Αγία Καικιλία

Αγία της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρθενομάρτυρας και προστάτρια της μουσικής

Η Αγία Καικιλία (λατινικά: Sancta Caecilia) (μαρτύρησε στη Ρώμη στις 22 Νοεμβρίου 230) επίσης Καικιλία ή Κικιλία της Ρώμης, ήταν χριστιανή παρθενομάρτυρας, η οποία τιμάται ως αγία της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θεωρείται προστάτις της μουσικής. Η βασιλική της Σάντα Τσετσίλια στο Τραστέβερε, που ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα από τον Πάπα Ουρβανό Α', πιστεύεται ότι βρίσκεται στη θέση του σπιτιού όπου έζησε και πέθανε.[2]

Αγία Καικιλία
Η Αγία Καικιλία μπροστά σε μουσικό όργανο, πίνακας του Σιμόν Βουέ, περ. 1626
Γέννηση180
Ρώμη
Κοίμηση22  Νοεμβρίου 230
Ρώμη
Εορτασμός22 Νοεμβρίου[1]

Η μνήμη της, όπως και του συζύγου της Βαλεριανού και του αδελφού αυτού Τιβούρτιου, τιμάται στις 22 Νοεμβρίου. [3]

Η ζωή της

Επεξεργασία

Η Καικιλία ήταν μια ευγενής κυρία της Ρώμης η οποία, με τον σύζυγό της Βαλεριανό, τον αδελφό του Τιβούρτιο και τον Ρωμαίο στρατιωτικό Μάξιμο, μαρτύρησαν περίπου το 230, υπό τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Σεβήρο (222-235). Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μαρτύρησε στη Σικελία την εποχή του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιο μεταξύ 176 και 180, όπως αναφέρει ο Βενάντιος Φορτουνάτος, επίσκοπος του Πουατιέ (π. 600) και άλλοι το 288 επί αυτοκράτορος Διοκλητιανού.

Σύμφωνα με την ιστορία, παρά τον όρκο της παρθενίας της, οι γονείς της Καικιλίας την ανάγκασαν να παντρευτεί τον ειδωλολάτρη ευγενή Βαλεριανό. Τη νύχτα του γάμου, η Καικιλία είπε στον Βαλεριανό ότι την φυλάει ένας άγγελος Κυρίου, ο οποίος θα τον τιμωρούσε αν την πλησίαζε άσεμνα, αλλά θα τον προστάτευε αν σεβόταν την παρθενία της. Όταν ο Βαλεριανός ζήτησε να δει τον άγγελο, η Καικιλία απάντησε ότι θα μπορούσε να τον δει αν βαπτιζόταν. Αφού ακολούθησε τη συμβουλή της, ο Βαλεριανός ασπάστηκε τον Χριστιανισμό και βαπτίσθηκε κρυφά από τον Πάπα Ουρβανό Α'. Επιστρέφοντας στο σπίτι, ο Βαλεριανός είδε την Καικιλία να προσεύχεται με έναν νεαρό άνδρα: ήταν ο άγγελος Κυρίου που την προστάτευε πάντα. Καχύποπτος, ζήτησε απόδειξη της πραγματικής αγγελικής φύσης του: ο άγγελος παρουσίασε τότε δύο στεφάνια από λουλούδια και τα τοποθέτησε στα κεφάλια των δύο συζύγων προτρέποντάς τους να ζήσουν με εγκράτεια και σωφροσύνη. Ο Βαλεριανός έπεισε και τον αδερφό του Τιβούρτιο να ασπαστεί τον Χριστιανισμό και ένας άγγελος του ανακοίνωσε ότι και οι δύο θα φτάσουν ενώπιον του Κυρίου μετά το μαρτύριό τους.[4]

 
Οι άγιοι Βαλεριανός, Καικιλία και Τιβούρτιος του Φραντσέσκο Μποττιτσίνι, 1470

Εκείνη την εποχή, οι Χριστιανοί βρίσκονταν ακόμη υπό διωγμόν. Ο έπαρχος Τούσκιος Αλμάτιος είχε απαγορεύσει, μεταξύ άλλων, την ταφή των Χριστιανών μαρτύρων, αλλά ο Βαλεριανός και ο αδελφός του με κίνδυνο της ζωής τους τη νύκτα έθαβαν με προσευχές τα σώματα των μαρτύρων και την ημέρα συμπαραστέκονταν στους διωκόμενους Χριστιανούς. Έγιναν όμως αντιληπτοί και συνελήφθησαν. Αφού προσηλύτισαν τον αξιωματικό Μάξιμο που είχε το καθήκον να τους οδηγήσει στη φυλακή, υπέμειναν φρικτά βασανιστήρια αντί να αρνηθούν τον Θεό και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκαν. Η Καικιλία έθαψε τα σώματα των τριών αγίων (στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία η μνήμη τους τιμάται στις 14 Απριλίου).

Η Καικιλία μοίρασε τα υπάρχοντά της στους φτωχούς και συνέχισε την ιεραποστολική αποστολή της αλλά σύντομα η δράση της έγινε γνωστή και ο έπαρχος Αλμάτιος αρχικά διέταξε να την μαστιγώσουν και στη συνέχεια διέταξε να τη ρίξουν σε λέβητα με καυτό νερό, αλλά αναφέρεται ότι «αντί να πεθάνει έψαλλε δοξολογίες στον Κύριο». Η ποινή μετατράπηκε σε θάνατο από ασφυξία με μια μαρμάρινη πλάκα να τη σκεπάζει αλλά πάλι επέζησε. Έτσι διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Ο δήμιος έδωσε τα τρία χτυπήματα με το σπαθί (δεν επιτρέπονταν τέταρτο) αλλά η Καικιλία πάλι δεν πέθανε, μένοντας σε αγωνία αιμορραγούσα για τρεις ημέρες. Μετά τον θάνατό της, ο πνευματικός της οδηγός Πάπας Ουρβανός Α' την έθαψε στην κατακόμβη του Αγίου Καλλίστου. [5]

Η συλλογή βίων αγίων Legenda aurea (Χρυσό Αγιολόγιο) του 13ου αιώνα του Ιάκωβου του Βαραγινού αναφέρει ότι ο Πάπας Ουρβανός Α΄ «έθαψε το σώμα της Καικιλίας ανάμεσα σε εκείνα των επισκόπων και καθαγίασε το σπίτι της, μετατρέποντάς το σε εκκλησία, όπως του είχε ζητήσει».[6]

 
Το άγαλμα του Στέφανο Μαντέρνο, 1599

Το 821 τα λείψανά της μεταφέρθηκαν από τον Πάπα Πασχάλη Α΄ στη βασιλική της Σάντα Τσετσίλια στο Τραστέβερε, τον ναό που ίδρυσε στη θέση του σπιτιού της Καικιλίας τον 3ο αιώνα ο Πάπας Ουρβανός Α΄. Το 1599, κατά την αναστήλωση της βασιλικής, που παρήγγειλε ο καρδινάλιος Πάολο Εμίλιο Σφοντράτι για τους εορτασμούς για το 1600, βρέθηκε μια σαρκοφάγος με το σώμα της Καικιλίας άφθαρτο και να αποπνέει άρωμα κρίνων και τριαντάφυλλων.[7]

Ο καρδινάλιος ανέθεσε στον γλύπτη Στέφανο Μαντέρνο ένα άγαλμα που αναπαρήγαγε όσο το δυνατόν πιο πιστά την εμφάνιση και τη θέση του σώματος της Καικιλίας όπως βρέθηκε, φαινόταν να κοιμάται. Αυτό το άγαλμα σήμερα βρίσκεται κάτω από τον κεντρικό βωμό της εκκλησίας.

Προστάτις της μουσικής

Επεξεργασία
 
Η Αγία Καικιλία, πίνακας του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ, 1895

Είναι αβέβαιο γιατί η Καικιλία θεωρείται προστάτις αγία της μουσικής. Σύμφωνα με τον θρύλο, την ημέρα του γάμου της στο σπίτι της αντηχούσαν όργανα και χαρούμενα τραγούδια και η παρθένος έψαλλε: «Κύριε, η καρδιά μου και το σώμα μου είναι αμόλυντα».

Επίσης, κατά τη στιγμή του μαρτυρίου της, η Καικιλία έψαλλε ύμνους προς τον Κύριον. Από αυτές τις αναφορές σχετίσθηκε με τη μουσική.

Στην εικονογραφία, η Καικιλία απεικονίζεται συχνά να παίζει ένα φορητό όργανο ή άλλα μουσικά όργανα, προφανώς για να εκφράσει τη σχέση της με τη μουσική, αν και το όργανο μπορεί να της αποδίδεται ως αποτέλεσμα λανθασμένης μετάφρασης.[8]

Τέχνη-Μουσική-Λογοτεχνία

Επεξεργασία
 
Η Αγία Καικιλία, πίνακας του Ρούμπενς, 1639-40

Παραπομπές

Επεξεργασία