Ο Ίφικλος του Φυλάκου ήταν γιος του Φυλάκου, βασιλιά της πόλης Φυλάκης στη Θεσσαλία. Ο παππούς του Ιφίκλου, ο Δηίονας, καταγόταν από τη γενιά Δευκαλίωνα και του Αιόλου.

Ίφικλος του Φυλάκου
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςDiomedea
ΤέκναΠρωτεσίλαος
Ποδάρκης
ΓονείςΦύλακος και Κλυμένη

Ο Ίφικλος στα νιάτα του προσβλήθηκε από σεξουαλική ανικανότητα. Ο πατέρας του συμβουλεύθηκε τον μάντη Μελάμποδα για το τι έπρεπε να κάνει σχετικά. Ο Μελάμποδας θυσίασε δύο ταύρους, τους κομμάτιασε και τους άφησε στα όρνια, περιμένοντας τα κρωξίματά τους. Πράγματι, τα πουλιά, καθώς έτρωγαν το κρέας αυτό, διηγήθηκαν στη «γλώσσα» τους ότι ο Φύλακος, μια μέρα που ευνούχιζε κριάρια, τοποθέτησε το μαχαίρι του δίπλα στον μικρό Ίφικλο. Ο Ίφικλος φοβήθηκε το μαχαίρι που ήταν καταματωμένο, το έκλεψε και πήγε και το παράχωσε στις ρίζες μιας ιερής βελανιδιάς. Με τα χρόνια, η φλούδα του δέντρου κάλυψε το μαχαίρι. Τα πουλιά είπαν επίσης ότι αν βρισκόταν το μαχαίρι και με τη σκουριά του παρασκεύαζαν ένα καταπότιο το οποίο να πίνει επί δέκα ημέρες ο Ίφικλος, τότε θα γιατρευόταν και μάλιστα θα αποκτούσε και γιο. Ο Μελάμποδας τότε έψαξε και βρήκε το μαχαίρι, ετοίμασε το φάρμακο και το έδωσε στον Ίφικλο. Πραγματικά, ο Ίφικλος έγινε καλά και με τον καιρό απέκτησε γιο που τον ονόμασε Ποδάρκη.

Ο Ίφικλος ήταν περίφημος για την ικανότητά του ως δρομέας: Μπορούσε να τρέξει πάνω σε χωράφι χωρίς να λυγίσει καθόλου τα στάχυα. Κέρδισε έτσι εύκολα το πρώτο βραβείο στα «`Αθλα επί Πελία», τους περίφημους δηλαδή πανελλήνιους ταφικούς αθλητικούς αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος στη μνήμη του Πελία και όπου είχαν συμμετάσχει οι άριστοι από τους Έλληνες ήρωες της εποχής. Ο Ίφικλος επίσης κατά μία εκδοχή είχε πάρει μέρος και στην Αργοναυτική Εκστρατεία, σε αυτό όμως πιθανότατα συγχέεται με τον Ίφικλο του Θεστίου.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία
  • Ο αστεροειδής 43706 Ίφικλος (43706 Iphiklos), που ανακαλύφθηκε το 1973 και ανήκει στην Τρωική Ομάδα, πήρε το όνομά του από τον Ίφικλο του Φυλάκου.
  • Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969