Οι Αδρόμυλοι (γνωστοί και ως Άγιοι Απόστολοι) είναι ένας σήμερα σχεδόν εγκαταλελειμμένος οικισμός στα κεντρικά της επαρχίας Σητείας (νομός Λασιθίου), που βρίσκεται σε μια σχετικά εύφορη περιοχή μεταξύ των χωριών Συκιά και Λιθίνες.

Κατά τα έτη 1953 και 1954 ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων στο πλαίσιο ερευνών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην ανατολική Κρήτη επισκέφθηκε και ανέσκαψε σε διάφορες θέσεις της περιοχής Αδρομύλων Σητείας (νομός Λασιθίου) κτηριακά λείψανα και νεκροταφεία της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.

Η ιστορία των ανασκαφών Επεξεργασία

Τα έτη 1894 και 1896 ο Άρθουρ Έβανς επισκέφθηκε την περιοχή και έκανε κάποια σχέδια. Το 1902, μετά από λαθρανασκαφή, παραδόθηκε στο Μουσείο Ηρακλείου γεωμετρική κεραμική από τάφο σε άγνωστη θέση της περιοχής Αδρομύλων, μέρος της οποίας παρουσιάστηκε από τον Βρετανό αρχαιολόγο John Percival Droop. Από τα αρχικά 101 αγγεία, η αρχαιολόγος Μεταξία Τσιποπούλου εντόπισε μόνον 51, τα οποία δημοσίευσε το 2005 και χρονολογούνται από την πρωτογεωμετρική μέχρι την πρώιμη ανατολίζουσα περίοδο. Κατά τη δεκαετία του 1950 ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων ερεύνησε για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας διάφορες θέσεις στους Αδρόμυλους. Συγκεκριμένα, το 1953 επισκέφθηκε δύο μικρά σπήλαια στο ύψωμα «Άγιος Αντώνιος», περίπου 3 χλμ. βορειοδυτικά των Λιθίνων. Στην κορυφή του υψώματος εντόπισε κτηριακά λείψανα. Σε απόσταση 500-600 μ. και ορατά από αυτό το σημείο, επεσήμανε δύο νεκροταφεία στα πεδινά της θέσης, το ένα συλημένο και αποτελούμενο από θαλαμωτούς τάφους, το άλλο γεωμετρικών χρόνων αποτελούμενο από κτιστούς θολωτούς τάφους. Το επόμενο έτος, σε θέση μεταξύ των Αδρομύλων και της βορειοανατολικά κείμενης Συκιάς, ο ίδιος ανέσκαψε νεκροταφείο με θολωτούς τάφους της πρώιμης εποχής του σιδήρου, αλλά και υστερομινωικό τάφο στη θέση «Καντέμη Κεφάλι» (βλ. σχετικό λήμμα). Σημειώνεται ότι το 1960 παραδόθηκαν ευρήματα γεωμετρικού τάφου από την τελευταία θέση, ενώ σε ανασκαφή της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων κατά το 1985 στη θέση «Μουσάδενας» των Αδρομύλων βρέθηκε κιβωτιόσχημος τάφος της αυτής εποχής.

Τα ευρήματα των ετών 1953-1954 και η περιοχή των Αδρομύλων Επεξεργασία

Οι έρευνες του 1953 στον Άγιο Αντώνιο: Τα δύο σπήλαια βρίσκονται πλησίον του ναϊδρίου του Αγίου Αντωνίου. Ο Πλάτων επεσήμανε την ύπαρξη μεταβυζαντινών οστράκων σε αυτά, ενώ απέδωσε τα λείψανα των κτηρίων που επισήμανε στην κορυφή του λοφίσκου σε ακρόπολη άγνωστου αρχαίου οικισμού, προφανώς λόγω των απότομων κλιτύων του υψώματος. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Krzystzof Nowicki, ο οποίος επισκέφθηκε το χώρο, υπάρχει διάσπαρτη κεραμική διαφόρων περιόδων, κυρίως ανατολίζουσας, αλλά και ΥΜ ΙΙΙ Γ, πρωτογεωμετρικής, γεωμετρικής, αρχαϊκής και πιθανώς κλασικής περιόδου, οπότε η ύπαρξη οικισμού στο σημείο καθίσταται σχεδόν βέβαιη. Ως προς τα νεκροταφεία της θέσης, ο Πλάτων αναφέρει ότι εκείνο που απαρτίζεται από θαλαμωτούς τάφους ονομάστηκε από τους εντόπιους «τάφοι των μεγιστάνων», λόγω των πλουσίων ευρημάτων που βρέθηκαν και συλήθηκαν παλαιότερα και το χρονολογεί στους κλασικούς χρόνους. Για το δεύτερο νεκροταφείο, το οποίο οι εντόπιοι αποκαλούσαν «τάφοι των πτωχών» λόγω των λιτών κτερισμάτων που έβρισκαν στο εσωτερικό τους (κυρίως μικρά αγγεία), σημειώνει ότι οι κτιστοί θολωτοί τάφοι ήταν εξωτερικώς τετράγωνοι και τους τοποθετεί χρονικά στα πρωτογεωμετρικά χρόνια.

Οι έρευνες του 1954: Ανασκάφηκαν δύο ομάδες τάφων: Πρώτον, τρεις μεμονωμένοι τάφοι, κείμενοι αντίστοιχα σε τρία γειτονικά υψώματα. Στον τάφος Β βρέθηκαν λάρνακα και περίπου 50 αγγεία, τα οποία ο Πλάτων χρονολογεί στα πρωτογεωμετρικά χρόνια. Δεύτερον, πυκνή συστάδα 15 τάφων σε χαμηλό ύψωμα. Επρόκειτο για πολύ καλά διατηρημένους τετράγωνους θολωτούς τάφους με υποτυπώδη δρόμο και με σωζόμενη κατά χώραν την πλάκα της κλείδας. Όλοι, εκτός ενός, ήταν συλημένοι, αλλά απέδωσαν πλούσια μεταλλικά κτερίσματα, μεταξύ αυτών δύο χρυσά δακτυλίδια με ελλειψοειδή ακόσμητη σφενδόνη και άλλα μικρά κοσμήματα, πόρπες, χάλκινες περόνες, αρκετά όπλα από σίδηρο –μεταξύ αυτών και ένα εγχειρίδιο ΥΜ ΙΙΙ χρόνων– και εργαλεία.

Σημαντική είναι η εύρεση τριών μινωικών σφραγιδόλιθων, οι οποίοι πιθανώς χρησιμοποιήθηκαν ως περίαπτα από τους ταφέντες. Μεταξύ των πήλινων αντικειμένων υπήρχε και κιβωτιόσχημο σκεύος που ο Πλάτων τοποθέτησε στους υπομινωικούς χρόνους (εικ. 2), ενώ συνολικά βρέθηκαν πάνω από 180 αγγεία. Σύμφωνα με την Μεταξία Τσιποπούλου, τα αδημοσίευτα αγγεία, σήμερα στο Μουσείο Ηρακλείου, καλύπτουν χρονικά το διάστημα από την υπομινωική μέχρι την πρώιμη ανατολίζουσα περίοδο και διαθέτουν ευρύ φάσμα σχημάτων: Μεταξύ αυτών, ψευδόστομοι αμφορείς, κάλαθοι, κρατηρίσκοι και οινοχόες ανήκουν στα πιο πρώιμα, κυλινδρικοί πίθοι και αμφορείς με οριζόντιες λαβές στα γεωμετρικά και πυξίδες με λευκή βαφή στα νεότερα.

Το χρονικό εύρος που καλύπτει η κεραμική είναι ταυτόσημο με εκείνης από τον τάφο που ήρθε στο φως το 1902, οπότε η γενική χρονολόγηση των ταφών από τον Πλάτωνα στην πρωτογεωμετρική εποχή πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή. Από την άλλη, στα ευρήματα των τάφων που ήρθαν στο φως κατά τα έτη 1960 και 1985 συγκαταλέγονται παρόμοια μεταλλικά αντικείμενα με εκείνα των ανασκαφών του Πλάτωνα (όπλα, πόρπες κ. ά.), τα οποία υποδεικνύουν ότι κατά τη γεωμετρική εποχή στην περιοχή των Αδρομύλων κτερίσματα αυτού του είδους δεν αποτελούσαν εξαίρεση.

Ως προς την ακριβή θέση ευρέσεως των ταφών επικρατεί, όπως σημειώθηκε, ασάφεια. Σύμφωνα με την Ann Brown, οι πιθανές θέσεις των δύο ταφικών ομάδων είναι αντίστοιχα το «Χτιστό», βορειοδυτικά των Ανδρομύλων, για τους τρεις μεμονωμένους τάφους και οι «Κοντροβόλακοι», βόρεια των Ανδρομύλων, για τη συστάδα των 15 τάφων. Τέλος, στην έκθεση του 1954 ο Πλάτων αναφέρει την ύπαρξη λειψάνων μεγάλων κτηρίων «κυκλωπείου δομής, πολύ πιθανόν πρωίμων ελληνικών χρόνων» στην περιοχή των Αδρομύλων. Πιθανώς αναφέρεται σε πολυγωνικούς τοίχους στη θέση «Αγκιναρές», ανατολικά του ναϊδρίου του Αγίου Αντωνίου.

Εν κατακλείδι, η περιοχή των Αδρομύλων φαίνεται ότι κατοικείται από την εποχή του χαλκού, καθότι ίχνη υστερομινωικού οικισμού έχουν βρεθεί στη θέση «Καντέμη Κεφάλι». Κατά την πρώιμη εποχή του σιδήρου στην περιοχή Αγίου Αντωνίου-Αγκιναρών υπήρχε ένας οικισμός, με τον οποίο προφανώς συνδέονταν όλα ή κάποια από τα νεκροταφεία που ερευνήθηκαν από τον Πλάτωνα. Η παραγωγή γεωργικών προϊόντων και η ενδιάμεση θέση μεταξύ της βορειοανατολικά κείμενης Πραισού και των νοτίων παραλίων έπαιξαν, προφανώς, καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του ακόμη αταύτιστου οικισμού.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί εις την περιοχήν Σητείας. Εξερευνητικαί εκδρομαί. Αδρόμυλοι. Ραβδιά του Διγενή, ΠΑΕ 1953, 296-297.
  • Έργον 1954, 49.
  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί περιοχής Σητείας. Γεωμετρικόν νεκροταφείον θολωτών τάφων Συκιάς-Αδρομύλων, ΠΑΕ 1954, 365-367.
  • Ν. Πλάτων, Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1953, Κρητ. Χρον. 7, 1953, 489-490.
  • Ν. Πλάτων, Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1954, Κρητ. Χρον. 8, 1954, 511-512.
  • Ν. Πλάτων, ΑΔ 16, 1960 (1962), 261-262 [θέση «Καντέμη Κεφάλι»].
  • J. P. Droop, Some Geometric Pottery from Crete, BSA 12, 1905-1906, 24-62, κυρίως 43-57.
  • A. Kanta, The Late Minoan III Period in Crete. Α Survey of Sites, Pottery and Their Distribution (Göteborg 1980), 185-186.
  • Μ. Τσιποπούλου, Τάφοι της πρώιμης εποχής του σιδήρου στην ανατολική Κρήτη. Συμπλήρωμα, ΑΔ 39, 1984 (1990), Μελ., 232-245.
  • Ν. Παπαδάκης, ΑΔ 40, 1985 (1990), Χρον., 302-303 [θέση «Μουσάδενας»].
  • Ν. Π. Παπαδάκης, Σητεία. Η πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου. Οδηγός για την ιστορία, αρχαιολογία, πολιτισμό της 2(Σητεία 1989), 145.
  • M. Tsipopoulou – L. Vagneti, Achladia. Scavi e ricerche della Missione Greco-Italiana in Creta Orientale (1991-1993) (Roma 1995), 182 με εικ. 115 [τοπογραφικό περιοχής].
  • K. Nowicki, Defensible Sites in Crete c.1200-800 B.C. (LM IIIB/IIIC through Early Geometric)([Liège] 2000), 218 αρ. 2.
  • A. Brown (επιμ.), Arthur Evans’s Travels in Crete 1894-1899 (Oxford 2001), 306-309.
  • L. Sjögren, Cretan Locations. Discerning Site Variations in Iron Age and Archaic Crete, 800-500 B.C. (Oxford 2003), 49, 75, αρ. κατ. Ε 79, Ε 124.
  • Ν. Ξιφαράς, Οικιστική της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής Κρήτης. Η μετάβαση από την «Μινωική» στην «Ελληνική» κοινωνία (Ρέθυμνο 2004), 306-308.
  • Μ. Τσιποπούλου, Η Ανατολική Κρήτη στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (Ηράκλειο 2005), 199-218 αρ. 39, 339-340.
  • M. S. Eaby, Mortuary Variability in Early Iron Age Cretan Burials (αδημ. διδ. διατριβή Chapel Hill/Univ. of N. Carolina 2007), 64-66 αρ. κατ. 29.
  • J. N. Coldstream, Greek Geometric Pottery. A Survey of Ten Local Styles and their Chronology 2(Exeter 2008), 257-261.
  • Κ. Θ. Συριόπουλος, Εισαγωγή εις την αρχαίαν ελληνικήν ιστορίαν. Oι μεταβατικοί χρόνοι από της μυκηναϊκής εις την αρχαϊκήν περίοδον 1200-700 π.Χ., Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 99 (Αθήναι 1983-1984), τ. Α΄, 219 αρ. 216· τ. Β΄, 666 αρ. CΧ.

Αναφορές Επεξεργασία