψυχολογικής οικειοποίησης ενός ξένου εγώ από το εγώ του ατόμου, την απώτατη αιτία οικοδόμησης των εν λόγω λιβιδινικών σχέσεων, ισχυριζόμενος πως ο κοινός αισθηματικός δεσμός του κάθε ατόμου με τον οδηγό προξενεί αμοιβαία ταύτιση μεταξύ όσων διαμοιράζονται τον δεσμό αυτόν, μεταξύ επομένως των μελών της σχηματιζόμενης μάζας. Ο Φρόιντ προχωρά σε μία συνοπτική επεξηγηματική περιγραφή της ταύτισης και του ρόλου της στη διαμόρφωση του οιδιπόδειου συμπλέγματος και παθολογικών καταστάσεων, όπως η μελαγχολία.

Ακολούθως, έχοντας ήδη αναλύσει την ταύτιση ως ψυχολογικό μηχανισμό οικοδόμησης λιβιδινικών δεσμών μεταξύ των ισότιμων μελών της μάζας, προχωρά στην ανίχνευση του παράλληλου μηχανισμού ο οποίος προξενεί τον αρχικό λιβιδινικό δεσμό κάθε μέλους με τον οδηγό. Κατά τον συγγραφέα, ο τελευταίος οφείλεται στο ψυχαναλυτικό φαινόμενο της εξιδανίκευσης η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε ακραία μορφή ερωτοληψίας, δηλαδή σε μία λιβιδινική σχέση με πλήρως ανεσταλμένο το σεξουαλικό, αισθησιακό της περιεχόμενο και διαρκή ισχύ. Αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα την υπερτίμηση του εξιδανικευόμενου αντικειμένου (του οδηγού) εις βάρος του εγώ. Η ναρκισσιστική φιλαυτία εκτρέπεται έτσι προς αποσεξουαλικοποιημένη αγάπη για το αντικείμενο, το οποίο υποκαθιστά πλήρως το ιδανικό του εγώ (το τμήμα εκείνο του υπερεγώ που εκφράζει το αυτοεπιβαλλόμενο ιδανικό πρότυπο του εγώ) και εμπνέει αισθήματα αυτοθυσίας και αφοσίωσης. Ο συγγραφέας, επιπροσθέτως, προτείνει την ερμηνεία της ύπνωσης ως φαινομένου παρόμοιας ψυχολογικής φύσης με τον σχηματισμό μάζας και με εξίσου λιβιδινική αιτιολογία, αλλά περιοριζόμενο σε δύο άτομα: τον υπνωτιζόμενο και τον υπνωτιστή.

Στη συνέχεια, ο Φρόιντ τονίζει ότι η κοινή ερωτοληπτική σχέση των μελών της μάζας με τον οδηγό ευθύνεται για τη μεταξύ τους ταύτιση και επιχειρεί να αναλύσει, ή να ερμηνεύσει, τον μηχανισμό της τελευταίας. Κατά τον συγγραφέα, ο ανταγωνισμός των μελών της μάζας για το ποθητό αντικείμενο (τον οδηγό) και ο συνεπαγόμενος αμοιβαίος φθόνος τους, μεταλλάσσεται αυτομάτως σε απαίτηση ισότητας μεταξύ τους και ψυχολογική οικειοποίηση του ενός από τον άλλο, εφόσον τελικά κανείς δεν μπορεί να «κατέχει» τον οδηγό κατ' αποκλειστικότητα. Επομένως, η εν λόγω ταύτιση εντοπίζεται στη βάση των αιτημάτων κοινωνικής ισότητας, του esprit de corps στο στράτευμα κλπ. Ο Φρόιντ συνεχίζει γράφοντας πως το προτεινόμενο από ορισμένους «ένστικτο της αγέλης», το οποίο ενυπάρχει στον Άνθρωπο, ανάγεται κατ' αυτόν τον τρόπο στη σεξουαλική ορμή, λόγω της λιβιδινικής αιτιολογίας της ταύτισης, και άρα δεν αποτελεί θεμελιώδες συστατικό του ψυχισμού του, ούτε εξηγεί από μόνο του τον σχηματισμό των μαζών.

Κατά τον συγγραφέα, η σχέση του οδηγού με τη μάζα μοιάζει με τη σχέση μεταξύ πατέρα και γιου στην πρώτη φάση της ζωής του τελευταίου, αλλά και με τη σχέση μεταξύ του ηγέτη και του λαού του στην αρχική, πρωτόγονη μορφή κοινωνικής οργάνωσης της Ανθρωπότητας, την «πρωταρχική ορδή»: μία ομάδα ατόμων ισότιμων μεταξύ τους αλλά ερωτοληπτικά υποταγμένων στον φύλαρχο. Έτσι, ο Φρόιντ παραπέμπει στο παλαιότερο έργο του Τοτέμ και ταμπού, αλλά και στη νιτσεϊκή έννοια του υπερανθρώπου, ο οποίος ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του φυλάρχου της ορδής - αδέσμευτος ο ίδιος από λιβιδινικούς δεσμούς, είναι αυτόνομος και απεριόριστα ναρκισσιστής. Επομένως, για τον συγγραφέα η μάζα δεν είναι παρά μία αναβίωση της πρωταρχικής ορδής, υπόθεση που αξιοποιείται για να ερμηνεύσει ορισμένα «πρωτόγονα» χαρακτηριστικά των μαζών όπως η παρορμητικότητα, η συναισθηματικότητα, η δεκτικότητα σε υποβολή και η άλογη συμπεριφορά των μελών τους. Ο Φρόιντ προχωρά ερμηνεύοντας κατά παρόμοιο τρόπο και τη σχέση μεταξύ υπνωτιζόμενου και υπνωτιστή σαν μάζα δύο μόνο ατόμων, με τον υπνωτιστή στη θέση του οδηγού, αιτιολογώντας έτσι και την ανοίκεια αίσθηση της ύπνωσης ως υπόμνησης απωθημένων στο ασυνείδητο καταστάσεων (της πρωτόγονης αντίληψης για τον φύλαρχο και της παιδικής αντίληψης για τον πατέρα).

Το βιβλίο καταλήγει σε μία ερμηνεία του εφήμερου χαρακτήρα των περισσότερων μαζών, με βάση τη θέση ότι ο χωρισμός του εγώ από το ιδανικό του εγώ (όταν το τελευταίο υποκαθίσταται από το εγώ του οδηγού και σχηματίζεται έτσι η μάζα) δεν μπορεί να είναι μόνιμος. Κατά τον Φρόιντ, κάθε παρόμοια διάσπαση του ψυχικού βίου πρέπει περιοδικά και παροδικά να αναστέλλεται, ώστε ένα ναρκισσιστικό εγώ χωρίς περιορισμούς να αναλαμβάνει για ένα διάστημα τον έλεγχο. Έτσι, στον ύπνο μας καταργείται ο εξωτερικός κόσμος και το εγώ γίνεται πλήρως αυτάρκες, όπως ήταν πριν από τη γέννησή μας. Κατά παρόμοιο τρόπο, σε κατάσταση εγρήγορσης κατά καιρούς αναστέλλεται η διάσπαση του εγώ σε συνειδητό και απωθημένο ασυνείδητο μέρος, μέσω των νευρώσεων αλλά και διά των ευφυολογημάτων, με τα οποία κατά τον συγγραφέα ανακαλείται πρόσκαιρα το απωθημένο στο εγώ. Στην ευρύτερη κλίμακα της κοινωνίας, τέτοιος είναι ο ρόλος των εορτών όπου περιοδικά και παροδικά άρονται οι απαγορεύσεις επί των ατόμων (αντίστοιχες με τους περιορισμούς που θέτει στο εγώ το ιδανικό του εγώ). Προτείνοντας περαιτέρω ότι η έκλειψη του υπερεγώ οδηγεί σε μία ναρκισσιστική αίσθηση θριάμβου και εξάλειψη των αναστολών, ενώ η ένταση ανάμεσα στο εγώ και στο υπερεγώ σε αισθήματα ενοχής και κατωτερότητας, ο Φρόιντ ερμηνεύει με παρόμοιους όρους και τον κυκλικό χαρακτήρα της μανιοκατάθλιψης: «το ιδανικό του Εγώ τους διαλύεται πρόσκαιρα στο Εγώ, αφού προηγουμένως κυβέρνησε ιδιαίτερα αυστηρά».

Η μελέτη κλείνει με ορισμένες εκτενέστερες παρατηρήσεις όσον αφορά την πρωταρχική ορδή και την ιστορική εξέλιξή της, οι οποίες σχετίζονται με το προγενέστερο έργο του συγγραφέα Τοτέμ και ταμπού. Ακόμα, ο Φρόιντ σημειώνει ότι οι νευρώσεις οφείλονται σε απωθημένες στο ασυνείδητο αλλά ακόμα ενεργές μη ανεσταλμένες ως προς τον στόχο τους σεξουαλικές επιδιώξεις, οι οποίες έτσι έρχονται σε αντιπαράθεση με τις πλήρως ανεσταλμένες ερωτοληπτικές ορμές. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι νευρώσεις επιδρούν διαλυτικά σε μία μάζα, αλλά και, αντιστρόφως, η συμμετοχή σε μάζα μπορεί να έχει θεραπευτική επίδραση στο νευρωτικό άτομο, εξαιτίας της αντιδιαστολής μεταξύ ανεσταλμένων και μη ανεσταλμένων σεξουαλικών επιδιώξεων.

Πηγές Επεξεργασία

  • Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, Σίγκμουντ Φρόιντ, εκδ. Επίκουρος, 1994